iporta.gr

Το αρχαίο σουρωτήρι, του Κωστή Α. Μακρή

Προνομιακές διακοπές τον Αύγουστο στην Αθήνα. Στα δυο βήματα η θάλασσα. Κι ακόμα πιο κοντά, τα Μουσεία.

Πολίτες ντόπιοι και μέτοικοι. Στεγασμένοι και άστεγοι, εργαζόμενοι και άνεργοι, στεγνοί και πρεζόνια, πολιτικοί και απολίτικοι.

Στη θάλασσα μαζί με μια μικρή άνθρωπο που σε προσφωνεί παππού, με πλήρη άγνοια της βιολογικής σημασίας του τίτλου που σου απονέμει, αλλά με μεγαλύτερη αξία ―για μένα― από το “σερ”, το “δον”, ένα “αξιότιμε κύριε” ή, ακόμα χειρότερα, ένα στρίμωγμα στο “Ελληνικέ Λαέ!” κάποιου πολιτικού.

Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μαζί με μια μεγάλη άνθρωπο που με αποκαλεί εδώ και πολλά χρόνια με τ’ όνομά μου και σχεδόν πάντα τιμητικά εκτός κι αν είμαστε (σπάνια) τσακωμένοι. Αφορμή η έκθεση για το Ναυάγιο και τον μηχανισμό των Αντικυθήρων. Με πολύ περπάτημα και διάλειμμα για τυρόπιτα στο αίθριο με τις ελιές και τα περιστέρια.

Και μαζί με όλα τα συγκλονιστικά της τέχνης και της τεχνικής, με ματιές σε μια μακρινή ζωή άφθαστης τέχνης και υψηλής τεχνικής συνδεμένης τόσο σφιχτά με την καθημερινή ζωή, με δούλους και με γυναίκες χωρίς πολιτικά δικαιώματα και πολλούς σοφούς καταδικασμένους, εξορισμένους, συκοφαντημένους και εκ των υστέρων δικαιωμένους, εκεί που οι σκέψεις και οι φιλοσοφίες είναι πιο μπερδεμένες κι από τις οικονομικές θεωρίες που δεν απαντούν στην κρίση, νάσου ένα κομψοτέχνημα βγαλμένο κατευθείαν μέσα από μια αρχαία κουζίνα.

Ένα αρχαίο σουρωτήρι μπρούτζινο.

Τόσο αριστουργηματικά φτιαγμένο που να μπορείς να χτίζεις γύρω του ένα σπίτι όμορφο, μια πόλη με ελεύθερους πολίτες, ένα πολύπλοκο σύστημα σκέψης και να λες:

«Τέτοιος πολίτης θέλω να είμαι σήμερα. Πολιτισμένος, με σκέψη και με τέτοια σουρωτήρια στην κουζίνα μου, φτιαγμένα από συμπολίτες μου που ξέρουν να φτιάχνουν έναν Παρθενώνα αντάξιό μου κι όχι μια καρικατούρα για μικρά μακρουλά νησάκια που τα λένε μακρονήσια».
Τέτοια χώρα και πολιτισμός θέλω να διηθείται μέσα από τις τρυπίτσες του και να περνάει σε άλλες χώρες και άλλους πολιτισμούς και από εκεί πάλι πίσω σε μένα και να κρατάει τα κατακάθια που είναι για πέταμα κι όχι να μου τα πασάρει αφιλτράριστα.

Και θέλω να είμαι πολιτισμένος και να μην ντρέπομαι απέναντι στην μικρή άνθρωπο που βάζει το τιμητικό και κατ’ απονομήν “παππού” πριν από το όνομά μου και κάνουμε μπάνια αυγουστιάτικα και με εμπιστεύεται και τρώμε και μια τυρόπιτα, τόσο φτωχοί και τόσο πάμπλουτοι στην Αθήνα μας.

