Το δικό μου “Πολυτεχνείο” θα πεθάνει μαζί μου. Μαζί του θα φύγουν και τα πολλά ερωτηματικά που μου έχει αφήσει. Μέχρι τότε όμως, πάντα θα παλινδρομώ ανάμεσα στην τέχνη του εφικτού και στο όραμα του ανέφικτου.
Και μέχρι τότε θα μιλάω γι’ αυτό γιατί έχω γύρω μου παιδιά μικρά κι αγαπημένα που πολλά γεννήθηκαν μετά το 2000.
Αν έμενα εκεί εκείνο το απόγευμα και το βράδυ; Μαζί με μερικές χιλιάδες άλλους; Αν δεν την κοπάναγα μετά το πρώτο ντου της αστυνομίας, εκείνο το απόγευμα; Σούρουπο ήταν και έτρεχα στην Γ’ Σεπτεμβρίου προς την Αγίου Μελετίου μαζί με άλλους που τρέχανε, χωρίς κανένας να μας έχει δώσει διαταγή για οπισθοχώρηση. Εκτός από τον φόβο.
Μαζευτήκαμε στο σπίτι του Χ., ενός φίλου από το Γυμνάσιο. Ακόμα είναι φίλος μου. Δέκα μέρες μετά πήγα στη Σχολή μου. Στις είκοσι εφτά Νοεμβρίου.
Δέκα μέρες σχεδόν κρυβόμουνα στο σπίτι. Με είχε κουρέψει η μητέρα μου γιατί είχα μαλλούρα. Το Αστυνομικό Τμήμα ήτανε κοντά.
Γιατί ήταν επικίνδυνο και κακό να έχω μαλλούρα; Γιατί δεν έβγαινα από το σπίτι; Γιατί απαγορευόντουσαν τα τραγούδια που μ’ αρέσανε;
Δέκα μέρες θλίψης, πένθους, οργής και φόβου. Κι όλα αυτά ανακατεμένα με ενοχές για μια ήττα που δεν ήξερα αν θα μπορούσα να την έχω αποτρέψει.
Αλλά μέχρι τώρα με βασανίζει το ερώτημα: Αν έμενα εκεί; Έξω από το Πολυτεχνείο; Μαζί με κάμποσες χιλιάδες άλλους;
Αλλά έχω κι άλλο ένα ερώτημα, που τότε δεν το είχα: Γιατί ήμουνα έξω από το Πολυτεχνείο εκείνες τις τρεις μέρες; Επειδή ήθελα ψωμί, παιδεία και ελευθερία;
Ήξερα δηλαδή ―τότε― τι είναι η ελευθερία; Όσο ξέρει ένα σκουλήκι πώς είναι να πιάνεις ένα καρύδι με το ένα χέρι, να το ακουμπάς σε μια πέτρα και να το χτυπάς κρατώντας μια άλλη πέτρα με το άλλο χέρι για να το σπάσεις και να το φας όταν πεινάς και έχεις και καρύδια να φας και να ξέρεις πόσο μεγάλη χαρά είναι αυτή. Να πεινάς και να έχεις να φας. Και εγώ δεν είχα μάθει ακόμα ούτε αυτό. Γιατί δεν μου είχε λείψει το ψωμί. Ούτε η παιδεία μου έλειπε τελείως αλλά κι αυτήν την υποτιμούσα. Ή την βαριόμουνα.
