Ημέρα Παρασκευή, μέσα στην τρέλα του προσεχούς Σαββατοκύριακου, είχα πάλι πράγματα να κάνω. Κατά το απογευματάκι βρέθηκα καλεσμένη στο προξενείο του Καμερούν στην Βιέννη, στην πανέμορφη Βίλα Φλόρα στο 14ο διαμέρισμα της Βιέννης, στο λεγόμενο Πέντσινγκ, περιοχή που θυμίζει κάτι από τον Αθήνα.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα τι θα συναντήσω αυτή την φορά. Τι σου είναι οι φίλοι όμως. Η καλή μου Αναστασία με είχε ήδη προετοιμάσει, όπως χρήζει σε κάθε σωστή συνδιοργανώτρια που σέβεται τον εαυτό της. «Θα είναι και αξιόλογοι Έλληνες», μου είπε. Ευκαιρία να γνωρίσουμε κι άλλους, σκέφτηκα… Έτσι και έγινε.
Μετά από μια πανέμορφη, αλλά μιας ώρας, διαδρομή (πολύ κίνηση στους δρόμους) μέσα από τις καταπράσινες γειτονιές της Βιέννης, να και ένα «μάτσο» αστυνομικοί να «ελέγχουν» την κίνηση μπροστά από την δεσπόζουσα Βίλα Φλόρα. «Εδώ είμαστε», λέω στον άντρα μου, «τώρα πραγματικά εντυπωσιάστηκα». Μια διώροφη Αρ Νουβό μονοκατοικία, με κόκκινο χαλί στρωμένο που οδηγούσε στο εσωτερικό του σπιτιού, σε έναν απέραντο πράσινο κήπο… ένα μίνι δάσος. Σαν να περίμενε κανείς τις νεραϊδούλες του δάσους να ξεπηδήσουν από τα λουλούδια του κήπου. Μαγικά. Αμέσως αναγνωρίζω αρκετές γνωστές φυσιογνωμίες από τον καλλιτεχνικό και τον διπλωματικό χώρο. Μέχρι και ο μεγάλος αυστριακός ρεαλιστής ζωγράφος * της εποχής του Σαλβαντόρ Νταλί, Έρνστ Φούξ, ο οποίος φιλοτέχνησε και αρκετά διακοσμητικά στοιχεία της Βίλας αυτής, βρίσκεται εδώ. Τι τιμή.
Ποτέ άλλοτε δεν είχα συναντήσει τόσους Πρέσβεις μαζί. Έλ Σαλβαδόρ, Παναμάς, Κίνα, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία… όλες οι εθνικότητες εκεί σε ένα όμορφο «ανοιξιάτικο» απόγευμα κάπου έξω από το κέντρο της πόλης, χωρίς πρωτόκολλο. Ειδυλλιακά. Μιλώντας μεταξύ τυριού, αλατιού και μουσικής υπόκρουσης με ιταλικά τραγούδια, το θέμα μας δεν ξέφευγε από την κρίση στην Ελλάδα και βέβαια τις διακοπές στα πανέμορφα νησιά μας. Όλοι είχαν έναν καλό λόγο να πουν και, πιστέψτε με, δεν ήταν «διπλωματικό» το θέμα. Οι Έλληνες επίτιμοι καλεσμένοι, ήταν λίγοι και καλοί. Ένας ανερχόμενος μουσικοσυνθέτης, ο Νίκος Γουργιώτης, η Έσθερ Χατζή, πολυπράγμων στην καλλιτεχνική σκηνή της πόλης και φυσικά η ακολουθία της Ελληνικής μας Πρεσβείας, έδωσαν το παρόν και με το παραπάνω. Με περηφάνια.
