iporta.gr

“Αν δεν σου αρέσει (το «δύσκολο» βιβλίο μου) να πας να γ@μηθείς!”, του Άρη Μαραγκόπουλου

O Τζέιμς Μίικ είναι ο συγγραφέας του σημαντικού άρθρου που ανήρτησα (εδώ και στη σελίδα του «Τόπου») για την αγγλική ΔΕΗ. Είναι συγγραφέας, ανάμεσα στ’ άλλα, και ενός στοχαστικού μυθιστορήματος με τον ενδεικτικό τίτλο “Τώρα αρχίζουμε την κάθοδό μας”, που εκδώσαμε πριν λίγο καιρό. Επειδή δεν είναι τόσο γνωστός στο ελληνικό κοινό παραθέτω εδώ αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο που έχουν ως θέμα, τι άλλο; την επέλαση σε παγκόσμια κλίμακα μιας φτηνής λογοτεχνίας, αυτής που εγώ αποκαλώ Νεο-‘Αρλεκιν. Μαθητές που ονειρεύονται αυτά που ονειρεύεται ο ήρωας του βιβλίου δεν θα μπορούν να συμμετέχουν στο σεμινάριό μας. Για τον απλό λόγο ότι θα λείπει μια κοινή βάση συνεννόησης μεταξύ μας…
Υ.Γ. Εδώ δεν διαφημίζω το βιβλίο, «διαφημίζω» τη σκέψη του.

 

Ι
[Σελ. 10-11 του πρωτοτύπου]

 

Η απόφαση του Κέλλας τού ήρθε εκείνη τη νύχτα. Του ήρθε: δεν την πήρε. Κατέφθασε την ώρα που, βαθιά συλλογισμένος, είχε το βλέμμα καρφωμένο στα λουλουδιασμένα κλαράκια και στα λεπτά και μυτερά φύλλα του άναρχα ανθισμένου κήπου του. Ήρθε, και η συνείδησή του θα αναγκαζόταν να υπαναχωρήσει για να της κάνει τόπο. Είχε ηττηθεί. Τα μεγάλα λόγια ήταν απροσπέλαστα και εκείνος προτιμούσε να είναι διάσημος παρά άσημος και σοφός. Δεν είχε αυταπάτες ότι θα ήταν απλό να γράψει ένα μπεστ-σέλερ, να γράψει δηλαδή ένα μυθιστόρημα του οποίου το πρωτεύον χαρακτηριστικό θα ήταν ότι θα έλκυε το μεγαλύτερο δυνατό αναγνωστικό κοινό. Στο Λονδίνο υπήρχαν εκατοντάδες συγγραφείς που πίστευαν ότι μπορούσαν με μεγάλη ευκολία να γράψουν εμπορικά μυθιστορήματα αν το ήθελαν, αλλά επέλεγαν να μην το κάνουν. Αυτή η εσφαλμένη εντύπωση ήταν ο μόνος φραγμός που στεκόταν ανάμεσα σε εκείνους και τους ορμητικούς χείμαρρους της απόγνωσης. Ο Κέλλας ήξερε ότι θα ήταν δύσκολο. Δεν γινόταν να το εκλάβει ως έκπτωση ή ευτελισμό. Ήταν ανάγκη να μάθει να είναι ικανοποιημένος στα πλαίσια του νέου μέσου, όχι να το μελετήσει απλώς. Την επόμενη μέρα, αγόρασε πέντε χοντρά θρίλερ με μαλακό εξώφυλλο, όπου οι τίτλοι και τα ονόματα των συγγραφέων ήταν γραμμένα με ανάγλυφα, πηχυαία, χρυσά γράμματα.

 

ΙΙ
[Σελ. 36-37]

 

