― Αυτό είναι πολύ σκληρό! Δεν μπορώ να το σφίξω…
― Πάρε αυτό το κομμάτι. Το έχω μαλακώσει.
Έχω μερικά κομμάτια από μελισσοκέρι και τα μαλάζω. Για να γυμνάζω τα χέρια μου και τα δάχτυλά μου που η πληκτρολόγηση δεν είναι και το καλύτερό τους. Τα έχω κι αντί για κομπολόι. Λένε ότι κάνει καλό.
Η μικρή κυρία που έχω απέναντί μου και με φωνάζει παππού, πάντα γοητεύεται από τις μικρές αυτές μπαλίτσες στο χρώμα του μελιού. Έχει έρθει σπίτι μας μετά από μπάνιο στη θάλασσα με τη γιαγιά της, τη γυναίκα μου.
― Πλαστελίνη είναι;
Πόσες φορές με έχει ρωτήσει; Ούτε που θυμάμαι.
― Είναι μελισσοκέρι. Αφού σου το έχω πει… Το φτιάχνουν οι μέλισσες.
― Οι μέλισσες φτιάχνουν μέλι και τσιμπάνε. Το μέλι μου αρέσει…
― Φτιάχνουν και κερί και τσιμπάνε μόνο αν τις πειράξεις.
― Εγώ όμως τις φοβάμαι. Ναι… Και γιατί το έχεις;
― Παίζω… Το πλάθω και μ’ αρέσει. Και να μην τις φοβάσαι τις μέλισσες, είναι καλές…
― Γιατί σ’ αρέσει; Εμένα μ’ αρέσει το μέλι. Τις μέλισσες τις φοβάμαι.
― Μ’ αρέσει… Κάνω και φάτσες… Δεν θυμάσαι; Και να μην τις φοβάσαι τις μέλισσες. Αν δεν τις πειράξεις δεν σε τσιμπάνε.
― Θυμάμαι… Κάνε μου μια φάτσα.
Της φτιάχνω μια κεροφάτσα που αρχίζει να της μιλάει με παράξενη φωνή.
Γέλια.
― Κι άλλο…
Κι άλλο. Κι άλλο. Η απληστία των παιδιών. Δεν της χαλάς εύκολα χατήρι.
Τελειώνει κάποια στιγμή ο διάλογος με την κεροφάτσα.
― Το κάνεις πίτα; Θέλω να γράψω.
Το κάνω “πίτα”. Απλώνω το κερί πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί, το πατάω με τα δάχτυλα, το απλώνω σαν ζυμάρι.
― Θα γράψω τώρα το όνομά μου.
Το μόνο που ξέρει να γράφει. Τελειώνει το καλοκαίρι. Στις 11 Σεπτεμβρίου θα πάει στο “Σχολείο”. Νηπιαγωγείο θα είναι αλλά σχολείο το λέει.
Της δίνω ένα μολύβι. Δεν θέλει την οδοντογλυφίδα που της προτείνω.
Σαν τα πολύ παλιά χρόνια. Τότε που τα παιδιά γράφανε με ένα μυτερό ξυλαράκι πάνω σε ξύλινες πλάκες στρωμένες με μελισσοκέρι και μετά το ξαναστρώνανε για να ξαναγράψουν. Της το λέω.
Δεν ξέρω αν την ενδιαφέρει πώς γράφανε παλιά τα παιδιά. Γράφει και ακούει; Ή γράφει στο μελισσοκέρι και με έχει γραμμένο;
Ακούγεται η φωνή της γυναίκας μου:
― Τρώμε! Ελάτε…
― Σε λιγάκι…
Ζητάει παράταση της μελισσοκερικής απασχόλησης.
― Πάμε να φάμε, της λέω. Πεινάω.
― Σε λιγάκι… Κάνε μου άλλη μια φάτσα.
Της φτιάχνω έναν κερομάτη.
― Τι είναι αυτό; γελάει.
― Ο κύριος Κερομάτης ο Μελισσηνός, γιος της Μελισσάνθης, της Μέλισσας που Δεν Τσιμπάει τα Παιδιά! λέω με επίγνωση της μαγικής ιδιότητας κάθε ονόματος.
― Και πώς μιλάει ο Κερομάτης;
Ο κύριος Κερομάτης, ο Μελισσηνός, τής λέει με σοβαρή φωνή:
― Έεερχοομαι από πολύ μακριά, από ξένο τόπο, από το Μελικερτιστάν! Θα με πάρεις να φάμε μαζί; Πεινάαααω πολύ! Και εσύ θα φύγεις μετά να πας στο σπίτι σου, στη μαμά και στον μπαμπά και ποιος θα μου δώσει να φάω;
Το καταλαβαίνει. Αλλά θέλει και λίγο ακόμα.
― Αν μείνω για λίγο ακόμα νηστικός, θα πέσω στο πάτωμα και θα λιώσω! παραπονιέται ο κύριος Κερομάτης ο Μελισσηνός, ο πρόσφυγας από το Μελικερτιστάν, ο γιος της Μελισσάνθης, της Μέλισσας Που Δεν Τσιμπάει Τα Παιδιά.
Γελάει. Αφήνουμε το μελισσοκέρι να ξεκουραστεί και πάμε να φάμε.
Λίγο κερί από τις μέλισσες. Περίπου 100 γραμμάρια. Λιγότερο από ένα ευρώ.