iporta.gr

Βιβλίο: πώς συστήνεις (άψογα) τον πρωταγωνιστή σε (αστυνομικό) μυθιστόρημα- Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ.

Tα αστυνομικά συνοδεύουν κατά κανόνα τη ραστώνη του καλοκαιριού, των διακοπών, της παραλίας. Ορισμένα καταφέρνουν και κρατάνε με άψογο τρόπο το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη κιόλας σελίδα. Δείτε, για παράδειγμα, πώς ο Πίτερ Τέμπλ, μετρ του είδους, εισάγει τον πρωταγωνιστή στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος Στη Διαβολεμένη Μέρα αλλά και πώς, ταυτόχρονα, κάνοντας αυτό δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες στον αναγνώστη για τον τόπο, τον χρόνο, την εποχή, την ατμόσφαιρα, προετοιμάζοντάς τον έτσι για ό,τι θα επακολουθήσει. Και αυτό που επακολουθεί είναι αντάξιο αυτών των πρώτων μαστορικά σχεδιασμένων σελίδων…

“Ο Νίμαντ επέστρεψε στις 2 μ.μ., γδύθηκε, φόρεσε σορτσάκι, πήγε στο άδειο δωμάτιο, έκανε το συνηθισμένο πρόγραμμα με τα βάρη και στη συνέχεια διάδρομο για μια ώρα. Σιχαινόταν τον διάδρομο, έπρεπε να το βάζει πείσμα για να τον υπομένει, άδειαζε από σκέψεις. Συνήθως τρέχει κανείς εκτός σπιτιού. Όμως το εκτός σπιτιού σήμαινε μπελάδες, όπως για παράδειγμα όταν του επιτέθηκαν τρεις τύποι, ο ένας από αυτούς με ένα καδρόνι γεμάτο καρφιά. Οι μπελάδες αφορούσαν και τις δύο πλευρές: είχε ξαποστείλει κάμποσους απ’όσους του είχαν επιτεθεί, με συνοπτικές διαδικασίες.


Και πάλι, δεν γινόταν να περάσεις στην υπνωτική κατάστασηπου συνόδευε το τρέξιμο όταν αναγκαζόσουν να σταματήσεις για νατσακωθείς και να σκοτώσεις. Έτσι, δυστυχώς, είχε εγκαταλείψει τοτρέξιμο εκτός σπιτιού.

Στον Νίμαντ δεν άρεσε να σκοτώνει. Σε κάποιους άρεσε. Τονπρώτο καιρό στην πεδιάδα του Ζαμβέζη, κι αργότερα στη Μοζαμβίκη και στην Αγκόλα και στη Σιέρα Λεόνε και σε άλλα μέρη, είχεδει ανθρώπους σε κατάσταση αμόκ να σκοτώνουν, να ρίχνουν αδιακρίτως σε νέους, γέρους, γυναίκες, άντρες, να ρίχνουν σε κότες καισκυλιά και γελάδια και γουρούνια και κατσίκες.

