iporta.gr

Ρόζα Εσκενάζυ: η μπροστάρισσα μιας εποχής, του Άγγελου Κουτσούκη

 

Το όνομα Ρόζα Εσκενάζυ σίγουρα παραπέμπει στο ρεμπέτικο ακόμα και για τον πιο αδιάβαστο. Αν δίπλα στο όνομά της προσθέσουμε μια σειρά άλλων ονομάτων όπως Μαρίκα Παπαγκίκα, Ρίτα Αμπατζή, Ισμήνη Διατσέντε, Κατίνα Χωματιανού, Κίτσα Κορίνα, Στέλλα Βογιατζή, Σοφία Καρίβαλη, Νταίζη Σταυροπούλου τότε τα πράγματα δυσκολεύουν.

Τι κοινό έχουν όλες αυτές οι γυναίκες; Το κυριότερο. Υπήρξαν τραγουδίστριες την δεκαετία του 1930. Και μάλιστα λαϊκές τραγουδίστριες σε μια εποχή που τα πράγματα ήταν άγρια. Οι συνθήκες κάθε άλλο παρά ευνοϊκές, καθώς η έννοια τραγουδίστρια παρέπεμπε πιο πολύ σε κυρίες ελαφρών ηθών.

Αν δε αυτή η τραγουδίστρια τραγουδούσε στίχους σαν κι αυτόν που λέει “Πως μ’ αρέσει ο άντρας με γερό κορμί, όλο νιάτα που να κρύβουν μέσα ορμή, να φιλάει γλυκά, σφιχτά να αγκαλιάζει, τον βουτάω κι όποιος να ‘ναι δεν με νοιάζει” τότε είναι σίγουρο ότι η αστική τάξη της εποχής που τραγουδούσε την «Παπαρούνα» του Αττίκ θα έβγαζε κραυγές απόγνωσης. Και όμως, οι παραπάνω στίχοι ανήκουν στο τραγούδι ‘Είμαι τσαχπίνα’ του Θ. Παπαδόπουλου που τραγούδησε η Ρόζα Εσκενάζυ το 1933.

Και βέβαια δεν είναι το μοναδικό που τραγούδησε η Ρόζα ή το μοναδικό ρεμπέτικο τραγούδι εκείνης της εποχής που έχει μια τέτοια θεματολογία. Η περίφημη “Γκαρσόνα” που οι νεώτεροι γνωρίζουν από την επανεκτέλεση της Χαρούλας Αλεξίου είναι επίσης ενδεικτική.

Σύμφωνα με τον Πάνο Σαββόπουλο υπάρχουν γύρω στα 80 λαϊκά τραγούδια της δεκαετίας του’30 που αναδεικνύουν έναν τύπο γυναίκας που μέχρι εκείνα τα χρόνια δεν υπήρξε ή δεν υπήρξε καταγεγραμμένος.

Ο τύπος μιας γυναίκας απελευθερωμένης από τα ‘πρέπει’ της εποχής, που δεν διστάζει να απευθυνθεί πρώτη στον άντρα λέγοντας «αχ σ’ αγάπησα γκαρσόν, γιατί φορείς και παπιγιόν, με μαλλάκια πεταχτά, βρε τι γούστα είναι αυτά» [Γρ.Ασίκη,1933], που δεν διστάζει να ξενυχτήσει στα νυχτερινά στέκια της εποχής, που δεν διστάζει να ξεφαντώσει, που δεν διστάζει να παίξει μπαρμπούτι, που δεν διστάζει να πάει σε τεκέ.

Εδώ που τα λέμε, αδιανόητα πράγματα, όχι μόνο για τα χρόνια του’30, αλλά και για την ένδοξη εποχή μας. Τι πραγματικά συνέβη εκείνα τα χρόνια; Υπήρξαν πραγματικά γυναίκες που, σύμφωνα με ένα άλλο τραγούδι της εποχής, τολμούσαν να πουν δυνατά «αν ήμουν άντρας θα’ καιγα Περαία και Αθήνα, και Βάγγο να με λέγανε κι ας μη με λέγαν Ντίνα. Θα είχα… γυναίκες γκόμενες την εβδομάδα δέκα, να βλαστημάω την μάνα μου που μ’ έκανε γυναίκα» [Τραγούδι του 1933 που τραγούδησε η Κατίνα Χωματιανού].

Αυτές οι γυναίκες ήταν υπαρκτές ή υπήρξαν δημιούργημα της φαντασίας των αντρών – συνθετών – στιχουργών πού έγραψαν αυτά τα τραγούδια; Από την άλλη μεριά σε μια εποχή που το κοινωνικά αποδεκτό ήταν τα τραγούδια του Αττίκ και των άλλων συνθετών ελαφρών τραγουδιών που η θεματολογία τους μιλούσε για την γυναίκα μόνο σαν αντικείμενο λατρείας, πόσο εύκολο ήταν για μια λαϊκή τραγουδίστρια να στηρίξει μια τέτοια θεματολογία αν δεν της ήταν οικεία; Αν δεν ήταν η ίδια χειραφετημένη στον βαθμό που να πείθει όταν τραγουδά «Σού το είπα και στο λέω, θέλω να έχω εγώ πολλούς, γιατί ένας σαν κι εσένα δεν με φτάνει γιαβουκλούς»[αγαπητικός].Τραγούδι του Αντώνη Νταλγκά, γραμμένο το 1931.

