Ο Πύργος της Κουρούνας είχε ένα σιδερένιο πορτάκι που ο Βλιτάνης, όσο κι αν προσπάθησε σπρώχνοντάς το και τραβώντας ένα μάνταλό του, δεν μπόρεσε να το ανοίξει. Προσπάθησε ξανά και ξανά.
Η πόρτα ούτε σάλεψε. Πήρε φόρα κι έπεσε πάνω στο πορτάκι.
Το μόνο που κατάφερε ήταν να βγάλει μια κραυγή πόνου απ’ το κοπάνημα του ώμου του.
Το μόνο που κατάφερε ήταν να βγάλει μια κραυγή πόνου απ’ το κοπάνημα του ώμου του.
Ζήτησε τότε τη συμβουλή του Χρυσού Κεράτου. Για πρώτη φορά όμως το Χρυσό Κέρατο δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.
― Τα μάγια του Σπερνοτρόμου είναι πιο δυνατά από μένα, είπε το Χρυσό Κέρατο, βυθίζοντας σε μαύρη απελπισία τον Βλιτάνη.
Τι θα μπορούσε να κάνει; Κοίταξε δεξιά κι αριστερά μήπως υπήρχε κάποιο άλλο άνοιγμα, ένα παραθυράκι, κάτι… Τίποτα. Η μοναδική είσοδος για το πιο ψηλό σημείο του Πύργου της Κουρούνας ήταν εκείνο το εφτασφράγιστο πορτάκι. Αφού το σκέφτηκε και το ξανασκέφτηκε ο Βλιτάνης, αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από το Χρυσό Βλίτο της νεράιδας Αγαθούλας.
«Το κάνω για την αγάπη μου, για την αγάπη της Ερωτούσας» είπε μέσα του, και έβγαλε το Χρυσό Βλίτο από την τσάντα του. Το κράτησε στα χέρια του και είπε:
― Βλίτο μου καλό, Βλίτο μου Χρυσό, βοήθα με να μπω στο πιο ψηλό καμαράκι του Πύργου της Κουρούνας για να πάρω το Μαύρο Όστρακο!
Τότε, δίχως κανένα θόρυβο ή τρίξιμο, το πορτάκι άνοιξε διάπλατα. Ο Βλιτάνης φίλησε το Χρυσό Βλίτο και το ξανάβαλε στην τσάντα. Με δειλά βήματα μπήκε μέσα στον σκοτεινό χώρο και βρέθηκε μπροστά σε μια στενή στριφογυριστή σκάλα που έφτανε μέχρι την κορφή του πύργου. Άρχισε ν’ ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά μέχρι που, μετά από πολύ κόπο, έφτασε λαχανιασμένος στο τελευταίο. Εκεί, μετά το πλατύσκαλο, είδε ένα καμαράκι μ’ ένα μικρό φεγγίτη ψηλά στον τοίχο, ίσα για να μπαίνει λίγο φως. Στη μέση της κάμαρας υπήρχε ένα χρυσό θρονί. Επάνω στο θρονί ένα κόκκινο μαξιλάρι. Και πάνω στο μαξιλάρι ένα μαύρο όστρακο σαν μεγάλο μαύρο στρείδι.
Ο Βλιτάνης έπιασε με θάρρος το Μαύρο Όστρακο κι άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. Καθώς κατέβαινε, αισθάνθηκε το όστρακο να σαλεύει. Το έσφιξε πιο δυνατά. Τότε ακούστηκε μια άγρια φωνή να του λέει:
― Άφησε, Βλιτάνη, το Μαύρο Όστρακο κι εγώ θα σου δώσω όσο χρυσάφι θέλεις!
― Τι να το κάνω το χρυσάφι; Την Ερωτούσα θέλω μόνο, είπε ο Βλιτάνης συνεχίζοντας να κατεβαίνει και κρατώντας πιο σφιχτά το Μαύρο Όστρακο.
Τότε η φωνή ξανακούστηκε κάπως πιο φοβισμένη:
― Άφησε, Βλιτάνη, το Μαύρο Όστρακο κι εγώ θα σου δώσω όσην εξουσία θέλεις! Θα γίνεις ο πιο ισχυρός Βασιλιάς του Κόσμου!