Ως επικεφαλής είχε αντιμετωπίσει στρατιώτες με τέτοιου είδουςσυμπεριφορά. Ο πρώτος ήταν ο Μπάρεντς, ο λευκός δεκανέας πουοι άντρες αποκαλούσαν Μπιρόκαυλο γιατί του άρεσε να επιδεικνύειτη στύση του όταν μεθούσε. Ο Νίμαντ τον εκτέλεσε με δύο βολές, σημαδεύοντας τον αυχένα του, έχοντας πλησιάσει από πίσω τηνώρα που εκείνος είχε ανοίξει πυρ με το LMG του εναντίον ενόςλεωφορείου γεμάτου κόσμο. Το στρατοδικείο έκρινε την πράξη τουΝίμαντ δικαιολογημένη αφού δύο φορές ο Μπάρεντς είχε επιδείξει ανυπακοή σε εντολές ανωτέρου και απειλούσε την πειθαρχίατου στρατεύματος σε περίπτωση μάχης.
Ο δεύτερος άντρας ήταν ένας μαύρος στρατιώτης, ένας Ζουλούπου εκπαιδεύτηκε από λευκούς, βετεράνος φονιάς υποστηρικτώντου Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου στη Νατάλ κι ερωτευμένοςμε το αίμα και τον κόκορα του αυτόματου όπλου του. Στη ΣιέραΛεόνε, στη διάρκεια μιας περιπολίας αργά το απόγευμα, ο Ζουλούείχε πυροβολήσει ένα παιδί, ένα κορίτσι, κι έπειτα έριξε στη γριάγυναίκα που το συνόδευε, πιθανόν τη γιαγιά του, μπορεί και τη μητέρα του αφού οι γυναίκες γερνούσαν γρήγορα. Ο Νίμαντ έβαλενα τον δέσουν σ’ ένα δέντρο, ή μάλλον σ’ ένα δείγμα δέντρου, καινα συγκεντρώσουν τους χωρικούς. Είπε στον διερμηνέα να ζητήσει συγγνώμη για ό,τι είχε συμβεί κι έπειτα ξεφορτώθηκε τον Ζουλού μ’ ένα περίστροφο, μία βολή, εξ επαφής. Δεν υπήρχε άλλοςλογικός τρόπος. Ο τύπος τον κοίταξε κατάματα, χωρίς να βλεφαρίσει, χωρίς να ικετεύσει, ακόμα κι όταν η κάννη σχεδόν άγγιζε τοαριστερό του μάτι. Αυτή τη φορά δεν βρέθηκε αντιμέτωπος με τοστρατοδικείο. Ο Νίμαντ είχε ήδη γίνει μισθοφόρος, αποταμιεύοντας όλα του τα λεφτά, και οι εργοδότες του δεν έδιναν δεκάρα γιατο αν σκοτωνόταν κανείς, εκτός κι αν ζητούσες αντικαταστάτη: έναςμισθός λιγότερος. 

Η τρίτη φορά ήταν σε ένα οδόφραγμα. Ένας συνάδελφος μισθοφόρος ονόματι Πάουελ, ένας κοκκινοτρίχης Εγγλέζος απ’ τοΓιόρκσαϊρ, λιποτάκτης από δύο στρατούς, είχε ανοίξει πυρ χωρίςλόγο σε ένα αμάξι με τρεις άντρες, δύο λευκούς δημοσιογράφουςκαι τον μαύρο οδηγό τους. Σκότωσε επιτόπου τον οδηγό και τραυμάτισε έναν από τους λευκούς. Όταν έφτασε ο Νίμαντ, ο Πάουελτού είπε ότι θα εκτελούσε τους επιζώντες ρίχνοντας το φταίξιμο στους αντάρτες. Άρχισαν να τσακώνονται, ενώ ο δημοσιογράφος που δενείχε τραυματιστεί, προσπαθούσε να σταματήσει την αιμορραγία τουφίλου του. Ο Πάουελ δεν άκουγε κουβέντα, τύφλα στο μεθύσι, οικόρες των ματιών του σαν πιατάκια, και ακούμπησε το πιστόλι στοκεφάλι του τύπου. Ο Νίμαντ έκανε μερικά βήματα πίσω, έπιασε τηνκαραμπίνα από την κάννη, την έφερε πάνω απ’ το κεφάλι του καιέσπασε τον γεμάτο φακίδες λαιμό του Πάουελ. Κατόπιν πήγε με τοαμάξι τους δημοσιογράφους στο νοσοκομείο.
Ο Νίμαντ έκανε ντους χρησιμοποιώντας το λάστιχο που είχε συνδέσει με τη δεξαμενή του βρόχινου νερού στην ταράτσα, σε περίπτωση που κοβόταν το νερό. Κατόπιν ξάπλωσε στο σκληρό κρεβάτι και αποκοιμήθηκε σκεπτόμενος τους υπόλοιπους φόνους, τις περιπτώσεις όπου ο σκοπός είχε αγιάσει τα μέσα. Ο σκοπός άλλωνανθρώπων.”

Πρώτες σελίδες από το αστυνομικό μυθιστόρημα του πολυβραβευμένου Πίτερ Τεμπλ, Στη Διαβολεμένη Μέρα.