Γιατί έχω τεράστιο θαυμασμό και πίστη γι’ αυτή την μικρή άνθρωπο, αυτή την αττική άρκτο, αυτή την μικρή κόρη που θα γνωρίσει έναν κούρο ―όχι πολύ μακριά στον χρόνο από σήμερα― και θέλω να αγαπάνε και οι δυο τους αυτή την πόλη και τρέφω και απέραντο θαυμασμό για το μικρό σουρωτήρι που στα χέρια της κρατούσε μια νοικοκυρά και διύλιζε τους κώνωπες από τον άκρατο οίνο της χωρίς να καταπίνει την κάμηλο και συμμετείχε περήφανη και χαρωπή στα Παναθήναια, άλλο που δεν συμετείχε στα κοινά κι άλλο που ούτε οι δούλοι της συμμετείχαν στα κοινά και πολίτης θέλω να είμαι σήμερα με τα μακρουλά μου πόδια βαθιά στην ιστορία και να γνωρίζω ότι στην Δημοκρατία την παλιά της πόλης που αγαπάω υπήρχε ένας μεγάλος ηθμός, ένα αρχαίο σουρωτήρι, που δεν άφηνε να περάσουν σαν πολίτες ούτε οι γυναίκες ούτε οι μέτοικοι ούτε οι φτωχοί ούτε οι δούλοι.

Δεν περνούσε όλος ο λαός από το αρχαίο εκείνο σουρωτήρι.

Κι έτσι, τωρινός πολίτης θέλω να είμαι, κι εσύ σημερινέ πολιτικέ και συμπολίτη μου ―απ’ όπου κι αν μου μιλάς, από τη μέση, από την άκρη, από δεξιά ή από αριστερά― μη με αποκαλείς, σε παρακαλώ πολύ, “λαό”.
Δεν είμαι από τις πέτρες τής Πύρρας και του Δευκαλίωνα φτιαγμένος.

Πολίτη νόμιζέ με κι έτσι να με προσφωνείς, γιατί αυτό θέλω να γίνω κι εγώ και η μικρή άνθρωπος που με εμπιστεύεται στη θάλασσα, κι ας φοβάται περισσότερο τα καβουράκια και τις τσούχτρες από το μέλλον της που γι’ αυτό αφήνει άλλους να το φοβούνται.

Γι’ αυτό σου λέω. Κοφ’ το αυτό το “λαέ”. Δεν με ζαχαρώνει, δεν με συγκινεί και δεν με κάνει πιο περήφανο.

Πολίτης πολιτισμένος θέλω να είμαι που βλέπει μπροστά κι ακούει φωνές και ιδέες από πάρα πολύ πίσω. Που ξέρει από σουρωτήρια κι από κρισάρες κι από κόσκινα και σε τι χρειάζονται όταν πρέπει να ξεχωρίσεις το καλό από τα σκουπιδάκια.
Και μη μου κλαψουρίζεις για τη φτώχεια μου, μη μου βροντοφωνάζεις για τα κεκτημένα μου, μη μου θρηνείς για το «δεν γίνεται αλλιώς», γιατί πάντα γίνεται και αλλιώς και πάντα γίνεται να κερδίζεις, σαν ηττημένος Λεωνίδας, τις μάχες που έχασες.

Γιατί, αν ελεύθερο πολίτη λογίζεις τον εαυτό σου, την μασάς και την τρως την ιστορία και αφήνεις στα εγγόνια σου να την χωνέψουν και να την κάνουν μηχανισμό των Αντικυθήρων και κομψά σουρωτήρια, καθώς εσύ άλλη δουλειά είχες να τελειώσεις στις Θερμοπύλες και δεν είχες ολόδικό σου τον χρόνο σου γιατί σε έσπρωχνε η ευθύνη και τον χάρισες ―μαζί με τη ζωή σου― στα παιδιά σου και στα εγγόνια σου και δεν κλαψούριζες για μια θεσούλα, για ένα σπιτάκι, για 15 μέρες διακοπές ή για μια εύκολη μετάβαση στον προορισμό σου με δανεικό αεροπλάνο.

