iporta.gr

«Amica silentia noctis…» (Σιωπές αγαπημένες της νυχτιάς…), του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη

Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης  είναι Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ,  καθώς και του Kings College και Birkbeck Collegeτου Πανεπιστημίου τού Λονδίνου. 

Ήταν ήδη αργά, και τούτη, άλλη μια ακόμη, η νύχτα ολόσιωπη γύρω μου, μόνο το αχνό ψιθύρισμα του τυπωμένου χαρτιού όταν γύριζε μια σελίδα ακουγόταν. Το φως, κι αυτό σιωπηλό αλλά τόσο παρηγορητικά κοντινό μου. Η μια παράγραφος διαδεχόταν την άλλη, η μια σκέψη ακολουθούσε την άλλη στην επεξεργασία του κειμένου και την αφομοίωση των νοημάτων. Τόση σιωπή γεμάτη λέξεις και προτάσεις και ένταση προσήλωσης του βλέμματος, υπερδιέγερση διανοητική, και συνειρμικές συνδηλώσεις στοχασμών πέρα από το κείμενο…

Όλο και βάθαινε η νύχτα, μέσα στη μοναχικότητα της ανάγνωσης. Μα, κάποια στιγμή, σαν από ένστικτη αντίδραση της ψυχής που αγαπά τη μοναξιά, αλλά σηκώνει θυμωμένη και αδάμαστη κεφάλι στην ανελευθερία, και μήτε υποτάσσεται στη σκληρότητα των καιρών, μήτε και στα κελεύσματα και τις επίβουλες βουλήσεις των ανθρώπων, έφερε στο νου μου τους αθάνατους στίχους του μεγάλου Ταξιδευτή της ζωής και της γραφής: «Μα τον αφέντην Ήλιο, ορκίζουμαι, και την κερα-Φεγγάρω,/ ψευτόνειρό ’ναι τα γεράματα και φαντασιά ’ναι ο χάρος·/ όλα ’ναι της ψυχής καμώματα και του μυαλού παιχνίδια,/ όλα αλαφρό μελτέμι που φυσάει και τα μελίγγια ανοίγουν·/ τ’ όνειρο απάλαφρα ονειρεύτηκε κι έγινε ο κόσμος τούτος./»

Είχα σηκώσει το βλέμμα από το βιβλίο που κρατούσα. Καλή ’ναι η μοναξιά, το ήξερα, μα να ’ναι άνοιξη μεστή, να γέμει η νύχτα την ευωδιά κάποιων λουλουδιών και τη δροσιά της θαλασσινής ανάσας, να ’σαι καθισμένος κάτω απ’ τ’ αστέρια σ’ ένα ακροθαλάσσι της Κρήτης, και ν’ αναπνές με λαχτάρα σαν για πρώτη φορά την αρμυρή, υγρήν αύρα, ν’ ακούς τον αλαφρό κυματισμό του νερού που λάμπει κάτω από το φως της σελήνης, αυτή είναι η ευτυχία η πραγματικά αντάξια του λεύτερου ανθρώπου. «Όλα αλαφρό μελτέμι που φυσά…».

Πάντα μοιάζουν τόσο μακρινές οι νύχτες που σε αξίωσαν να δεις πώς το όνειρο έπλασε τον κόσμο τούτον.

Πόσοι περιγελούν, μέσα στη μικρόψυχη σιγουριά τους, τέτοιες στιγμές, τέτοια σκιρτήματα. Μήτε θεός υπάρχει μήτε άνθρωπος μπρος στην αγκαθερή και φυλακισμένη ζωούλα του φοβισμένου Εγώ τους. Κι αν είναι όλα μια φαντασμαγορία του Τίποτα; Ποιος είναι αληθινά ο πιο ελεύθερος μέσα στην άηχη άβυσσο; Υπάρχει ελευθερία; Διαλέγεις ανάμεσα στο τίποτα και στο όνειρο. Κι ας μην υπάρχει επιλογή. Σηκώνεις μέσα σου επανάσταση και λες, «δεν με νοιάζει. Δεν υποτάσσομαι, δεν υπογράφω!» Κάπως έτσι πέφτει ο σπόρος από ψυχή σε ψυχή και γίνεται το όνειρο, αλήθεια ζωής.

Ένας μεγάλος στοχαστής των λέξεων, ασυμβίβαστος απέναντι στις ποταπές και χυδαίες μικρότητες της εποχής του και στα ήθη των υπηρετών της, πιστός μέχρι αυτοθυσίας στην ελευθερία και την τέχνη του, έγραψε κάποτε: «Όλοι ζούμε μέσα στο βρωμερό κάτεργο, όμως κάποιοι από μας έχουμε το βλέμμα στραμμένο προς τα άστρα». Γι’ αυτό και η ψυχή του αληθινού του ανθρώπου μένει πάντα δοσμένη στην πίστη της στο όνειρο.

Άλλος τρόπος να κάνεις το σκοτάδι φως, δεν υπάρχει.

28 Απριλίου ’20.