Όλα αυτά καλά μέχρι εδώ, όμως, το απόγευμα είχε και συνέχεια. Σαν επισφράγιση της οργανωτικής επιτυχίας και μετά από προσωπική πρόσκληση (για την οποία είμαι κάτι παραπάνω από ευγνώμων) της ιταλικής εταιρίας των δημοσίων σχέσεων που είχε αναλάβει όλο αυτό το event, βρεθήκαμε σε ένα από τα πιο γνωστά μπαράκια της πόλης, στον «Κόκκινο Άγγελο» ή αλλιώς Roter Engel. Εκεί στο «Τρίγωνο των Βερμούδων», μέρος συνάντησης όλων των ειδών κόσμου, Ιταλία Ελλάδα σημειώσατε Χ. Τι κέφι, τι χορός …Una faccia una razza.
Την κορύφωση της βραδιάς έμελε όμως να την «δημιουργήσει» ένας «Ζορμπάς»! Με την πρώτη κιόλας νότα που ακούστηκε από τα ηχεία, ήξεραν όλοι μέσα στο πνιγμένο από τον κόσμο μπαρ τι θα ακολουθήσει. Ο πονηρός DJ, άγνωστης «αλλοδαπής» καταγωγής, αφού είχε ακούσει όλο το βράδυ τους ελληνικούς μας * ευγενικούς πάντα, διαλόγους, και την φωνή μας να «υπερκαλύπτει» την μουσική, γνώριζε τι θα ήταν αυτό που θα μας «ένωνε». Η μεγάλη έκπληξη όλων μας, ήταν η συμμετοχή όλων των θαμώνων του μαγαζιού, μηδενός εξαιρουμένου, ανεξαρτήτου ηλικίας και εθνικότητας, σε αυτό το απρόσμενο, αυτοσχέδιο Συρτάκι flash mob. Όλοι αγκαλιασμένοι, με μια απίστευτη δυναμική, που έλειπε μόνο μια κάμερα να το απαθανατίσει, να χορεύουμε αργά, έπειτα να χορεύουμε πιο γρήγορα και στο τέλος να κάνουμε στην άκρη για να χορέψουν τα Ελληνόπουλα, παλικάρια, το Συρτάκι που μας κάνει περήφανους σαν Έλληνες κάθε φορά που θα βρεθούμε μαζί, ενωμένοι, κάπου εκεί στην «ξενιτιά»… Τζιβαέρι.
Γιατί Έλληνας, αν δεν δείξει και αν δεν υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους «άλλους» δεν γίνεται, έτσι γεννιέται…
«Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα
καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,
ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω
γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Χάρο,
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό.
Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.
Χῶμα τιμημένο, ποὔχουν ἀνασκάψει
γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἕναν Παρθενώνα,
χῶμα δοξασμένο, ποὔχουν ροδοβάψει
αἵματα στὸ Σούλι καὶ στὸ Μαραθώνα,
χῶμα πὄχει θάψει λείψαν᾿ ἁγιασμένα
ἀπ᾿ τὸ Μεσολόγγι κι ἀπὸ τὰ Ψαρὰ
χῶμα ποὺ θὰ φέρνει στὸν μικρὸν ἐμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα καὶ χαρά.
Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλαχτὸ στὰ στήθια,
κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλαχτὸ σὲ βάλει
ἀπὸ σὲ θὰ παίρνει δύναμη βοήθεια,
μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα, ξένα κάλλη.
Ἡ δική σου ἡ χάρη θὰ μὲ δυναμώνει,
κι ὅπου κι ἂν γυρίσω, κι ὅπου κι ἂν σταθῶ
σὺ θὲ νὰ μοῦ δίνεις μιὰ λαχτάρα μόνη,
πότε στὴν Ἑλλάδα πίσω θὲ νὰ ῾ρθῶ.
Κι ἂν τὸ ριζικό μου -ἔρημο καὶ μαῦρο-
μοὔγραψε νὰ φύγω καὶ νὰ μὴ γυρίσω,
τὸ στερνὸ συχώριο εἰς ἐσένα θἄβρω,
τὸ στερνὸ φιλί μου θὲ νὰ σοῦ χαρίσω.
Ἔτσι κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,
καὶ τὸ ξένο μνῆμα θἆναι πιὸ γλυκὸ
σὰ θαφτεῖς μαζί μου στὴν καρδιά μου ἐπάνω,
χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό.»
Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951)