Κι άλλα ερωτήματα. Γιατί πετούσα από χαρά με κάθε απαγορευμένο τραγούδι που ακουγόταν από τα μεγάφωνα; Γιατί έβαζα τα κλάματα κάθε φορά που άκουγα για ομάδες και αντιπροσωπείες εργατών, μαθητών, αγροτών που είχαν έρθει να δηλώσουν συμπαράσταση; Γιατί νόμιζα ότι όλοι οι Έλληνες κάπως έτσι πρέπει να ένιωθαν κι ότι η χούντα ένα φου ήθελε μονάχα για να πέσει;
Γιατί θεωρούσαν, μετά, τόσοι πολλοί σαν αυτονόητο το ότι όλοι όσοι ήταν στο Πολυτεχνείο ήταν συνειδητοί αριστεροί και όλοι οι άλλοι συνειδητοί φασίστες; Πόσο δύσκολο είναι να μπορείς να σκέφτεσαι χωρίς να βάζεις ετικέτες στο κάθε τι; Πόσο δύσκολο είναι να μη σκέφτεσαι με ταυτολογίες όπως: «Φασίστας είναι εκείνος που πιστεύει στον φασισμό»; Και ο μπασίστας; Είναι αυτός που πιστεύει στον μπασισμό, στα μπάσα ή στο μπάσο;
Δεν έχει κανένας γνωρίσει “προοδευτικούς” λάτρεις του αυταρχισμού, της μισαλλοδοξίας και του ιδιότυπου ρατσισμού; Ή μήπως δεν είναι ρατσισμός να αντιμετωπίζεις τον συμπολίτη σου, που έχει διαφορετική άποψη από σένα, σαν κατώτερο είδος ανθρώπου; Ή μήπως, αν τον θεωρείς ηλίθιο, δεν είναι ρατσισμός να του φέρεσαι χωρίς ανθρωπιά, χωρίς σεβασμό στην πάθησή του; Γιατί νομίζω ότι η ηλιθιότητα δεν είναι κάτι που το επιθυμεί κάποιος κι εφόσον δεν ευθύνεται αυτός που είναι ηλίθιος εσύ, ο “έξυπνος”, δεν θα έπρεπε να τον αντιμετωπίζεις με την ίδια στοργή που θα έδειχνες σε ένα άτομο με βαριά αναπηρία; Εκτός αν είναι επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια οπότε είναι αρμοδιότητα του νόμου να προβλέπει την αντιμετώπισή του. Όπως με κάποιους επικίνδυνους άρρωστους.
Τότε όμως, τον Νοέμβριο του 1973 ―που ακόμα αρνούμαι να τον πω Νοέμβρη― με απασχολούσαν άλλα ερωτήματα που ακόμα δεν μπορώ να απαντήσω.
Σε ποιες διαταγές υπάκουσαν εκείνες τις μέρες τα Σώματα Ασφαλείας; Ποιες διαταγές είχαν και γιατί υπάκουσαν σ’ εκείνες οι φαντάροι, οι υπαξιωματικοί, οι αξιωματικοί; Και τη νύχτα που το τανκ (ή τανκς;) έπεσε στην πόρτα; Σε ποιες διαταγές υπάκουσαν οι χειριστές του;
Σε ποιες διαταγές φόβου, τρόμου και υποταγής υπάκουσαν ένα εκατομμύριο, δύο εκατομμύρια, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι εκατομμύρια Έλληνες πολίτες και δεν βγήκαν στους δρόμους να νομοθετήσουν, να δικάσουν και να εκτελέσουν την πάνδημη σχεδόν απόφασή τους να στείλουν μια και καλή στον αγύριστο τη χούντα; Δεν λέω δέκα εκατομμύρια γιατί δεν ήταν όλοι οι Έλληνες αντιχουντικοί τότε. Μετά μπορεί να έγιναν, οι περισσότεροι. Άλλο που ακόμα και τώρα υπάρχουν πολλοί που λένε “Μωρέ, καλά περνάγαμε τότε…” Και δεν μιλάω για τους δηλωμένους φιλοναζιστές και απολυταρχικούς μόνο.
