iporta.gr

Αυτή τη μέρα, του Κώστα Χατζηαντωνίου

Κώστας Χατζηαντωνίου

Κάτι ιερό κυμάτιζε πάντα μες στο σπίτι. Έξω έβρεχε. Ο πατέρας σκάλιζε τη φωτιά και θυμόταν. «Ενάτη μεραρχία, ένατος άλφα συνοριακός τομέας και έβδομος λόχος προκαλύψεως, στο Χιονάτο. Όλα ήταν έτοιμα. Συρματοπλέγματα τριών πασσάλων μετ’ εξωτερικής ποδιάς, ναρκοπέδια και χαρακώματα ορθίως βάλλοντος, σκέπαστρα αντοχής, υπονομεύσεις των αμαξιτών. Εμείς περίπολα στα υψώματα του Δέρβενου, στην Ιεροπηγή και στη Διποταμιά, ως το Πολυάνεμο και την Αγία Κυριακή».

Το βλέμμα του θάμπωνε σαν τότε στο χιονόνερο, στυλωμένο απέναντι, στο Τρέστενικ. Αποβραδίς το νοτισμένο αγέρι έφερνε μυρωδιές καταιγίδας. Στο βάθος οι σκοτεινοί βράχοι στέκονταν σα σκοποί και υγρές ριπές χτυπούσαν το πρόσωπο. Όταν άρχισαν τα πολυβόλα και τα κανόνια αξημέρωτα, η σκέψη του θα έπαυε πια να κλωθογυρίζει στη μακρινή πατρίδα απ’ όπου τους είχαν εξορίσει οι φασίστες.

Χαλάζι μαύρο, πυρωμένο σίδερο. Αντέξανε. Και λίγες μέρες μετά σηκώθηκαν και πήραν το δρόμο για το βορρά. Μπίγλιστα, Δεβόλης, Χότσιστα. Κοφτή αναπνοή και αναρρίχηση, χιονισμένες γιδόστρατες, στενά περάσματα του Ιβάν, έφοδος στον ουρανό ν’ ανοίξει ο αμαξιτός για την Κορυτσά. Ήταν πάντα η πιο δύσκολη ώρα της αφήγησης, όταν ο πατέρας θυμόταν την είσοδο στην Κορυτσά. Ανάσαινε βαθιά και άρχιζε να λέει πώς φτάσανε μελανιασμένοι, με το ψιλόχιονο σαν λύχνισμα και την αντιβουή του βοριά, μέσα στο δειλινό λιβάνι. Στις άκρες του δρόμου χτιστά οδοφράγματα, ξεχαρβαλωμένα φορτηγά, πεταμένα όπλα, πυροσωλήνες, κάσες πυρομαχικά, ρολά συρματοπλέγματα, κουβέρτες, καπέλα, ζωντανά, εφόδια. Οι Αλβανοί χάζευαν, πλιατσικολόγοι γυρόφερναν. Στους τοίχους φασιστικά συνθήματα, εικόνες του Ντούτσε και οι ανακοινώσεις της διοίκησης. Τρούλοι, μιναρέδες και φεγγερά ανώγια με πολλά παράθυρα. Η γαλανόλευκη κυμάτιζε. Τα γραμμόφωνα ξέχυναν εμβατήρια. Τα σπίτια άνοιγαν για ρακή και κάστανα. Τα κλαρίνα είχανε κιόλας πιάσει να γιορτάζουν την τρίτη απελευθέρωση. Ένα κερί στον Άη Γιώργη και πάλι μπροστά, μέχρι τη μέρα που θα ερχόταν η διαταγή της υποχώρησης. Η μέρα που άρχιζε πάντα τόσο περήφανα θα τελείωνε πικρά. Έξω πάντα έβρεχε.