Όλυμπος.
Το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας.
Κορυφή του ο Μύτικας στα 2.918 μέτρα. Σχεδόν 3.000. Τρεις χιλιάδες παρά έξι εφτά μεζονέτες…
Κάποιον Αύγουστο, πολλά χρόνια πριν, καμιά δεκαπενταριά χαμογελαστά προσωπάκια προσκοπάκια-με τρεις ”μεγάλους” για συνοδεία – κίνησαν από τη Θεσσαλονίκη
για να κάνουν αυτό που πολλοί πίστευαν για αδύνατο. Για ακατόρθωτο. Για τρέλα. Δεκατετράχρονα και δεκαπεντάχρονα παιδιά να ανεβούν στον Μύτικα.
…”εδώ πέρυσι ανιχνευτές (=πρόσκοποι που πήραν προαγωγή με μοναδικό κριτήριο την ηλικία), πήγαν μέχρι το οροπέδιο των Μουσών. Είστε τρελοί;”…
Αλλά εμείς…
…”πάμε να φύγουμε
να πάμε μακριά
‘κει που δεν πάτησε
ανθρώπου πατησιά”…
έλεγε το τραγουδάκι μας, που στην αρχή της διαδρομής σιγοψιθυρίζαμε και δυνάμωναν η φωνή, η πίστη και η λαχτάρα μας, όσο ανεβαίναμε…
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Την προηγούμενη χρονιά, μερικοί ανιχνευτές από άλλο Σύστημα Προσκόπων της Θεσσαλονίκης, περπάτησαν στο οροπέδιο των Μουσών, αλλά δεν τόλμησαν.
Περιορίστηκαν να δούν τον Μύτικα, το Στεφάνι και τις άλλες κορυφές του Ολύμπου, από κάτω.
Επιστρέφοντας όμως, άρχισαν τις απαιτήσεις για το ”κατόρθωμα”. Ήταν, βλέπετε, από τα celebritiy Προσκοπικά Συστήματα και έπρεπε να τους προσέξουν.
Μέσα σε τυμπανοκρουσίες, απαιτούσαν από την Περιφεριακή Εφορεία Θεσσαλονίκης αρβυλάκια και όλο τον ορειβατικό εξοπλισμό.
Ολόκληρο ζήτημα στις αίθουσες συνεδριάσεων των εφόρων για να ικανοποιηθεί το αίτημα.
Τα ”πήρε” ο αρχηγός μας, κυρίως με τη διαβρωμένη νοοτροπία που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με βασικές αρχές του προσκοπικού πνεύματος.
Ο πρόσκοπος κάνει ό,τι κάνει πρόθυμα, με χαμόγελο και αυτοπεθοίθηση, χωρίς να δυσανασχετεί. Αθόρυβα, χωρίς να το επιδεικνύει, χωρίς να ζητάει ανταλλάγματα.
”Εμείς του χρόνου θα ανεβούμε στον Μύτικα και δεν ζητάμε τίποτε”, είπε στους υπόλοιπους βαθμοφόρους. Άλλοι γέλασαν. Άλλοι τον συμβούλεψαν να μη κάνει την τρέλα.
Όμως η ιστορία γράφεται αλλιώς. Από αυτούς που δεν λογαριάζουν κινδύνους, που δεν βασίζονται στα μέσα…
…και έγραψε, στα αρχεία του Ορειβατικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, ότι κάποιον Αύγουστο πολλά χρόνια πριν, μερικά δεκατετράχρονα και δεκαπεντάχρονα παιδιά (ίσως και κάποια μικρότερα,δεν θυμάμαι καλά), ανέβηκαν στον Μύτικα.
Μόνο με χέρια και με πόδια, σκαρφαλώνοντας γαντζωμένα στα απόκρυμνα βράχια, όπως η γουστερίτσα στον τοίχο, χωρίς να κοιτούν πίσω ή κάτω.
ΜΟΝΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΠΑΝΩ.
Και ανταμείφθηκαν απλόχερα. Από τη φύση.
Το προηγούμενο βράδυ είχε βρέξει, είχε καθαρίσει ο ορίζοντας και μπροστά μας, κάτω από τα πόδια μας απλωνόταν η μισή Ελλάδα.
Ποια μισή δηλαδή. Όλη. Την υπόλοιπη την φανταζόμασταν.
Ένας ζωντανός χάρτης που χαράχτηκε αναξήτηλα στη μνήμη μου, πολύ καλύτερος από όλους τους χάρτινους και ηλεκτρονικούς.
Όλοι οι ορεινοί όγκοι.
Πρώτα από όλα η…Σοφία Λόρεν!
Βλέποντας νότια, το ανάγλυφο από τα βουνά του Κάτω Ολύμπου – με πολύ φαντασία και φαντασίωση είναι η αλήθεια – δημιουργεί περίγραμμα γυναίκας ξαπλωμένης ανάσκελα με το αριστερό πόδι τεντωμένο και το δεξί διπλωμένο προς τα επάνω στο γόνατο. Ολόγυμνης φυσικά…
Πάμε όμως στην πραγματικότητα.
Ροδόπη, Φαλακρό, Παγγαίο, Μπέλες,Καϊμακτσαλάν, Βέρμιο, Γράμμος, Σμόλικας και όλη η κορυφογραμμή της Πίνδου, Όρθρυς και Πήλειο.
Ο Κίσσαβος και τα Πιέρια,να τα χαϊδέψεις.
Και όλο το Βόρειο Αιγαίο.
Ο Θερμαϊκός, ένα βήμα και κάνουμε βουτιά….”ρε σεις. Να και ο Λευκός Πύργος!”…είπε κάποιος…
…και ξεσπάσαμε σε τρανταχτά γέλια-εκεί στα τρεις χιλιάδες παρά μερικές μεζονέτες μέτρα-που υποχρέωσαν τον Δία να γαληνέψει. Να ξεχάσει για λίγο τις αμπιγέ υστερίες.
Η Χαλκιδική με τον κώνο του Άθω να δεσπόζει στο κέντρο του κάδρου.
Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Λήμνος, Αηστράτης, Βόρειες Σποράδες. Ακόμη και η Ψαθούρα.
Τέτοια διαύγεια.
Μα σ’ αυτούς ταιριάζει η διαύγεια. Στους γυμνούς. Σ’ αυτούς που δεν θέλουν να δείχνουν τίποτε, που δεν έχουν να κρύψουν τίποτε και όχι στα ιλλουστρασιόν περιτυλήγματα,τα ζελέ και τις μπριγιαντίνες.
Που αγαπούν, χαίρονται και σέβονται τη φύση. Τα ζώα και τους ανθρώπους και την πατρίδα τους. Με ανιδιοτέλεια.
Που να μπορούν να ζουν, να συναναστρέφονται, να ερωτεύονται με όσα χρειάζονται και όχι όσα απαιτούνται ή επιβάλλονται.
Να προσφέρουν χωρίς να απαιτούν. Να δημιουργούν περιστάσεις και όχι να υποτάσσονται σ’ αυτές. Να δείχνουν χωρίς να δείχνονται.
Με άβαφο, καθαρό μάτι.