Σε ποια διαταγή υπακούει ο σκύλος και κυνηγάει τον λαγό, την αλεπού, την μπεκάτσα, να την πάει στα πόδια τού αφέντη κυνηγού; Όχι για να τη φάει ο κυνηγός επειδή πεινάει αλλά έτσι, σαν σπορ, από “φίλαθλο πνεύμα” που λένε οι κυνηγοί και καμαρώνουν. Σε ποιες διαταγές υπακούουν εκείνοι που σκοτώνουν ελέφαντες για λογαριασμό άλλων; Σε ποια διαταγή υπακούει εκείνος που σκοτώνει έναν ρινόκερο για να πάρει ένας άλλος το κέρατό του και να το πουλήσει σ’ έναν άλλον που θα το κάνει σκόνη και θα το μοσχοπουλήσει σ’ έναν άλλον ηλίθιο που νομίζει ότι αν καταπιεί τριμμένο κέρατο ρινόκερου θα συνουσιάζεται μεγαλειωδώς, ο κερατάς;
Σε ποια διαταγή υπακούει αυτός ο … που εμπορεύεται παιδιά, γυναίκες, νέους;
Σε ποια διαταγή υπακούει αυτός ο … που εμπορεύεται ηρωίνη, κόκα, φούντα, έκσταση;
Και μη μου πει κανένας ότι η βαθύτερη και προαιώνια διαταγή είναι να έχει ψωμί να δώσει στα παιδάκια του ή να καλοπερνάει. Γιατί εδώ δεν μιλάμε για ψωμί ούτε για καλοπέραση, μιλάμε για αίμα και αίμα πανάκριβο. Και αν πάλι κάποιος μου μιλήσει για απληστία, θα πω ότι ταυτολογούμε πάλι και όταν μιλάω για διαταγές εννοώ όλα αυτά: απληστία, διαστροφή, εξάρτηση, φόβο, εθισμό, εξηρτημένα ανακλαστικά, ανάγκη να κατακτήσεις το σώμα και τη θέληση του άλλου και λοιπές εσωτερικές ή εξωτερικές εντολές.
Σε ποιες διαταγές λοιπόν υπακούει ο υπάλληλος που, επειδή παίρνει κάτι τι παραπάνω από τον ντόπιο αγρότη, συμμετέχει στην αποψίλωση ενός τροπικού δάσους ή στην καταστροφή ενός προστατευόμενου είδους όπως τα ξαδέρφια μας οι ουραγκοτάγκοι; Σε ποιές διαταγές υπακούει ο ντόπιος αγρότης και δέχεται την καταστροφή του παραδείσου του με αντάλλαγμα την εθελούσια είσοδό του σε μια πολυεθνική κόλαση;
Σε ποιες διαταγές υπακούουν οι απανταχού πολίτες της γης και δεν στέλνουν στον αγύριστο όλους εκείνους που τους κοροϊδεύουν με δύσκολα και δυσνόητα λόγια και όρους και οικονομικούς τύπους;
Σε ποιο σύστημα εξουσίας υπακούει η τεράστια βάση της γιγάντιας πυραμίδας (ή κώνου) που είναι η ανθρωπότητα και δεν κάνει έτσι να κουνήσει τα εξήμισι δισεκατομμύρια ώμους της για να σωριάσει “χαμαί εις ταν αυλάν” της τους κηφήνες της κορυφής που, αν και κηφήνες, μια χαρά χλαπακιάζουν και ρημάζουν πάνω από το 80% των πόρων του πλανήτη; Και να τους δούμε εκεί πεσμένους και να δούμε μετά με πόσα κότερα, με πόσα ροζ διαμάντια, με πόσα ομόλογα και πίνακες του Φράνσις Μπέικον θα γεμίζει η κοιλιά τους όταν τα χέρια των Φιλιππινέζων και των άλλων -έζων σταματήσουν να σπέρνουν και να θερίζουν ρύζι, σιτάρι, καλαμπόκι, σόγια, φάβα και φασόλια.