«Τι τίτλο έχει;» ρώτησε ο ΜακΓκέργκαν.
«Δεν έχω βρει».
«Πώς σου φαίνεται το Ο αντίχριστος ξαναχτυπά;»
Ο Κέλλας χαμογέλασε. Ο ΜακΓκέργκαν ρώτησε αν ήταν σάτιρα. Ο Κέλλας ήταν έτοιμος να πει ναι και δίστασε επειδή αν το έλεγε δεν θα ήταν αλήθεια. Κούνησε το κεφάλι. Το βιβλίο θα υπηρετούσε τον σκοπό του μονάχα αν άφηνε την εντύπωση ότι ήταν ειλικρινά ρηχό. Αν επρόκειτο να το κάνει, δεν θα ήταν απαραίτητο να πει ψέματα στους αναγνώστες. Εκείνο που είχε σημασία ήταν να πει ψέματα στον εαυτό του και να τον πιστέψει όταν θα παρουσίαζε τον κόσμο ως ένα πιο απλό και πιο ανάλαφρο μέρος από ό,τι ο ίδιος πίστευε πως είναι. Παρόλο που δεν είχε συναναστραφεί πολύ με πόρνες και είχε ως τώρα αποφύγει να εκπορνευτεί ο ίδιος, καταλάβαινε τι είναι αυτό που έκανε κάποιους πιο αγαπητούς από κάποιους άλλους. Ήταν το αντίθετο της σάτιρας. Η εικόνα της ειλικρίνειας έμπαινε τόσο καλά στο πετσί τους ώστε ήταν αξεδιάλυτη από την ίδια την ειλικρίνεια.
«Το ξέρεις ότι το εννοούσα όταν είπα ότι μου άρεσε το προηγούμενο βιβλίο σου», είπε ο ΜακΓκέργκαν. «Λάτρεψα το Συνδαύλισμα της οργής. Πιστεύω πως κάτι πήγες να πεις εκεί».
«Δεν το είδα ούτε σ’ ένα βιβλιοπωλείο».
«Δείχνεις δυστυχισμένος. Νομίζεις πως θα σου την πω γι’ αυτό;»
«Ίσως να αλλάξω γνώμη, όπως εσύ».
«Δεν το νομίζω. Όμως, με τίποτα δεν θα πουλήσει ένα τέτοιο βιβλίο τώρα. Όλοι θεωρούν ότι η Αμερική είναι το πληγωμένο κουτάβι μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους».
«Τι εννοείς, δεν το νομίζεις;»
«Εσύ είσαι πιο κοντά σε στρατιώτες από ό,τι είμαι εγώ σε ξωτικά. Πας στο Αφγανιστάν την άλλη εβδομάδα. Εγώ δεν πρόκειται να πάω στο μαγεμένο δάσος να κάνω μαγικά με μια χούφτα γκόμπλιν». Ο ΜακΓκέργκαν τίναξε το χέρι του εκνευρισμένος, λες και ήθελε να διώξει κάποια σφήκα από το δωμάτιο. «Όλοι συμβιβάζονται. Είναι δύσκολο να είσαι αγνός».

 

ΙΙΙ
[Σελ. 77-80]

 

