Σε κάποια σημεία του το βιβλίο θα μπορούσε να μην ήταν μόνο εκ Πειραιώς, αλλά και εξ Ελευσίνος και εκ Δραπετσώνος και πολλά ακόμη. Μέσα από τις σελίδες γνώριμοι χαρακτήρες και τόποι έρχονται τόσο κοντά που, αν έχεις γεννηθεί στις εργαστοσυνοικίες της Αθήνας, η εγγύτητά τους σε ξαφνιάζει. Είναι τόσο αληθινό το βιβλίο, που στιγμές νόμιζα πως άκουγα στ’αυτιά μου τους οικείους ήχους της ηλεκτροκόλλησης και του τροχού, όπως τότε στα παιδικά μου χρόνια.
Είναι οι εποχές που η Ελλάδα χτίζεται, εκβιομηχανίζεται και μαθαίνει να ζει στις πόλεις αφήνοντας άδειο το πατρικό σπίτι στο χωριό. Ζυμώνει ένα δικό της τρόπο ζωής, καινούργιο, σκληρό που τον ψήνει η δουλειά. Όλα γυρίζουν γύρω από τη δουλειά: χειρωνακτική, πολύωρη, δύσκολη. Σου ζητάει να αντέχεις και να προσπαθείς πολύ. Συχνά να στύβεις και το μυαλό σου. Αλλά κυρίως να προσέχεις. Γιατί μόνο εσύ νοιάζεσαι για τη ζωή σου που εκτελεί ασκήσεις ακρίβειας δίπλα σε γκρεμό κάθε μέρα.
Μέσα από το ασύνδετο σχήμα χωρίς τελείες με τη χειμαρρώδη ροή πληροφοριών ήταν σαν ξαναζούσα διηγήσεις του πατέρα μου ,των φίλων των συγγενών. Από τα ονόματα των πλοίων στο λιμάνι, τους δρόμους τους ρεμπέτες και τα μαγαζιά, τα γήπεδα και το ποδόσφαιρο ,μέχρι την ομορφιά των κοριτσιών της Κοκκινιάς.
Κάπου, όμως, το βιβλίο γίνεται μόνο εκ Πειραιώς. Είναι η όψη του λιμανιού και της Τρούμπας που εμείς αγνοούμε. Μέσα από τα μάτια του συγγραφέα του. Μέσα από τα μάτια των ανθρώπων που το ζουν.
Όλα τα ζωγράφισε ο Χαριτόπουλος χωρίς να ξεχάσει μια πινελιά. Ίσως γιατί η ζωή των ταπεινών δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι λησμονημένη.
Δεν το διάβασα απλώς. Το πέρασα εντός μου. Μέσα σε τρεις μέρες. Ήθελα, δεν ήθελα. Γιατί συμπλήρωσα μερικά κομμάτια που μου λείπανε από το παζλ της ζωής μου και της καρδιάς μου.