iporta.gr

Κωστής Α. Μακρής: «Αγαπάτε αλλήλους», είπε…

 

Μετά από κάθε γιορτή μένουν η κούραση, τα σκουπίδια και οι μυρωδιές τους. Μυρωδιές από προετοιμασίες και τροφές περισσότερες απ’ όσες είχαν ανάγκη οι καλεσμένοι, από λουλούδια περισσότερα απ’ όσα χρειάζονταν, από λόγια που ειπώθηκαν χωρίς να χρειάζεται, από χάδια που δεν δόθηκαν.

Δεν είναι όμως πάντα ευχάριστες οι μυρωδιές αυτές. Μπόχα είναι, μετά από λίγο. Μπόχα είναι και τα παχιά, ιδρωμένα και ξινά λόγια. Μυρωδιές καλές έχουν οι ανθισμένες νεραντζιές, οι πασχαλιές και τα παιδικά χρόνια που ζουν κι αναπνέουν μέσα μας σε κάθε ηλικία. 

Μετά από κάθε γιορτή, αφού φύγουν οι μυρωδιές και τα σκουπίδια, μένει η μνήμη. Η γιορτή ολοκληρώνεται όταν πια περάσει στη μνήμη. Και, για ό,τι αξίζει να σωθεί, η μνήμη θα φυλάξει χώρο.

Θα σωθούν και κάποιες μυρωδιές, που σαν τον κούκο θα ξεπορτίζουν από τη μνήμη για να επισημάνουν μια καλήν ώρα. Μυρωδιές από τα παιδικά χρόνια, μυρωδιές από βιβλία, από παιχνίδια, από αγκαλιές, από κεφτέδες και τσουρέκια, από κασέλες με παλιές δαντέλες, ρούχα με λεβάντα στην ντουλάπα, λεκάνες με καθαρά φρεσκοπλυμένα σεντόνια από το πλυντήριο, βρεγμένο μάλλινο ύφασμα που βρομάει σαν… Σαν βρεγμένο σκυλί… 

Σκυλί. Το είπα, και να το, φάνηκε. Το σκυλί μου, το αγαπημένο. Σοφό μου σκυλί, που με πάλευες ανάερα και απαλά ανάμεσα στις ψηλές μαργαρίτες, σαν να ’ξερες μέχρι πού φτάνουνε τα δόντια σου, στην καρδιά μου μέσα φτάνανε, αλλά λίγο πιο πριν, το άνοιγες το στόμα. Μην τύχει και ματώσω ανεπανόρθωτα και φοβηθώ τόσο που να μην μπορώ μετά να αγαπήσω σκυλί, άνθρωπο, πεύκο, μαργαρίτα ή γιούκα. Στα χορτάρια, στη βροχή, στον ήλιο, να κυλιέμαι με σώμα δικό μου, με ασυνείδητο ακόμα το δέσιμό μου με άλλα σώματα. Σκυλιά, ανθρώπους, ζώα και δέντρα. Θα αργούσαν οι δικές μου αγαπημένες δαγκωματιές. Κι εγώ, μαθημένος από δαγκωματιές-φιλιά, θα μπορούσα να δώσω τις δικές μου δαγκωματιές φιλιά, αργότερα, ανάμεσα σε…

Ανάμεσα. Ανάμεσα σε τι; Πάντα ανάμεσα είναι τα φιλιά. Δεν είναι επί, δεν είναι κατά. Ούτε διά. Είναι μέσα και ανά και συν! Είναι μεταξύ… Και ξανά. Αναλογίζομαι, αναπολώ, αναρριχώμαι, αναβιβάζω, αναθέτω στο σώμα μου, στη μούρη μου, στα χέρια μου, στη σκέψη μου να με αναγγείλουν στους άλλους, να ανατρέξω τις μεταξύ μας αποστάσεις και να φτάσω στο άλλο και ξανά πίσω σε μένα και ξανά στους άλλους. Στους άλλους… Οι άλλοι! Τι αστείο που είναι αυτοί «οι άλλοι». Κι όταν «πρέπει» κιόλας να τους αγαπάμε.

«Αγαπάτε αλλήλους», είπε. Και τους άλλους; Μάλλον, εννοούσε και όλους τους άλλους. Συγγενείς, γνωστούς και ξένους. Ίσως και τα ζώα, και τα δέντρα. Που ζουν μαζί μου, κοντά μου και μακριά μου. Που με βλέπουν ή δεν με βλέπουν, που λένε ή σωπαίνουν για μένα, που νιώθουν για μένα, σκέφτονται για μένα και μου επιβάλλουν την παρουσία τους, μου δείχνουν το αθέατο αλλά και το προφανές, που με παίζουν και με εμπαίζουν, που με λιάζουν και με συννεφιάζουν, που με κλείνουνε σε παιδικές χαρές αλλά και σε πηχτούς δύσοσμους μελανοσωρείτες, άδειους από λυτρωτικές βροχές. 