Κι έτσι σουρωμένος από ένα αρχαίο σουρωτηράκι, σωστό κομψοτέχνημα, έχοντας πετάξει αρκετά σκουπιδάκια, έχοντας κάνει και ένα μπάνιο κοντά στον Μαραθώνα, ξέρεις, εκεί που…

Έτσι ξαλαφρωμένος από πολλά μικρά σκουπίδια, που όταν σου μπουν στο μάτι οι άλλοι νομίζουν ότι κλαις, ξαναλέω, σε πολιτικούς και συμπολίτες:

Πολίτη να με λέτε, γιατί αυτό θέλω να είμαι.

Είτε άντρας, είτε γυναίκα. Είτε Έλληνας, είτε εκπατρισμένος Μέτοικος.

Μη με λέτε “λαό” γιατί με στενεύει αυτή η πέτρινη φορεσιά σας και η υποκριτική της συλλογικότητα που δεν έχει καθόλου δίκαιο μοίρασμα αγαθών, συμφορών ή ταπεινώσεων μέσα της.
Και εσύ ειδικά, ο ανελλήνιστος και ανιστόρητος, μην προσπαθείς να με χώσεις μέσα στο μαύρο σου το σάβανο, με τους διακοσμητικούς μαιάνδρους, προσφωνώντας με “Περήφανο Ελληνικό Λαό”.

Άσε με εμένα, σαν ελεύθερος πολίτης που θέλω να είμαι, να κρίνω πόσο περήφανος και πόσο Έλληνας θα είμαι με τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων για να προβλέπω τις εκλείψεις και με το σουρωτήρι μου για να ξεχωρίζω τα σκουπίδια.

Άσε με να κρίνω εγώ ο ίδιος πόσο Ιταλός θα είμαι, με τον Τζιότο και τον Δάντη, πόσο Γερμανός με τον Γκαίτε και τον Μπετόβεν και τον Τόμας Μαν, πόσο Γάλλος με τον Βολταίρο, τον Βικτόρ Ουγκό και τον Καμύ ―τον σχεδόν Αλγερινό―, πόσο Ισπανός με τον Θερβάντες, τον Λόπε δε Βέγκα και τον Λόρκα, πόσο Αφρικανός με τον Νέλσον Μαντέλα, πόσο Αμερικάνος με τον Τόμας Παίην, τον Βενιαμίν Φραγκλίνο και τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, πόσο Αλβανός με τον Ισμαήλ Κανταρέ, πόσο Τούρκος με τον Αζίζ Νεσίν και τον Ναζίμ Χικμέτ και πόσο Πολίτης του Κόσμου μαζί με τόσους πολλούς άλλους που δεν χωράνε όλοι μαζί μέσα σ’ ένα τόσο μικρό σουρωτήρι όπως αυτό το μικρό κείμενο.

Γι’ αυτό σου ξαναλέω: Πολίτη να με φωνάζεις. Όχι “λαό”.

Και ίσως, με την προσφώνηση αυτή ―και εφόσον είναι αρκετά ευγενικά ειπωμένη―, να γυρίσω να σε ακούσω.

Κι από κει και πέρα, ‘ξα* μου εμένα το πώς θα κουμαντάρω και σένα και τα σουρωτήρια μου και τη ζωή μου.

* ‘ξα ή εξά μου= κρητική έκφραση που σημαίνει “όπως νομίζω”. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από τη λέξη “εξουσία” [‘ξά μου=εξουσία μου].
(Εικόνα: του Κωστή Α. Μακρή: αυθαίρετη απεικόνιση σουρωτηριού με φόντο την Ακρόπολη της Αθήνας)

Κωστής Α. Μακρής

επικοινωνείστε:kostimak@otenet.gr