iporta.gr

Αυτός ο φονιάς δεν ήταν Δωδεκανήσιος…, του Μανώλη Δημελλά

 

 

 

 

 

 

 

 

Μανώλης Δημελλάς 

 

 

 

Ασφάλισε με δυο μάνταλα τη ξύλινη πόρτα και έμεινε μονάχος στο δωμάτιο του σκάφους. Η θάλασσα είχε ξεχαστεί και θύμιζε στεριά και μάλιστα σκεπασμένη από καλή άσφαλτο.

Κοίταξε το φινιστρίνι και πίσω από τα ξερά αλάτια ξεχώριζε το ήσυχο λιμάνι της Ρόδου, δεν φαινόταν καμιά σκιά, καμιά ύποπτη φιγούρα, έτσι αναστέναξε ευχαριστημένος. Την αγαπούσε τη Ρόδο, δεν ήξερε γιατί, αλλά τη λάτρευε, έμοιαζε να είχε βγει κατευθείαν μέσα από τα σπλάχνα της.

Ξεκούμπωσε τα κουμπιά της πουκαμίσας αργά και νωχελικά, η σκέψη του έτρεχε στο γάμο που ήταν καλεσμένος. Ως πότε πια θα κρυβόταν, τώρα είχε πάρει και ταυτότητα, το ιταλικό πασαπόρτο.

Είχε κάνει και φίλους, μια νέα ζωή ανοιγόταν μπροστά του και κανένας δεν γνώριζε για το βρώμικο, αιματοβαμμένο παρελθόν του.

Μόνο κάτι σιχαμερά φαντάσματα, οι νυχτερίδες των ονείρων του, γεννούσαν εκείνες τις άγριες ημικρανίες που πότε-πότε του πέθαιναν όλο το είναι. Βλέπεις το άδικο αίμα και οι ψυχές που είχε θάψει δεν ξεχνούσαν και εκείνος τις τύλιγε και τις ζάλιζε μέσα στους καπνούς του.

Τελικά ξεντύθηκε και προτίμησε να περάσει στο σκάφος του κι αυτή τη νύχτα. Δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια, ένας τριγμός, δίχως φωνήεντα, μάλλον από κάποια ταλαίπωρα ρέλια, τον έκαμε να τινάξει ασυναίσθητα το αριστερό χέρι. Πριν καν ανοίξει τα μάτια είχε πιάσει το όπλο του και σημάδευε την πόρτα.

Ρε άϊ στο διάολο, φώναξε σα να μιλούσε σε κάποιον υπηρέτη του και γύρισε πλευρό, με το γεμάτο πιστόλι σφιγμένο πάντα μέσα στη στεγνή παλάμη του.

Κάπως έτσι περνούσε τις νυχτιές ο φονιάς Πέτρος Σερβετάς ή Απόστολος Στράης ή Κατσάκος. Από το 1929, ίσως και λίγο νωρίτερα, είχε διαλέξει τα Ιταλικά Δωδεκάνησα για να αλλάξει ζωή και ταυτότητα και ο μπαγάσας τα κατάφερνε μια χαρά!

Πρόσωπο και χαρακτήρα δεν άλλαξε, αλλά αυτό δε γινόταν τότε, ούτε όμως και ήταν απαραίτητο, αφού με το κλεμμένο κομπόδεμα μπορούσε να χτίσει κοινωνική επιφάνεια και να ταΐσει αρκετούς, για να έχουν να λένε για κείνον τσουβάλια από καλές κουβέντες.

Έτσι περνούσε για καπετάνιος, ένας τίμιος καραβοκύρης, που έκανε τα κοντραμπάντα του και τις παρανομίες του. Μάλλον ξέπλενε και ξεκοκάλιζε τα κλεμμένα ξένα χρήματα που είχε κουβαλήσει από την Ελλάδα.

Το παρελθόν του ήταν τόσο βρώμικο που δεν θα μπορούσε να το ξεπλύνει ούτε ολάκερο το Αιγαίο και παρόλα αυτά οι ανυποψίαστοι Ιταλοί καραμπινιέροι του έβγαζαν το καπέλο!

Μεσαίου αναστήματος, ξανθός, μουστακαλής και με ένα βλέμμα που έμοιαζε με τρύπημα χοντρής σακοράφας. Έτσι ήταν ο Πέτρος και ποτέ δεν έλεγε πολλές κουβέντες. Έδειχνε, έκανε νόημα με τα μάτια και γύρναγε απότομα την πλάτη. Την επόμενη στιγμή, αν δεν είχε περάσει το δικό του, όλη η πλάση άλλαζε, σκοτείνιαζαν όλα τριγύρω του.