― Τι να την κάνω την εξουσία; Την Ερωτούσα θέλω μόνο, ξαναείπε ο Βλιτάνης.
Τότε η φωνή ακούστηκε για μια ακόμα φορά, λίγο τρεμουλιαστή τώρα:
― Άφησε το Μαύρο Όστρακο, Βλιτάνη, κι εγώ θα σου δώσω την Ερωτούσα!
― Ψέματα λες! Η Ερωτούσα δεν είναι κάτι που μπορείς να μου δώσεις εσύ! Την Ερωτούσα θα την ελευθερώσω μόνος μου! Γιατί την αγαπάω! φώναξε αποφασισμένος ο Βλιτάνης.
Είχε φτάσει πια κάτω, στη βάση του Πύργου της Κουρούνας, σε μια κλειστή αυλή με πετρόχτιστα ψηλά τείχη γύρω και μπροστά από μια βαριά πύλη δίχως κανένα φανερό άνοιγμα.
Με τη βοήθεια του Χρυσού Αλόγου, ο Βλιτάνης βρέθηκε έξω από το Μαύρο Κάστρο του Σπερνοτρόμου, μπροστά από την κλειστή πύλη.
Καθάρισε απ’ το χιόνι μια μεγάλη πλατιά πέτρα, ακούμπησε πάνω της το Μαύρο Όστρακο και έπιασε μιαν άλλη βαριά πέτρα. Σήκωσε το χέρι αλλά δίσταζε, λες και κάποια συμπόνια εμπόδιζε το έργο του. Εκείνη τη στιγμή, τού φάνηκε ότι ξανάκουσε τις στριγκλιές της Ερωτούσας στα νύχια του κόνδορα. Και κάθε δισταγμός χάθηκε.
Κατέβασε με δύναμη το χέρι του και κοπάνησε το Μαύρο Όστρακο.
Ακούστηκε ένα ουρλιαχτό που του έκοψε την ανάσα.
Ξαναχτύπησε με δύναμη. Κι άλλο ουρλιαχτό ακούστηκε, ακόμα πιο φριχτό.
― Για την Ερωτούσα! Για την Ιχαμαπόλα! φώναξε ο Βλιτάνης και, ξεπερνώντας τη λύπη του και κάθε αμφιβολία, έδωσε το τελευταίο χτύπημα.
Και τότε, το Μαύρο Όστρακο έσπασε. Μια εφιαλτική κραυγή που σου τρύπαγε τ’ αυτιά αντιλάλησε σ’ ολόκληρο το βουνό Πιόψη Λαπόλα.
Ένας σκούρος γκρίζος καπνός απλώθηκε ολόγυρα στον αέρα αφήνοντας μιαν απαίσια μυρωδιά. Μέσα από τον καπνό ξεπρόβαλλε μια μαδημένη κουρούνα που πέταξε πέρα κρώζωντας πανικόβλητη. Του φάνηκε μάλιστα του Βλιτάνη ότι είδε λίγο πιο μακριά μια μικρή γκριζόμαυρη γάτα που άρχισε να κυνηγάει την κουρούνα. Η γάτα έμοιαζε πολύ με τη μεταμορφωμένη Αρπαξάνδρα, αλλά μπορεί να ήταν και η ιδέα του.
Τότε ο Βλιτάνης, με την καρδιά του να φτερουγίζει από πρωτόγνωρη χαρά, είδε την μεγάλη πύλη να ανοίγει και να βγαίνει τρέχοντας προς το μέρος του η πεντάμορφη Ερωτούσα.
― Ο Σπερνοτρόμος νικήθηκε! Είμαι ελεύθερη! του φώναξε και τον αγκάλιασε με ορμή και τον φίλησε.
― Το ξέρω, Ερωτούσα μου! είπε με αγαλλίαση ο Βλιτάνης σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του.
Χαρούμενος χίλιες φορές περισσότερο για την αγκαλιά και το φιλί της Ερωτούσας απ’ ότι που νίκησε τον κακό μάγο Σπερνοτρόμο.
[Απόσπασμα από το αδημοσίευτο παραμύθι «Ο Βλιτάνης και η Ερωτούσα»,
Copyright ©Κωστής Α. Μακρής, Μάρτιος 2013]