Βλέπουμε, λοιπόν, να ξεπροβάλει μέσα από αυτά τα τραγούδια ένας τύπος γυναίκας που δεν υπήρξε ποτέ πριν, και κατά πάσα πιθανότητα δεν υπήρξε και μετά μέχρις ότου η Μελίνα Μερκούρη παίξει συγκλονιστικά την Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη.

Προφανώς όλα αυτά δεν ήταν άγνωστα στον Ιάκωβο Καμπανέλλη που έγραψε το σενάριο της ταινίας, αφού στο τραγούδι του Θ. Παπαδόπουλου που αναφέραμε και πιο πάνω συμπληρώνει «Δε με νοιάζει ο κόσμος τι θα πει, ότι κάνω στα κρυφά κι αν μαθευτεί, εγώ πάντα έτσι την θέλω την ζωή, να γλεντώ όλη τη νύχτα ως το πρωί, με καλό κρασάκι θέλω να μεθύσω, κι όποιονε γουστάρω να τονε φιλήσω». Κάτι τέτοιο δεν πρέσβευε και η κινηματογραφική Στέλλα;

Το θέμα βέβαια είναι ότι αυτά τα ρεμπέτικα τραγούδια περιγράφουν τον αντίστοιχο τύπο γυναίκας σχεδόν 20 χρόνια πριν. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου!

Και μιλάνε για μια γυναίκα που δεν είχε ανάγκη από νόμους, διατάξεις, γυναικείες οργανώσεις για να διακηρύξει την ελευθερία της, την ανεξαρτησία της, τον αισθησιασμό της, την μαγκιά της που κατάφερνε να είναι αποδεκτή από τους άντρες του σιναφιού της όντας γυναίκα από την κορυφή ως τα νύχια. «Είμαι αλανιάρα μερακλού, πρωτη μεσ’ την Αθήνα, που ξενυχτώ στα καμπαρέ και την περνάω φίνα. Ούζο πίνω και μεθάω κι όλα τα ποτήρια σπάω, και χορεύω τσιφτετέλι, αχ, αμάν, σπάει το τέλι». Τραγούδι του Μ. Μιχαηλίδη, γραμμένο το 1931.

Κάποιοι τέτοιοι στίχοι κάνουν τις μεταγενέστερες φεμινίστριες να φαίνονται σχεδόν κωμικές με τον καθωσπρεπισμό τους. Βέβαια σε παγκόσμιο επίπεδο η εποχή του Μεσοπολέμου υπήρξε μια εποχή απελευθέρωσης από τα κοινωνικά «πρέπει». Ολόκληρος ο κόσμος ανάμεσα στους δύο πολέμους ένοιωσε πιο έντονα από ποτέ την ανάγκη να ζήσει, και να ζήσει καλά. Αν, στην περίπτωση της Ελλάδας, προσθέσουμε την Μικρασιατική καταστροφή, καταλαβαίνουμε πόσο πιο έντονη υπήρξε η αντίδραση.

Ο προσφυγικός πληθυσμός που ήρθε στην Ελλάδα από την Σμύρνη, την Πόλη, και γενικά όλη την Μικρά Ασία, ήταν άνθρωποι καλοζωισμένοι που ήξεραν να ζουν καλά και να γλεντούν τη ζωή τους. Για τις γυναίκες δε από την Μικρά Ασία έχουν γραφεί τόσα πολλά που έγινε κλισέ η έκφραση ‘Σμυρνιά’, δηλώνοντας την περιποιημένη και …επιεικώς λίγο έως πολύ περπατημένη γυναίκα. Κάπως έτσι και ο Παναγιώτης Τούντας έγραφε το 1931 «Εγώ είμαι η χήρα η αλανιάρα η ναζού, η παιχνιδιάρα, που μ’ αγαπούν και φωνάζουνε μπιζού, κούκλα χαδιάρα».

Όπως είναι προφανές το τραγούδι δεν περιγράφει την χήρα ενός…δικαστικού, ας πούμε, ούτε ενός δημοσίου υπαλλήλου. Και όταν συμπληρώνει στο ρεφραίν «Είμαι η χήρα η μοντέρνα που μεθάω μες την ταβέρνα, και γλεντώ με τ’ οργανάκι, ρε πω πω μεράκι, κι όταν είμαι στον Περαία πίνω ούζο με παρέα και το βράδυ στην Αθήνα κολυμπάω μες την ρετσίνα» τότε το τραγούδι απογειώνεται. Φυσικά, εκτός από την διασκέδαση στα νυχτερινά στέκια της εποχής που η συγκεκριμένη γυναίκα έχει κατακτήσει από μόνη της και όχι με την βοήθεια ή έστω την συνοδεία ενός αρσενικού, υπάρχουν και θέματα που εξακολουθούν να είναι ταμπού.