 

Όταν έφτασε το Σάββατο του ροδίτικου γάμου, που ήταν κι εκείνος καλεσμένος, τότε πια δεν κρατιόταν. Πρώτα βρήκε μια πιο καλή θέση, και από τα αξημέρωτα έβαλε τους ναύτες πρώτα να γυαλίσουν το σκάφος, έπειτα να το λύσουν και να το δέσουν παραπέρα, εκεί που θα φαινόταν καλύτερα στους περαστικούς. Φόρεσε το ναυτικό καπέλο, ύστερα βγήκε και ψώνισε ότι πιο όμορφο βρήκε στα εμπορικά και κατέληξε σε ένα μπαρμπέρικο για το καθιερωμένο κόντρα ξύρισμα και για μια λεπτή περιποίηση στο τσιγκελωτό μουστάκι του. Ένας σαραντάρης που δεν θα τον έλεγες και όμορφο, μα σα να θελε κι αυτός κάτι παραπάνω, μια λιγομίλητη σύντροφο και ήταν η ώρα του για απογόνους, τρομάρα του, σκέψου λέει να έπαιρναν προίκα τα “ταλέντα” του.

Όχι, δεν έλεγε κουβέντες, αλλά ένας έμπειρος θα έπαιρνε γραμμή τις προθέσεις αυτού του περίεργα αδυσώπητου στεριανού τύπου.

Ο ροδίτικος γάμος είχε μεγάλο σουξέ, ο γαμπρός ήταν χωροφύλακας διορισμένος στην Αθήνα και μετά τα στέφανα θα έπαιρνε τη νόμιμη πια γυναικούλα του στη πρωτεύουσα της Ελλάδας.

Στο μεγάλο τραπέζι, ακριβώς μπροστά από τα όργανα, πρώτη μούρη ήταν κι ο καλεσμένος καραβοκύρης Πέτρος Σερβετάς, όλο και κυάλιαρε καμμιά μικρούλα τσαπερδόνα, αλλά κρατούσε τη θέση του και το έπαιζε κύριος της υψηλής κοινωνίας.

Η μουσική, το γλέντι κι ο χορός κρατούσε μέχρι το ξημέρωμα, σχεδόν όλοι ήταν ζαλισμένοι από το ροδίτικο κρασί, μόνον ο δήθεν καπετάνιος είχε προφασισθεί στομαχόπονο, έπλεκε και άναβε ολόστεγνα τα σέρτικα τσιγάρα. Για μια στιγμή ο γαμπρός έκοψε από το χορό, παραπάτησε και έπεσε πάνω στον καπετάνιο. Ζήτησε με γλωσσοδέτες από το μεθύσι μια συγνώμη, μα έμεινε να τον κοιτά βαθιά μέσα στα μάτια γεμάτος απορία.

-Μήπως έχουμε γνωριστεί καπετάνιε; μα που είμασταν εμείς οι δυο παρέα;

Ο μεθυσμένος γαμπρός ήταν επίμονος, αλλά ο Πέτρος χαμογέλασε και αφού ξεκόλησε το μισοσβησμένο τσιγάρο από τα χείλη, έγνεψε προς το λιμάνι, και είπε αόριστα πως έναν καπετάνιο θα τον δεις μονάχα τριγύρω από τη θάλασσα.
Ο γαμπρός χαμογέλασε σα μεθυσμένος παπαγάλος και συμφώνησε με το κεφάλι να γυρίζει σα τη σβούρα και απομακρύνθηκε ενώ παράπεφτε στους επίσης ζαλισμένους καλεσμένους του.

Δεν είπε τίποτε αλλά ήταν το πρώτο ταξίδι του στη Ρόδο, αφού ναι μεν είχε τη Δωδεκανησιακή καταγωγή, αλλά ήταν γεννημένος και θρεμμένος στην Αθήνα. Κι όμως μόλις ανέβηκε στην υπηρεσία του άρχισε να σκαλίζει βιβλία με φωτογραφίες φυγάδων, δεν μπορεί κάπου είχε ξαναδεί αυτά τα μούτρα. Όσο δεν έβγαζε άκρη τόσο πιο πολύ παθιαζόταν, αλλά και στη Ρόδο για τον φάλσο καραβοκύρη και πρώην δολοφόνο οι επισκέψεις των άδικα δολοφονημένων φαντασμάτων είχαν παραγίνει.

