Άμλετ, ένα έργο λίγο πολύ γνωστό και πολυπαιγμένο. Αναμφισβήτητα, ο Σαίξπηρ είναι ένας γλωσσοπλάστης συγγραφέας που στο βάθος των αιώνων «ιντριγκάρει» σκηνοθέτες και ηθοποιούς να καταπιαστούν μαζί του. Έχουμε δει τον Άμλετ με ρούχα εποχής μέσα σε παραφουσκωμένα σκηνικά, μοντέρνο μέσα σε μίνιμαλ περιβάλλον και σε πάρα πολλές άλλες εκδοχές. Χθες το απόγευμα όμως είχα την τύχη να παρακολουθήσω μία διαφορετική αναπαράσταση του γνωστού σεξπηρικού έργου. Σε σκηνοθεσία και διασκευή των Μανώλη Δούνια και Αιμίλιο Χειλάκη, το έργο μετατράπηκε σε παιχνίδι για έναν. Το έργο τιτλοφορείται ως μόνος με τον Άμλετ και ο Αιμίλιος Χειλάκης, μας παρουσίασε ο ίδιος όλους τους ρόλους του έργου. Μία άκρως ιδιαίτερη προσέγγιση που δεν είχαμε ξαναδεί μέχρι σήμερα. Με αυτή του την ερμηνεία κατάφερε να μας κρατήσει κοντά του για μία ώρα και ένα τέταρτο χωρίς να νιώσουμε πως μας λείπει μια πλειάδα ηθοποιών.
Το έναυσμα του ταξιδιού δόθηκε από τον ίδιο τον ηθοποιό που βγήκε στη σκηνή ενόσω τα φώτα της πλατείας ήταν ακόμη ανοιχτά. Με ένα καθαρά μπρεχτικό τρόπο, άρχισε να ετοιμάζεται μπροστά στα μάτια των θεατών που ένιωθαν άβολα και αμήχανα μιας και δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν η παράσταση είχε αρχίσει ή όχι. Ο ηθοποιός, βάφτηκε σαν γελωτοποιός μίας άλλης, πιο μακρινής εποχής, ή σαν ηθοποιός της παντομίμας, και αφού ολοκλήρωσε την προετοιμασία του, τα φώτα της πλατειάς έσβησαν και το κοινό ενημερώθηκε από τα μεγάφωνα πως η παράσταση αρχίζει…
Το έργο που γνωρίζουμε δεν είχε υποστεί αλλαγές πάρα μόνο τις απαραίτητες παραλείψεις που επιβάλει ο χρόνος, χωρίς όμως να βγάζει έξω κάθε τι σημαντικό και καίριο. Ξεκινά λοιπόν με το φάντασμα του Δανού βασιλιά και πατέρα του Άμλετ που κινητοποιεί όλη την πλοκή του έργου. Η υπόθεση γνωστή, ο αδελφός του βασιλιά της Δανίας, Κλαύδιος, σκοτώνει τον αδελφό του με δόλιο τρόπο για να καταχραστεί τον θρόνο και το νυφικό του κρεβάτι. Το φάντασμα του βασιλιά ζητά από τον γιο του Άμλετ να πάρει εκδίκηση για αυτή την ατιμία. Ο νεαρός Άμλετ καταφέρνει να αποκαλύψει το έγκλημα του βασιλιά με τη βοήθεια ενός περιπλανώμενου θιάσου. Η δολοφονία όμως ενός αυλικού, του Πολώνιου, πάτερα της αγαπημένης του Οφηλίας , από τον ίδιο τον Άμλετ, την οδηγεί στην τρέλα και το θάνατο. Ο γιος του Πολώνιου επιστρέφει στο παλάτι από κάποιο ταξίδι για να εκδικηθεί για τους δυο θανάτους και συνωμοτώντας με τον βασιλιά σκοπεύει να σκοτώσει τον Άμλετ σε ξιφομαχία. Το τέλος του έργου είναι σκληρό αφού ο θάνατος αγκαλιάζει όλους τους χαρακτήρες.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης, χρησιμοποιώντας κάποια σκηνικά αντικείμενα, υποδύθηκε όλους τους ρόλους, ξεκάθαρα χωρίς το κοινό να μπερδεύεται και να χάνει τη ροή της σκηνικής δράσης. Τα σκηνικά αντικείμενα βοηθούσαν και καθοδηγούσαν το κοινό. Ένα στέμμα και μια ψηλή καρέκλα για το βασιλιά, μια μάσκα για τον θεατρίνο, ένα συρόμενο μπαούλο για το θίασο, μια αποκριάτικη κούκλα σε στύλο για τον Πολώνιο, μια κούνια και κάποιες κούκλες για την Οφηλία, ένα ξίφος για τον Λαέρτη, αδελφό της Οφηλίας, ένα κόκκινο κραγιόν για τη μητέρα του Γερτρούδη. Ευρηματικό και