Αλλά εκεί εγώ. Ήλιος μου αυτόφωτος, εγώ ―το παιδί που θυμάται―, μόνος κι έρημος στην εορταστική συννεφιά μου, να φωτίζω τα σκοτάδια μου από μέσα. Μην τυχόν και με πάρουνε χαμπάρι και ανασηκωθεί το μοσχομυριστό σεντόνι και η μάλλινη αγκυλωτή ―λέξη-σβάστικα!― κουβέρτα, που μυρίζει πλαστικά παιχνιδάκια και καμφορά, και φανεί το δράμα που κρυφά παίζω με τον κόσμο ολόκληρο στα χέρια μου και στα πόδια μου. Μικρός κόσμος, διαχειρίσιμος, με μικρές στέρεες λαβές, στα μέτρα μου. Να μπορώ να του μιλάω κρυφά. Να μπορώ να τον πιάνω και να τον σηκώνω χωρίς να φοβάμαι το ανεπανόρθωτο. Σαν κατσαρολάκι με γάλα βραστό και πέτσα, σαν κύπελο με το νερό της δίψας. Να γίνω ο Θεός, ο Σούπερμαν, ο Κουταλιανός. Να τον πάρω και να τον σηκώσω και να τον αναποδογυρίσω, ολόκληρο τον κόσμο, σαν κασόνι με παιχνίδια. 

Και μετά, στο άλλο κασόνι, εκείνο με τις μνήμες και τις γνώσεις, να αρχίσω το ξεκαθάρισμα. Σαν να ήταν η κούτα με τα παλιά παιχνίδια και τα μπιχλιμπίδια με τις ετικέτες των χρονολογιών που χάθηκαν. «Αυτό το θέλω; Δεν το θέλω. Κι αυτό; Αυτό το θέλω. Θα το φυλάξω.»

Και μετά, πέταμα. Στην ανακύκλωση τα άχρηστα, τα περιττά. Και μετά από το ξεκαθάρισμα, να έρθει το πέταγμα. Ψηλά, μακριά να πετάξω. Μπορείς; Και βέβαια μπορώ. «Αγαπάτε αλλήλους» είπε… Κι αυτό ήταν που έλαμπε πιο πολύ απ’ όλα μέσα σε όλες τις κούτες.

Να πετάω, ναι, να πετάω αλλά να μην μακραίνω πιο πολύ απ’ όσο χρειάζεται. Όσο κι όποτε μπορώ. Σε οικογένεια και φίλους. Στα λιοντάρια και στους γορίλες και στα ασπρόμαυρα πάντα. Στις πλημμύρες, πάνω από τα μπαομπάμπ τα δυσφημισμένα και μέσα στις όμορφες τριανταφυλλιές. Στις αλεπούδες και στα φίδια. Μαζί με τους υψιπετείς κόνδορες να πετάξω, μαζί με τα «Τέκνα του Πλοιάρχου Γκραντ». 

Φορώντας κι εγώ τα καινούρια πεδιλάκια των εγγονιών της θεια Αχτίτσας να ανέβω στις Άνδεις, εκεί που οι συχνοί σεισμοί διορθώνουν τη στάση μας απέναντι στα βουνά και στη θάλασσα. Εκεί. Στα ταξίδια και στις αθάνατες γιορτές τής μνήμης και όλων των Ανοίξεών μας. Μαζί με τον «Μάγκα» της Π. Δέλτα, τον Πλούτωνα, από την «Ιστορία σκύλου» του Εμμ. Ροΐδη και τον «Ασπροδόντη» του Τζακ Λόντον. Μαζί με τον «Τριγωνοψαρούλη» του Βαγγέλη Ηλιόπουλου, τον γάτο «Κόμπο» της Άννας Κοντολέων και τον «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ. Μαζί με τον «Μόγλη» και την Κοτίκ, την «Άσπρη φώκια», του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Μαζί με την Νταϊάν Φόσεϊ και τους αγαπημένους της γορίλες.

Μαζί κι εγώ, συντροφευμένος από τις πέντε γάτες μου κι από πολλούς φίλους και ξένους. Εκεί που οι μνήμη κρατάει τις όμορφες μυρωδιές και μαθαίνει να φυλάγεται από τις άσχημες. Εκεί που κανένας, άνθρωπος, γορίλας ή γιούκα, δεν κινδυνεύει με σταύρωση.

Γιατί πάντα, μετά από κάθε Χειμώνα, έρχεται η Μεγάλη Γιορτή της Άνοιξης.

 29 Απριλίου 2013

 
Το βιβλίο του Κωστή Α. Μακρή “Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες”κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ. 
 
 Κωστής Α. Μακρής
 
επικοινωνείστε: kostimak@otenet.gr