Κάθε βράδυ ερχόταν για επίσκεψη το φάντασμα εκείνου του άμοιρου Λαρισαίου κτηματία, του Καρούσου. Η σπείρα του Σερβετά τον είχε απαγάγει και ενώ είχαν πάρει τα λύτρα, τις 500.000 δραχμές από τη γυναίκα του, δεν κόλλωσαν και του φύτεψαν μια σφαίρα από ένα μάνλιχερ στο μέτωπο, ενώ κοιμόταν πάνω στις πέτρες μιας στενής σπηλιάς που τον κρατούσαν φυλακισμένο. Βλέπεις κατά λάθος είχε δει κάποιους από τους εγκληματίες, που ήταν γνωστοί κάτοικοι της περιοχή και φοβήθηκαν ότι θα τους μαρτυρούσε. Και δεν ήταν το μοναδικό παιγνίδι του μυαλού του, ήταν και εκείνος ο δύστυχος Κοκκίνης, εκείνος ο χρηματομεσίτης που έφαγαν μπαμπέσικα μια νύχτα στο Γαλάτσι για να του αρπάξουν έναν χαρτοφύλακα με 7.852 δραχμές!

Άδικος ο κόπος και το ξεροστάλιασμα των παρακολουθήσεων, αλλά η ομάδα του Σερβετά θαρρούσε ότι η υπόθεση είχε γερή κονόμα και θα έβγαζαν τα σπασμένα από τη δερμάτινη τσάντα που έσφιγγε πάνω του το θύμα σα να ήταν γεμάτη από διαμάντια. Κι αυτόν, με μια σφαίρα στο κεφάλι, αυτά τα καθάρματα τον ξέκαναν!

Δεν ήταν οι μόνοι νυχτερινοί επισκέπτες στον ύπνο και στον ξύπνιο του ψευτοκαπετάνιου, αυτούς τους αναγνώριζε από μακριά, αφού τα κρανία αυτών των φαντασμάτων είχαν από μια μεγάλη τρύπα και έχασκαν όπως τα ανοιγμένα καρπούζια.

Στην Αθήνα ο αστυνομικός δεν καθόταν φρόνημα, λες και τρύπαγαν με πρόκες τον πισινό του! Μέχρι που έπεσε πάνω σε μια παλιά φωτογραφία του καραβοκύρη που είχε συναντήσει στη Ρόδο.

Το πουλάκι δεν ήταν λωποδυτάκος, ήταν ένας στυγνός δολοφόνος βγαλμένος μέσα από τα περίφημα τάγματα της “Δημοκρατικής φρουράς” των Ζέρβα-Ντερτιλή.

Τα τάγματα αυτά ήταν για την προστασία του δικτατορικού καθεστώτος που είχε επιβάλει ο Πάγκαλος στο όνομα της…Δημοκρατίας. Μάλιστα κάπου γράφτηκε στον τύπο της εποχής ότι ο Πέτρος Σερβετάς, ο ψευτοθαλασσινός αφού ήταν από την Άρτα, είχε σκοπό να καθαρίσει τον Πλαστήρα σε μια επίσκεψη του στη Καρδίτσα, αλλά η επιχείρηση απέτυχε και έφυγε με το όπλο παγωμένο. Ποιος να ξέρει πόσους θα είχε ξεπαστρέψει. Τον Αύγουστο του 1926 αυτά τα περίφημα Τάγματα, με την ενεργό συμμετοχή του φρούραρχου Ζέρβα, συμμετείχαν στο κίνημα του Κονδύλη που ανέτρεψε τον Πάγκαλο. Αμέσως μετά την επικράτησή του, ο Κονδύλης απαίτησε την διάλυση των Ταγμάτων προκειμένου να μειωθεί δραστικά η ισχύς των Ζέρβα και Ντερτιλή. Οι δύο διοικητές των Ταγμάτων δεν υπάκουσαν και κινήθηκαν επιθετικά με τις μονάδες τους, μεταξύ τους φαίνεται πως ήταν και ο Πέτρος Σερβετάς, για κατάληψη του Υπουργείου Στρατιωτικών. Οι πιστές μονάδες στην κυβέρνηση του Κονδύλη αντέδρασαν και έγινε μια σφοδρή συμπλοκή στην περιοχή του Χίλτον. Τα Τάγματα Δημοκρατικής Φρουράς διαλύθηκαν και τα πρωτοπαλίκαρα Ζέρβας και Ντερτιλής συνελήφθησαν. Δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά, αλλά αποφυλακίστηκαν χάρη στην αμνηστία που έδωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία το 1928.