αποτελεσματικό το σκηνικό αφού όλα λειτούργησαν άψογα δίνοντας μια φρέσκια και πρωτότυπη ιδέα. Τέσσερεις καθρέπτες – πίνακες λειτουργούσαν πρακτικά ως πόρτες, αλλά με τις λέξεις που ο ηθοποιός έγραψε επάνω τους, λειτουργούσαν ακόμη και σαν πέρασμα στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής και ύπαρξης. Τα λύματα που έγραψε επάνω τους, ήταν «λέξεις» σχηματίζοντας και ένα παιχνίδι σαν σταυρόλεξο με τα γράμματα του λύματος και «θυμάμαι». Ενώ στην τρίτη ζωγράφισε έναν απλό, γυμνό ανθρωπάκι στο οποίο πρόσθεσε ένα βασιλικό στέμμα. Οι κούκλες που αναφέραμε είχαν διπλό ρόλο. Αρχικά παράστησαν τις επιστολές που είχε στείλει ο Άμλετ στην Οφηλία και τις οποίες εκείνη τον προέτρεπε να πάρει πίσω. Ενώ αργότερα, πήραν την μορφή των λουλουδιών που μοιράζει η Οφηλία στη σκηνή της απόλυτης παραφροσύνης της. Ο ηθοποιός καθισμένος στην κούνια που βρισκόταν στα αριστερά του σκηνικού, γύριζε γύρω γύρω πλέκοντας τα σχοινιά της, αποδίδοντας πλήρως την σύγχυση της νεαρής κοπέλας, και έκοβε τα κεφάλια από τις κούκλες που παρίσταναν τους ανθούς από τα λουλούδια. Στη συνέχεα, παίρνοντας μια μπουκάλα με νερό, και αφού έχει τεντωθεί στη κούνια, αφήνει να γυρίσουν τα σχοινιά αλλάζοντας τη φορά της κούνιας, ενώ ταυτόχρονα έριχνε το νερό στο πρόσωπο του σχηματίζοντας στο πάτωμα της σκηνής ένα κύκλο που όλο μεγάλωνε με ακρίβεια διαβήτη. Η σκηνή του πνιγμού της Οφηλίας τόσο πρωτότυπη, τόσο διαφορετική και ευρηματική. Επίσης την στιγμή που υποδυόταν την Γερτρούδη έβαφε τα μισά χείλη του κόκκινα σχηματίζοντας δυο διαφορετικά χείλη, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με το κούρεμα του ηθοποιού δημιουργούσε την εικόνα δυο διαφορετικών ανθρώπων και προσωπικοτήτων. Το τραγούδι με το οποίο «άνοιξε» η παράσταση Θέλω να χορεύω σε ερμηνεία του Τέρη Χρυσού, και η σερπαντίνες με τα μπαλόνια απλωμένα στη σκηνή, παρέπεμπαν σε έναν ξεχασμένο αποκριάτικο χορό αλλά και στο γαμήλιο πάρτι του νέου βασιλικού ζεύγους. Εντύπωση μας έκανε επίσης πως στο τέλος του έργου είχαμε έναν μονόλογο του ηθοποιού με κομμάτια παρμένα από το ρόλο και την περίφημη φράση «Να ζει κανείς ή να μην ζει; Αυτή είναι η απορία», που λειτούργησε περισσότερο σαν ηθικό δίδαγμα για το κοινό.
Το ταλέντο του ηθοποιού φάνηκε περίσσιο όπως και η δουλειά για την προσέγγιση κάθε ρόλου ξεχωριστά, με το ηχόχρωμα της φωνής και την κινησιολογία. Σήκωσε στους όμως του το βάρος μιας παράστασης και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε και τον έβγαλε ασπροπρόσωπο μιας και ήταν καθ’ όλα άρτιο. Ροή που δεν σε κουράζει, όχι υποκριτικές υπερβολές που παραπέμπουν σε ένα παλαιακό μοτίβο, σύγχρονο παίξιμο χωρίς ακκισμούς και περιττολογίες. Μία παράσταση οργανωμένη, με μουσικές επιλογές που ξαφνιάζουν μα δε σε βγάζουν έξω από όλο το κλίμα του έργου. Ένας διαφορετικός Άμλετ με μεγάλο ενδιαφέρον και πρωτοτυπία. Ένα εγχείρημα που πραγματώθηκε και πέτυχε στο δημοτικό θέατρο της Πάτρας, με ένα μεγάλο ηθοποιό, τον Αιμίλιο Χειλάκη.
* Η Μαρία Αθανασοπούλου είναι φοιτήτρια στο Τμήμα Θεατρικών σπουδών Πάτρας.
* Η Μαρία Αθανασοπούλου είναι φοιτήτρια στο Τμήμα Θεατρικών σπουδών Πάτρας.