Διότι όταν η τραγουδίστρια δηλώνει «στη μπαρμπουτιέρα ξενυχτάω εγώ, ρίχνω εξάρες, πιάνω ζάρι, και αν με τους πολισμάν τρακαριστώ, φεύγω σαν παλικάρι», άντε να το χωρέσει ο πιο ακραίος προοδευτικός της εποχής μας. Για να μην τεθεί θέμα για τους τεκέδες που καμιά …προοδευτική ιδεολογία δεν χωράει ούτε καν για τους άντρες, πολύ περισσότερο δε για τις γυναίκες «κάθε νυχτιά στα καμπαρέ μεθάω με τη μπύρα, και το πρωί μες στον τεκέ φουμάρω την νταμίρα».

Τραγούδι του 1930 που τραγούδησε η Ρόζα Εσκενάζυ. Αν αναφέρουμε και το τραγούδι «Δυο χήρες» του Κ. Καρίπη, γραμμένο το 1936, τότε φοβάμαι πως καμιά προοδευτική ιδεολογία δεν μπορεί να ‘στεγάσει’ αυτές τις γυναίκες που δεν έχουν προηγούμενο. Το τραγούδι περιγράφει την ιστορία δύο χηρών. Δύσκολα τα χρόνια, οι άντρες έλειπαν στον πόλεμο, και μια χήρα από την Κοκκινιά μαλώνει με μια άλλη χήρα Σμυρνιά, γιατί η Σμυρνιά τα έριξε στον φίλο της. Το συζήτησαν το θέμα και τι λύση νομίζετε ότι βρήκαν; Απίστευτη ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα. Μοιράστηκαν το συγκεκριμένο αρσενικό λέγοντας «…μα έπειτα αγαπήσανε, και τον ομορφονιό τους, όπως εσυμφωνήσανε τον είχανε κι οι δύο τους».

Φαντάζομαι ότι μια τέτοια λύση μόνο η Anais Nin στις ερωτικές νουβέλες που έγραφε την ίδια εποχή στο Παρίσι θα μπορούσε να βρει. Και θέλουμε, δεν θέλουμε το ερώτημα στέκεται μπροστά μας.

Αυτές οι γυναίκες υπήρξαν στ’ αλήθεια; Ο Πάνος Σαββόπουλος στο πρόσφατο βιβλίο του «Περί της λέξεως ρεμπέτικο το ανάγνωσμα και άλλα», υποστηρίζει ότι υπήρξαν. Γεγονός που ενισχύει αυτή την άποψη είναι επίσης και τα ίδια τα τραγούδια. Υπάρχουν και περιγράφουν τις συγκεκριμένες καταστάσεις και είναι σχεδόν όλα γραμμένα στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Κάποια από αυτά είναι γνωστά, κάποια άλλα είναι λιγότερο γνωστά. Την Λιλή την σκανταλιάρα του Παναγιώτη Τούντα που δηλώνει «Γιατί είμαι εγώ η αλανιάρα, η Λιλή η σκανταλιάρα και δεν δίνω γρόσι για τους μάγκες και δεν τρώγω τρίχες ματσαράγκες» την τραγούδησαν από την Μαρινέλα μέχρι πρόσφατα η Δήμητρα Παπίου.

Κάποια άλλα, λιγότερο γνωστά, τα τραγούδησε πριν λίγα χρόνια σε έναν δίσκο με γενικό τίτλο «Αν ήμουν άντρας» η Μαρία Κατινάρη, κόρη του λαϊκού συνθέτη Αντώνη Κατινάρη. Προλογίζοντας αυτόν το δίσκο ο Παναγιώτης Κουνάδης γράφει «Τα τραγούδια αυτής της σειράς, πέραν από το να αποτελούν ‘μικρά αριστουργήματα’ μιας κοντινής ιστορικά, αλλά ξεχασμένης συνειδησιακά περιόδου, έχουν επιλεγεί -τα περισσότερα- έτσι, ώστε να αποτελούν μια θεματολογική ενότητα γύρω από την θέση της γυναίκας, των προβλημάτων της, της ψυχοσύνθεσής της σε ένα χώρο και μια εποχή όπου αγωνίζεται να καταχωρήσει τα από αιώνες καταπατημένα δικαιώματά της. Είναι κι αυτά -τα τραγούδια- μια ακόμα πτυχή του ρεμπέτικου που είναι λιγότερο ή ελάχιστα γνωστή’’.


* Ο Άγγελος Κουτσούκης είναι ραδιοφωνικός παραγωγός και δημοσιογράφος.