iporta.gr

Βαγγέλης Παυλίδης: ξαφνικά σιωπή….

Βαγγέλης Παυλίδης

Χρόνια τώρα παρακολουθώ ένα φαινόμενο να επαναλαμβάνεται σε ταχτά διαστήματα και που ναι μεν καταγραφόταν στον όποιον εγκέφαλο έχω, μα που δεν είχα συνειδητοποιήσει την πραγματική του σημασία, μέχρι τώρα:

Κάθε χρόνο, εκεί στα τέλη του χειμώνα, αρχές άνοιξης, τα χωράφια στο οροπέδιο της Λαχανιάς γεμίζουν με κατσικοπρόβατα. Λίγο λίγο στην αρχή μα καθώς ο καιρός καλυτερεύει η παρουσία τους γίνεται όλο και πιο έντονη. Κουδουνίσματα, βελάσματα, μικρούλικα αρνάκια και κατσικάκια να χοροπηδούν πάνω κάτω, μαμάδες με γεμάτα βυζιά και που και που κανένας μπαμπάς με γένια και κάτι κέρατα να! Γεμάτος λες ο κόσμος απ’ αυτά. Απο κοντά, η οικεία φιγούρα του τσοπάνη να παρακολουθεί υπομονετικά απο τη σκιά κάποιου πεύκου για να βάλει πότε πότε τις φωνές, να επαναφέρει στην τάξη κάποιο άτακτο μικρό που ξεμάκρυνε.

Μέρα μετά την μέρα η ίδια εικόνα για δυο τρεις μήνες και ξαφνικά ΤΙΠΟΤΑ! Ούτε βελάσματα, ούτε κουδουνίσματα, ούτε κατσικάκια να χοροπηδάνε στο ανοιξιάτικο χορτάρι. ΣΙΩΠΗ! Λες και κάποιος γύρισε εναν διακόπτη και όλα χάθηκαν με μιας.

Κάποια στιγμή έλαμψε αστραπή στο μυαλό μου: Πάσχα! Είναι Πάσχα και τ’ αρνάκια έφυγαν, για να στολίσουν το Πασχαλιάτικο τραπέζι μας! Η θυσία των αμνών, το παγκόσμιο αυτό σύμβολο αθωώτητας, σε μια ατμόσφαιρα εφιαλτικά ανατριχιαστική για τους κακόμοιρους τους χορτοφάγους και όχι μόνο. Θυμάμαι ακόμα το κλάμα πού’ κανα πιτσιρικάς, όταν σφάζαμε το αρνάκι με το κόκκινο σημάδι στο κούτελο που μεγάλωνε για κάνα μήνα στο περιβόλι μας ειδικά για την περίπτωση.

Τώρα, άντε να σουβλίσουμε το σφάγιο, να σκάψουμε λάκκο, να βρούμε κληματόβεργες και κάρβουνα κι όλο λέμε να ξεκινήσουμε νωρίς νωρίς, να προλάβει να χωνέψει η φωτιά, μα πριν να στέσουμε τον αμνό η ώρα έχει πάει κι όλας 10. Κι ύστερα, να γυρνάμε με τις ώρες τον οβελία και να μας τρώει ο ήλιος και η κάψα τις φωτιάς μέχρι που μερικές ώρες αργότερα, ενώ έχουμε ήδη γίνει κουδούνι απο τα ούζα και το κρασί, ορμάμε στη μάσα και ολίγον μας ενδιαφέρει αν το κρέας αλλού είναι καμένο κι αλλού μισοψημένο και τα ζουμιά του είναι κατακόκκινα ακόμα. Όλ’ αυτά με διάθεση γιορτινή, με τσάμικα και καλαματιανούς, τσαρούχια και φουστανέλες κι εμείς να βγάζουμε τ’ απωθημένα μας ρίχνοντας με το δίκανο στον αέρα και καμιά καρτούτσα απ’ αυτές που περίσεψαν απο την Ανάσταση, παριστάνοντας τους αρματωλούς και τους κλέφτες που γλεντούν με τα όσα τάχα άρπαξαν απο τον Αλήπασα.

Αναρωτιέται ,βέβαια, κανείς τι σχέση έχουμε εμείς οι βρακάδες νησιώτες με όλα αυτά που θυμίζουν Μωριά και Ρούμελη και που κυριαρχούν τις μέρες τούτες σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις: “Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά, αμάαααν Μαρία…”. Πώς ξαπλώθηκαν κι έγιναν πανελλήνια τα έθιμα αυτά; “Πολιτιστικός Ιμπεριαλισμός”, θα έλεγα εγώ, αφού από το Κέντρο πηγάζουν και εκπορεύονται τα πάντα και ο,τι τοπικό πάει να εξαφανιστεί μέσα στη θολή σούπα της σκόπιμης ή όχι ομογενοποίησης. Αχταρμάς κι ας βρούν την απάντηση οι κοινωνιολόγοι. Η ουσία είναι πως στα νησιά του Αιγαίου το αρνί ή το κατσίκι παραδοσιακά έμπαινε απο βραδύς στον ξυλόφουρνο, σε σφραγισμένη με ζύμη γάστρα ή παραγιομιστό με διάφορους τρόπους -ο Καρπάθικος “πασπαράς”, ας πούμε. Μαγειρευόταν ακόμα και στην κατσαρόλα, καπαμά, με τα εντόσθια και λαχανικά εποχής. Προσωπικά, επιμένω στο φουρνιστό αρνί που το βρίσκω πιο εύγευστο, πολύ πιο ξεκούραστο και οπωσδήποτε πιο ελεγχόμενο στο ψήσιμο. Καλό και το σουβλιστό, το τρώω κι αυτό ευχάριστα μόνο όμως αν το έχει (καλο)ψήσει κάποιος άλλος.

Άντε, Καλή Ανάσταση. Και ξέρετε (εδώ σας κλείνω το μάτι), όχι μόνο θρησκευτική, ε.