Πέντε Οκτωβρίου ήταν η μέρα των ζώων. Τι σημαίνει αυτό, μη με ρωτάτε.
Η μέρα που γιορτάζουν τα ζώα; Ποια ζώα; Όλα τα ζώα; Ή μόνο αυτά που έχουν απαλές τρίχες και ροζ μυτούλα; Οι ψείρες είναι ζώα; Τα κουνούπια; Οι σκορπιοί, οι καρκίνοι, οι αιγόκεροι, οι λέοντες; Γιορτάζουν κι αυτά;
Οι κένταυροι πότε γιορτάζουν;
Και εγώ πότε γιορτάζω; Την ημέρα των ανθρώπων; Και πότε είναι αυτή η μέρα;
Αλλά από αλλού ξεκίνησα κι αλλού θέλω να καταλήξω.
Στις πέντε Οκτωβρίου λοιπόν, κατέβασα από το σπίτι δυο σακούλες σκουπίδια και μια μεγάλη σακούλα για την ανακύκλωση.
Έριξα τα σκουπίδια στον πράσινο κάδο των σκουπιδιών και πήγα δίπλα ν’ αμολήσω τη σακούλα των ανακυκλώσιμων στον μπλε κάδο. Είχα δει ότι ήταν ανοιχτό το καπάκι του, όπως συνήθως. Είναι μερικοί που σιχαίνονται να το πιάσουν το καπάκι και αποφεύγουν να το κλείσουν να το κλείσουν όταν το βρουν ανοιχτό. Τους καταλαβαίνω… Είναι πάρα πολύ δύσκολο να πλύνεις μετά τα χέρια σου και όταν μάλιστα έχεις μικροβιοφοβία, αποφεύγεις να το πιάσεις. Υπάρχουν πολλοί που δεν μπορούν να πατήσουν το ποδοπίεστρο ή δεν ξέρουν τι σημαίνει και πώς λειτουργεί αυτό. Το ανοίγει ο πρώτος και μετά μένει ανοιχτό μέχρι να βρεθεί κάποιος να το κλείσει.
Αμολάω λοιπόν τη σακούλα χωρίς να κοιτάξω μέσα και ετοιμάζομαι να κλείσω το καπάκι, να κάνω την καλή πράξη της ημέρας. Ή, την κακή. Για όσους σιχαίνονται να πιάνουν τα καπάκια των μπλέ και πράσινων κάδων. Αλλά, όπως είπα, τους καταλαβαίνω. Χρειάζεται τρομακτική φαντασία να έχεις μαζί σου ένα χαρτομάντηλο γι’ αυτή τη δουλειά ή ένα κομμάτι χαρτί κουζίνας ή ένα υγρομάντηλο. Αλλά πάλι φεύγω από το θέμα μου.
Ρίχνω τη σακούλα και ακούω ένα έντονο και σπασμωδικό χαρχάλεμα μέσα από τον κάδο. Σκύβω και βλέπω ένα γατί να παλεύει να βγει. Πηδούσε στα τοιχώματα και προσπαθούσε να γατζωθεί για να την κοπανήσει αλλά συνέχεια γλιστρούσε και έπεφτε πάλι στον πάτο. Ο μπλε κάδος βρίσκεται δίπλα σε μια ελιά κι από κεί μάλλον πήδηξε το γατί μέσα για να βρει κάτι να φάει. Και τώρα δεν μπορούσε να βγεί. Έσκυψα και το χάζευα που βασανιζόταν γεμάτο αγωνία να ξεφύγει από την παγίδα που αυτοβούλως είχε μέσα της βρεθεί.
Θυμωμένος μ’ εκείνον που είχε αφήσει ανοιχτό το καπάκι και μην μπορώντας να ξεσπάσω πάνω του, άρχισα να βρίζω το γατί και του ’λεγα διάφορες εθνικοπατριωτικές νουθεσίες:
«Χαζόγατο! Βλαμμένο! Βρήκες ανοιχτό το καπάκι και χώθηκες εκεί μέσα νομίζοντας ότι θα βρεις κάτι να φας, και να τα χάλια σου! Έχεις παγιδευτεί μέσα στον μπλε κάδο και τώρα δεν ξέρεις πώς να βγεις. Ηλίθιο γατί, ανόητο! Με πολιτική σκέψη επιπέδου λαγού! Χώνεσαι μέσα στις βρομιές, όπου μπορεί να σε πιάσει κασίδα και να μαδήσεις ολόκληρο, για ένα ξεροκόμματο! Που γιορτάζεις και σήμερα, τρομάρα σου, βλάκα. Κι όχι μόνο χώθηκες μέσα στον μπλε κάδο για να βρεις να φας, αλλά δεν σκέφτηκες την κοινωνία, που άλλα περιμένει από σένα. Πού είναι η περηφάνια σου; Πώς μπορείς και ταπεινώνεσαι έτσι; Πηγαίνεις και τρυπώνεις μέσα σε μπλε κάδους για να ικανοποιήσεις τα πιο ταπεινά σου ένστικτα! Και νομίζεις ότι έτσι θα γλιτώσεις από την πείνα και την εξαθλίωσή σου! Να όμως τι παθαίνεις. Πώς θα βγεις τώρα; Ε; Μου λες;»
Τέτοια και άλλα πολλά του έλεγα του γατιού που με κοίταζε τρομαγμένο κι όλο πήδαγε προσπαθώντας να γλιτώσει. Κι από τον μπλε κάδο και από μένα, που είχα πάρει φόρα και του έκανα διάλεξη περί φιλοπατρίας, αξιοπρέπειας και δημοκρατικών φρονημάτων.
Κάποια στιγμή το είδα που στάθηκε στον πάτο, σήκωσε το κεφάλι και με κοίταζε έντονα. Λόξεψε λίγο το κεφάλι του και μου είπε:
«Πόσο βλάκας είσαι; Αντί να με βγάλεις από τον μπλε κάδο, κάθεσαι και μου αραδιάζεις ένα κάρο φιλοσοφίες και μπούρδες. Κι αφού αναγνωρίζεις ότι μπήκα εδώ μέσα για να βρω φαΐ, τι με βρίζεις κι από πάνω επειδή πεινούσα; Ε; Τι να σου πω, βρε κακομοίρη… Σε λυπάμαι.»
Δυο πράγματα με κλόνισαν τότε. Το πρώτο ήταν ότι το γατί μιλούσε ανθρώπινα και μάλιστα Ελληνικά. Το δεύτερο ήταν ότι μου φάνηκε πως είχε δίκιο σ’ αυτά που έλεγε. Κι αυτό με πλήγωσε πολύ.
Σκέφτηκα τότε τα λόγια του και προσπάθησα να το βοηθήσω να βγει.
Πήγα να πλαγιάσω τον κάδο αλλά τσούλαγε στις ρόδες του και μου ’φευγε. Είδα ότι οι μπροστινές ρόδες είχαν φρένο και το πάτησα. Έβαλα κόντρα με το πόδι μου και κατάφερα να γείρω τον μπλε κάδο. Τότε το γατί περπάτησε πάνω στη μπλε πλαστική επιφάνεια χωρίς να γλιστρήσει και βγήκε καμαρωτό καμαρωτό. Μου έριξε ένα βλέμμα οίκτου και έφυγε. Χωρίς ούτε ένα ευχαριστώ.
Εγώ γύρισα στο σπίτι μου πολύ προβληματισμένος.
Και από τα λόγια του παγιδευμένου γατιού και για το αν την ημέρα των ζώων γιορτάζω κι εγώ ή όχι.