«Ω, Θεέ μου! Η φίλη μου είναι συγγραφέας!» είπε η Ελίζαμπεθ όταν εκείνος απάντησε στην ερώτησή της σχετικά με το με τι ασχολούνταν. «Μόλις έκλεισε μια καταπληκτική συμφωνία με τον Karpaty Knox για το πρώτο της μυθιστόρημα».
«Αυτός είναι ο εκδότης μου στην Αμερική», είπε ο Κέλλας. «Πάω να υπογράψω το συμβόλαιο για το βιβλίο μου στα γραφεία τους σήμερα το απόγευμα».
Η Ελίζαμπεθ τον συγχάρηκε.
«Ευχαριστώ. Ξέρεις, ο Karpaty Knox και ο Άγγλος εκδότης μου ανήκουν σ’ έναν παλιό γαλλικό εκδοτικό οίκο, τις Éditions Perombelon. Ο τύπος που διοικεί τον οργανισμό, ο Ντιντιέ, έπεισε τους Αγγλοσάξονές του να το αγοράσουν. Του άρεσε η υπόθεση. Με κουβάλησε στο Παρίσι για να τον συναντήσω. Για τι ποσό έκλεισε τη συμφωνία η φίλη σου, αν επιτρέπεται;»
«Ένα εκατομμύριο δολάρια».
«Μιλάμε για πολλά λεφτά», είπε ο Κέλλας, μετά από μια παύση. «Πόσο χρονών είναι η φίλη σου;»
Η Πατρίτσια Λι Χενγκ, η φίλη, ήταν συνομήλικη με την Ελίζαμπεθ και, όπως εκείνη, είχε γεννηθεί στη Σαγκάη και μεταναστεύσει στην Αμερική με την οικογένειά της όταν ήταν έφηβη. Το μυθιστόρημά της είχε τίτλο Κόκκινη εστία, λευκός γερανός. Ήταν η εποποιία μιας οικογένειας, η οποία εκτείνεται σε πολλές γενεές. Μιλάει για μια νεαρή γυναίκα, της οποίας η Κινέζα μητέρα πεθαίνει στη γέννα και πείθεται από τον κομμουνιστή εραστή της να βοηθήσει στη δολοφονία του Αμερικανού πατέρα της, διώκεται αδυσώπητα από τους κόκκινους φρουρούς κατά την Πολιτιστική επανάσταση, δραπετεύει στην Αμερική, γίνεται ζάμπλουτη ως κατασκευάστρια πολυτελών κινέζικων σκευών μαγειρικής, έχει ένα ειδύλλιο με έναν ευπαρουσίαστο νεαρό Αμερικανό που την παντρεύεται και της αποσπά με δόλο την περιουσία της, επιστρέφει στην Κίνα, όταν ο καπιταλισμός είναι πλέον νόμιμος, και συναντά τον πρώην κομμουνιστή εραστή της, ο οποίος σε αυτή τη φάση είναι άρτι χηρεύσας δισεκατομμυριούχος, κάτοχος εταιρείας λογισμικού. Την εκλιπαρεί να τον συγχωρήσει και δένονται με τα δεσμά του γάμου, στα πλαίσια μιας φαντασμαγορικής τελετής. Το βιβλίο τελειώνει με την αποφοίτηση των παιδιών τους από τους προηγούμενους γάμους, τα οποία αρίστευσαν και βγήκαν και τα δύο πρώτα στην τάξη τους στο Χάρβαρντ.
«Αυτό που της κλέβουν την περιουσία, μεγάλη μαλακία», είπε ο Κέλλας.
«Κοίτα ποιος μιλάει! Ο κύριος Ταξιδιώτης της πρώτης θέσης! Δεν σου αρέσουν αυτού του είδους τα βιβλία, έτσι;»
«Είναι κάποιο συγκεκριμένο είδος βιβλίου;»
«Ναι, το είδος του βιβλίου όπου γενναίοι και όμορφοι άνθρωποι ξεπερνούν τα προβλήματά τους, πλουτίζουν, ερωτεύονται, παντρεύονται, κάνουν παιδιά και ζουν ευτυχισμένοι ως τα βαθιά γεράματα. Τέτοιου είδους βιβλία θέλουν να διαβάζουν Αμερικανοί και Κινέζοι».
«Μιλάμε για ενάμιση δισεκατομμύριο σελιδοδείκτες. Να προειδοποιήσουμε το συνάφι το συντομότερο».
«Ίσως θα’ πρεπε να διαβάσουν το δικό σου βιβλίο. Περί τίνος πρόκειται;» Είχε γίνει κάπως επιθετική τώρα, υπερασπιζόμενη τη φίλη της. Το απολάμβανε. Ο Κέλλας κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ένα πελώριο, αφράτο σύννεφο απλωνόταν στον ορίζοντα. Η σαμπάνια είχε γίνει χλιαρή, αλλά εκείνος συνέχισε να την πίνει.
«Είναι θρίλερ», είπε.
«Μάααλιστα».
«Εκτυλίσσεται στο παρόν. Αναφέρεται σ’ ένα πόλεμο ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική».
