Καβαλάω μια μοτοσυκλέτα BMW, 500 cc,του 1953. Ζυγίζει 150 κιλά, με άδειο ντεπόζιτο παρακαλώ -όλο σίδερο, χωρίς ίχνος πλαστικού εκτός απο τις σέλες και τις χειρολαβές. Τα μεγάλα της αδέρφια πολέμησαν στην άμμο της Σαχάρας και τους πάγους της Ρωσίας. Είναι η Ματίλντα μου ή “Ματθίλδη” όπως έλεγαν την γιαγιά μου την Κεφαλονήτισα. Μου λέει ο άλλος: “Ωραίο το μηχανάκι σου!”. Ε; Το ποιό μου; Καλά, ρε φίλε, αν η Ματθίλδη μου είναι “μηχανάκι” αυτό των 50 cc που κάθεσαι πάνω, πώς το λες. Απάντηση: “Χεχεχε, δεν ήθελα να σε προσβάλω.” Καλά, συγχωρεμένος.
Πάω στο παντοπωλείο, γιατί τυχαίνει να είμα και ο μάγειρας του σπιτιού. Καιρό έχουμε να φάμε μια γενναία μακαρονάδα με σκέτη σάλτσα ντομάτα και μπόλικο τυρί απο πάνω σκέφτομαι. Πάω εκεί που είναι η πάστα και ψάχνω να διαλέξω: Πεπονάκι, Αστράκι, Κουσκουσάκι, Ρυζάκι, Κοραλάκι, Κοφτάκι(!!!), Φιογκάκι, Πενάκι… μεγάλη ποικιλία. Σκέφτομαι όμως οτι εφόσον υπάρχει Πεπονάκι θα υπάρχει και Πεπόνι, ίσως και Πεπονάρα. Το ίδιο και με το Κουσκουσάκι, ας πούμε. Θα έχει και Κουσκούς και Κουσκουσάρα, το ίδιο και με όλα τ’ άλλα. Μόνο το Κοφτάκι δεν μπόρεσα να σχηματίσω στον υπερθετικό και παρακαλώ βοηθήστε με αν το ξέρετε.
Τέλος πάντων, ψάχνω να τα βρώ αυτά και δεν τα βρίσκω πουθενά. “Ρε μάστορα”, λέω του παντοπώλη, “δεν θέλω Κοραλάκι, Κοράλι απλό έχει;”. “Αντε παράτα μας εξυπνάκια Παυλίδη”, η απάντηση.
Τον παρατάω και καταλήγω στις ταλιατέλες -ταλιατελάκι δεν υπάρχει, το ‘ψαξα- και, πίσω στο σπίτι, κάθομαι μπροστά στην TV να χαζέψω όσο σιγoβράζει η salsa semplice di pomodoro.
Τα κανάλια είναι γεμάτα με μαγείρους και μαγείρισσες που μας μαθαίνουν να μαγειρεύουμε. Παρακολουθώ επίτηδες για να ανεβάσω λίγο τις στροφές και την αδρεναλίνη μου και το πετυχαίνω, μαζί όμως ανεβαίνει και η πίεσή μου. Καλά τώρα οι μάγειροι, φανελάκι κοντομάνικο να φαίνονται οι τρίχες και τα τατουάζ στα μπράτσα και μισοαξύριστοι της μόδας, ν’ αναρωτιέσαι πόσες τρίχες έχει το φαΐ και να σου ανοίγει η όρεξη. Μα οι μαγείρισσες όμως είναι το κάτι άλλο. Α λα Μπάρμπι κατά κανόνα, ντυμένες λες και πάνε στο ετήσιο γκαλά της Σκάλας του Μιλάνου, με δυο δάχτυλα μακιγιάζ στα μούτρα, με διάφορα βραχιόλια, ή μπρασελέ επί το ελληνικότερο, και από ένα τεράστιο δαχτυλίδι στο κάθε τους δαχτυλάκι. Σεμνά και ωραία ως ταιριάζει σε μαγείρισσα. Για να φανεί ότι συμμετέχουν κρατούν κι ένα κουτάλι και δήθεν ανακατεύουν την κατσαρόλα υπό το βλέμμα του δασύτριχου μάγειρα. Το κουτάλι είναι από μέταλλο -stainless steel υποθέτω. Μεταλλικό κουτάλι σε κατσαρόλα που βράζει; Και πώς δοκιμάζεις το φαγητό που θα κάψεις τα καλοβαμμένα χειλάκια σου και θα κολλήσει πάνω τους το κουτάλι; Γιατί μαγειρική χωρίς δοκίμασμα δεν γίνεται, γίνεται; Βλακείες! Μα εκεί που τα σκέφτομαι αυτά, νάσου πάλι τα υποκοριστικά! Εκεί να δεις…
“…ζεσταίνουμε το λαδάκι και σωτάρουμε το κρεμμυδάκι με δυο σκελίδες σκορδάκι. Προσθέτουμε τις ντοματούλες μας ξεφλουδισμένες και περασμένες στον τρίφτη, ένα κλωναράκι ριγανίτσα, μαϊντανούλι ψιλοκομμένον, φυλλαράκι δάφνης, μισή κουταλίτσα ζαχαρούλα αν θέλουμε, αλατάκι και πιπεράκι. Ανακατεύουμε με το κουταλάκι μας και αφίνουμε το κατσαρολάκι μας να σιγοβράσει σε χαμηλή φωτίτσα για μισή ωρίτσα περίπου”. Τέζα ο Παυλιδάκης!
Βέβαια δεν σταματάμε εκεί. Φαίνεται πως τα υποκοριστικά είνα πολύ της μόδας, έτσι πίνουμε καφεδάκι, τσαγάκι, νεράκι, κάνουμε τσιγαράκι, τρώμε φαγάκι και ψωμάκι, φοράμε κάποιο ρουχαλάκι ή καπελάκι, πάμε ταξιδάκι, παίρνουμε ένα ταξάκι κλπ, κλπ, κλπ.
Υποκορισμός, … χρησιμοποιώ παιδική γλώσσα, μιλώ χαϊδευτικά ή θωπευτικά
-Ετυμολογικό Λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη
Μα ούτε να χαϊδευτώ θέλω, ούτε να θωπευτώ. Μια μακαρονάδα θέλω να φτιάξω. Ουφ, νευρίασα πάλι!