Ποιες στο δαίμονα διαταγές μπλοκάρουνε τη σκέψη των πολιτών και δεν γίνονται γάτες; Τις πέντε αισθήσεις μου θέλω σαν γάτες να τις εννοώ. Η γάτα Αφή, η γάτα Όραση, η γάτα Γεύση, η γάτα Όσφρηση, η γάτα Ακοή. Να ακούνε μόνο τις διαταγές που τους κάνουν καλό. Να ρίχνουν και μια καλή, βαθιά νυχιά όταν τους παραπρήξεις τα ούμπαλα με ανώμαλα χάδια και μυρωδιές, ήχους, γεύσεις και εντολές που δεν γουστάρουν. Να μας οδηγούν σε αρμονία με το σώμα μας, με τη σκέψη μας και με το περιβάλλον μας.
Και στο κάτω κάτω, μην περνιόμαστε και μεις οι άνθρωποι για λιγότερο παράσιτοι από τις γάτες. Μια χαρά παράσιτα του πλανήτη είμαστε ως είδος και του αλλάζουμε και τον αδόξαστο, νομίζοντας ότι θα μπορούμε να το κάνουμε ατιμώρητοι για πολλά χρόνια ακόμα.
Τώρα όμως, που έγραψα τα ερωτηματικά μου απέναντι στη φετινή επέτειο του Πολυτεχνείου, με πρόφαση στον εαυτό μου να τα διαβάσουν τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 2000, σκέφτομαι και κάτι άλλο:
Σε ποιες άραγε διαταγές υπακούω κι εγώ και δεν βγαίνω στους δρόμους σαν τρελό κι αλλοπαρμένο δερβισόπαιδο τίγκα στην επαναστατική μαστούρα;
Σαν κάποιους που είναι τρελοί από αγάπη για τον κόσμο, τρελοί από έρωτα για το ταίρι τους και παθιασμένοι με όλα τα αναπάντητα ερωτήματα που πλουτίζουν τη ζωή πολλών ανθρώπων με πράξεις αγαθές, πολύχρωμα χάδια, ηχηρά φιλιά, γευστικά χαμόγελα, απτά οράματα και αρωματισμένα πετάγματα της σκέψης που το χρήμα δεν μπορεί να αγοράσει.
Ή σαν πολλούς άλλους, που κι αυτοί έχουν έναν άλλου είδους έρωτα κι έχουν όλες τις απαντήσεις και με θέρμη πορεύονται κάθε χρόνο ενάντια στην Αμερικάνικη Πρεσβεία σαν σε έξοδο από το πολιορκημένο Μεσολόγγι του ο καθένας.
Γιατί λοιπόν δεν βγαίνω κι εγώ στους δρόμους με λόγχες, λάβαρα, φανφάρες και τύμπανα πολέμου;
Ίσως επειδή δεν έχω κάτι χειροπιαστό να πω στους άλλους, τους όμοιούς μου. Ίσως επειδή τα ερωτήματα των παιδιών μού είναι πιο οικεία και καθοδηγητικά από τις απαντήσεις των συνομηλίκων μου.
Ίσως επειδή ακόμα ακροβατώ ανάμεσα στην τέχνη του εφικτού και στο όραμα του ανέφικτου. Το έχω δηλώσει άλλωστε πως παρασάγγας απέχω από τη σοφία που δύσκολα προσεγγίζεται μόνο με τις αισθήσεις. Γιατί με την αφή, την όραση, την όσφρηση, την ακοή και τη γεύση γνωρίζεις μόνο τη σοφία του κορμιού σου και του κορμιού του άλλου κι αυτή η σοφία ―λένε μερικοί σοφοί― δεν είναι πάντα ο καλύτερος σύμβουλος για τη σκέψη. Κυρίως την πολιτική σκέψη.
Αλλά φταίει μάλλον το δαιμόνιό μου ―χούι το λένε μερικοί― που με πιέζει να γράφω με πολλά ερωτηματικά και να μην έχω παρά ελάχιστες απαντήσεις.
Το σκίτσο του άρθρου είναι του Κωστή Α. Μακρή