«Ποτέ δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο!» Η Ελίζαμπεθ είχε μια έκφραση, λες και ο Κέλλας είχε ξεστομίσει κάτι αποτρόπαιο. Η έκφρασή της έκανε τον Κέλλας να νιώσει τόσο καλά για το βιβλίο, όσο δεν είχε νιώσει από την ώρα που το τέλειωσε.
«Πιθανότατα δεν θα συμβεί», είπε ο Κέλλας. «Είναι μυθιστόρημα. Αποκύημα της φαντασίας. Λάβε υπόψη σου, όμως, ότι και η Αμερική είναι αποκύημα της φαντασίας. Είναι πραγματική τώρα, αλλά πρώτα την είχαν φανταστεί».
«Για πες, τι γίνεται; Οι Αμερικανοί αρχίζουν να βομβαρδίζουν το Λονδίνο;»
«Όχι», είπε ο Κέλλας. Καθώς το έλεγε, οι λέξεις είχαν αυτή την παράξενη δύναμη τού κυριολεκτικά πιθανού, συνδυασμένου με το φανταστικό –τα πρώτα χαρακτηριστικά της πορνογραφίας– κάτι που τον είχε κάνει εξαρχής να ανησυχεί για την ανταπόκριση που θα είχε αυτή η ιδέα. «Ένα αμερικανικό στρατιωτικό κλιμάκιο μπλέκεται σε περιπέτειες όταν επεμβαίνει στη Μέση Ανατολή και διαπράττει μια τρομερή φρικαλεότητα στην προσπάθειά του να διαφύγει. Οι στρατιώτες φτάνουν στην Ευρώπη καθ’ οδόν προς την Αμερική και οι Ευρωπαίοι αποφασίζουν ότι οφείλουν να προσπαθήσουν να τους συλλάβουν και να τους περάσουν από δίκη. Η αμερικανική κυβέρνηση λέει ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να τους αφήσουν να φύγουν».
Η Ελίζαμπεθ ρώτησε πώς θα το ονομάσει. Όταν της είπε, εκείνη γέλασε. «Ακούγεται σαν εκείνα τα μεγάλα, χοντρά φτηνιάρικα βιβλία με τα τεράστια χρυσαφιά γράμματα και μια έκρηξη στο εξώφυλλο. Πάντα έχουν στον τίτλο κάτι σαν Μοχθηρός αετός. Το Απόλυτο τάδε και το Τελικό δείνα».
«Τέτοιο είναι. Είναι ένα απ’ αυτά. Και έτσι φτιάχνεις τον τίτλο. Σχεδίασα έναν πίνακα. Αριστερά τα επίθετα, δεξιά τα ουσιαστικά».
«Γιατί θέλησες να γράψεις ένα τέτοιο βιβλίο;»
«Για να βγάλω χρήματα. Για να με διαβάσουν».
«Α».
«Δείχνεις απογοητευμένη».
«Αυτό που είπα για το είδος των βιβλίων που θέλει να διαβάζει ο κόσμος», άρχισε να λέει η Ελίζαμπεθ. «Θέλω να πω, αντίθετα με αυτό που είπα. Μου αρέσει να σκέφτομαι πως κάπου στον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν βιβλία που να μπορώ να τα διαβάσω μονάχα αν καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, έστω κι αν τελικά δεν τα διαβάσω ποτέ. Έστω κι αν δεν μπω ποτέ στον κόπο να το κάνω. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι υπάρχουν ακόμη συγγραφείς που τα έχουν όλα γραμμένα, καταλαβαίνεις; “Αυτό είναι το βιβλίο μου. Αν δεν σου αρέσει, μπορείς να πας να γαμηθείς, δεν με νοιάζει”. Μάλλον είμαι σαν τον πατέρα μου. Το έβαζε στα πόδια και έφτανε ένα, δυο χιλιόμετρα μακριά, αν έβλεπε κανένα σκληροτράχηλο τύπο να τον κυνηγάει με ρόπαλο στο χέρι. Όμως, του αρέσει να ξέρει ότι κάπου υπάρχουν τέτοιοι τύποι. Βλέπει τη σειρά Οι Σοπράνος. Θέλει να πιστεύει ότι υπάρχουν σκληροτράχηλοι τύποι. Θέλει να είναι αληθινοί. Έτσι κι εγώ με τα δύσκολα βιβλία. Ίσως να μην τα διαβάσω ποτέ και εκείνοι που τα γράφουν μάλλον ξέρουν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σαν εμένα, αλλά το γεγονός ότι επιμένουν να γράφουν τέτοια δύσκολα βιβλία είναι κάπως συγκινητικό, καταλαβαίνεις;»
«Δεν καταλαβαίνω γιατί σκέφτηκες ότι είμαι τέτοιου είδους συγγραφέας».
«Δεν είσαι ντυμένος όπως φαντάζομαι ότι θα ντυνόταν ένας συγγραφέας θρίλερ. Δεν έχεις καμία χειραποσκευή. Δεν θέλω να φανώ αγενής, αλλά δείχνεις σαν να κοιμήθηκες με τα ρούχα. Και έχεις αίμα στο μανικέτι του πουκαμίσου σου».

 

 

Άρης Μαραγκόπουλος