Αυτά ήταν στο πιο μακρινό παρελθόν του Πέτρου Σερβετά, τα “σπουδαία καλιμέντα” του και η “προκοπή” ήρθε λίγο αργότερα όταν ξεκίνησε τις προσωπικές επιχειρήσεις!

Η υπόθεση του Λαρισαίου μεγαλοκτηματία συντάραξε το πανελλήνιο. Τον απήγαγαν, πήραν τα λεφτά και μέσα στον ύπνο του τον καθάρισαν και όταν τους έπιασαν έκαμαν τους ανήξερους! Αλλά για κακή τους τύχη η γυναίκα ενός από τους κακοποιούς ήταν μωρομάνα και ο διοικητής της χωροφυλακής της πήρε το παιδί.

Τέσσερις μέρες αργότερα η κρατούμενη είχε αφόρητους πόνους στα στήθια της, το γάλα την πίεζε, πονούσε δεν άντεξε και έσπασε. Αφού ήρθε γιατρός και της τράβηξε το γάλα μαρτύρησε όλη την ιστορία και έτσι βρέθηκαν έξι κατηγορούμενοι μπλεγμένοι στον αποτρόπαιο φόνο.

Η κατάληξη ήταν να τουφεκίσουν τον άντρα της και άλλον έναν συνεργό, ενώ τα αποσπάσματα κυνηγούσαν τον επικηρυγμένο Σερβετά.

Αλλά και μια ακόμη πολύκροτη υπόθεση, η δολοφονία του χρηματομεσίτη Κοκκίνη, άφησε άναυδο τον ροδίτη αστυνομικό που ερευνούσε εντελώς τυχαία την ιστορία. Αφού τον σκότωσαν πισώπλατα και μοίρασαν τα χρήματα του, οι κακοποιοί βρέθηκαν κυνηγημένοι από την αστυνομία. Και έτσι πήραν μια απόφαση που τους ξελάσπωσε!

 

Δολοφόνησαν τον υπαρχηγό της επιχείρησης. Αρχηγός ο γνωστός μας Σερβετάς και υπαρχηγός ήταν κάποιος Καρατζάς, και οι δυό ήταν ήδη καταδικασμένοι δυο φορές σε θάνατο από το κακουργιοδικείο της Άμφισσας. Το καλοσκέφτηκαν και αποφάσισαν μια ψυχή που είναι να βγει να γίνει στα γρήγορα και να την διαλέξουν εκείνοι. ‘Έτσι η συμμορία σκότωσε ένα μέλος της ομάδας, τον Καρατζά, και απαλλάχθηκε βάση νόμου από το κυνηγητό!

Από τότε ο Σερβετάς άλλαξε γειτονιά, τράβηξε για τα Δωδεκάνησα και στην αρχή εγκαταστάθηκε στην Κάλυμνο. Εκεί αγόρασε ένα καΐκι και ξεκίνησε μια νέα θαλασσινή καριέρα, έγινε καραβοκύρης!

Τελικά δεν ήταν τυχερός, αν και κρύφτηκε από τους ανυποψίαστους και φιλόξενους Δωδεκανήσιους και με τα κλοπιμαία κατάφερε να κερδίσει λίγους πόντους μπόι, δεν κατάφερε να γλυτώσει από τη μοίρα του.

Το ραντεβού στον Ροδίτικο γάμο, το καλοκαίρι του 1931, ήταν αναπόφευκτο. Ο γαμπρός ήταν αστυνομικός και μάλιστα είχε πάθος για τη δουλειά του και μύτη λαγωνικού, έτσι κινητοποίησε όλη την αστυνομική διεύθυνση Αθηνών και έπειτα τη Ρόδο και τελικά έστειλαν τους Ιταλούς καραμπινιέρους. Αυτοί, αν και στη αρχή δεν ξυπνούσαν με τίποτα, τελικά συνέλαβαν και έκδωσαν στην Ελλάδα τον αδίστακτο δολοφόνο. Ήταν ήδη καταδικασμένος σε θάνατο και μεταφέρθηκε στις φυλακές Επταπύργου για να περάσει μια ακόμη δίκη στο Βόλο.

Ο Σερβετάς ή Στράης ή Κατσάκος είχε μια ζωή που έπλεε πάνω στο ξένο αίμα, ξεγλίστραγε σα χέλι από το εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά τελικά δεν κατάφερε να εξαγνιστεί από την αρμύρα και να γίνει ένα παιδί της θάλασσας…