― Και τώρα που λύσαμε το πρόβλημα του Ρόδινου Σπιτικού, δουλειά! είπε η Εγομόνη Μουπάντα. Άντε! Κουνηθείτε! Και πρώτα πρώτα, εσύ Πιοζ Νάμε. Τράβα να ντυθείς και κατέβα μετά να με βοηθήσεις. Άντε! Τράβα! Τί με κοιτάς σα χάνος; Εσύ, Ισίδωρε, ανάλαβε τα ποτά και τα κρασιά, παγάκια και τα λοιπά! Οι παγοθήκες είναι στο μεσαίο ντουλάπι τού μπουφέ, του μεγάλου, στο κεντρικό σαλόνι. Εσύ, Λαμπιτώ, τα μπολάκια και τα ασημικά για τα ξηροκάρπια, τα σοκολατάκια, τα φρουί ζελέ, τα τσιπς και όλες αυτές τις αηδίες που σας αρέσουν κι αρέσουν και στα παιδιά. Και μετά ετοιμάστε τον μπουφέ με τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα. Είναι όλα πλυμμένα από τη Δευτέρα. Και στο μεγάλο τραπέζι. Τραπεζομάντιλα έχω βγάλει. Θα τα δείτε, δίπλα στο πιάνο τα έχω. Ισίδωρε κοίταξε και τα αναψυκτικά στο ψυγείο, αν είναι αρκετά, κι αν νομίζεις οτι θα χρειαστούν παραπάνω παγάκια ετοίμασε και βάλτα στην κατάψυξη. Εγώ θα μείνω εδώ να συγυρίσω τα ταψιά, τις φόρμες κι ό,τι άλλο χρειάζεται ώστε μόλις έρθει η Τίνα να βάλουμε μπροστά το μαγείρεμα. Εσύ Λαμπιτώ, να βγάλεις από το μπουφέ, στο αριστερό συρτάρι τα έχω, τα μικρά πηρουνάκια για τα αλλαντικά. Και ρακοπότηρα. Κάποιοι τη θέλουν τη ρακή. Ή μάλλον, αυτά άστα! Θα τα βρώ εγώ, γιατί τώρα δε θυμάμαι πού τα έχω χώσει… Εσύ Πιοζ Νάμε—ακόμα έτσι είσαι; με τη ρόμπα;— μόλις ντυθείς λοιπόν Πιοζ Νάμεθα πάς στην αποθήκη και θα φέρεις τις γιρλάντες. Όχι τις αποκριάτικες. Ούτε τις Πασχαλινές ή τις Χριστουγεννιάτικες. Εκείνες των γενεθλίων. Θα τις δεις. Η κούτα γράφει “ΓΕΝΕΘΛΙΑ” απ’ έξω. Κατάλαβες; Άντε! Κουνήσου! Α! Να μην το ξεχάσω! Πιοζ Νάμε! Να φέρεις και μερικές σειρές φωτάκια να βάλουμε στη σκάλα της εξώπορτας. Εντάξει; Από τις κούτες που γράφουν “ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ”. Θα τις δεις. Είναι εκεί, σε μια κούτα που γράφει “ΛΑΜΠΑΚΙΑ”. Άντε μπράβο! Α! Και μιά μεγάλη μπαλαντέζα για τα φωτάκια. Θα σε βοηθήσει μετά κι ο Τίμος. Και συ, Λαμπιτώ μου, φέρε μου από πάνω, από τη σοφίτα —θα τη δεις, μπροστά μπροστά είναι, δίπλα από την πρώτη ντουλάπα με τα καλοκαιρινά— μια μεγάλη σακούλα, μαύρη! Το θυμάσαι; Τη σακούλα! Τη μαύρη! Τη μεγάλη! Έχω πετσετάκια εκεί μέσα. Θα τα δεις. Ωραία! Κι αν ξέχασα κάτι… εδώ είμαστε!
Ενώ η Εγομόνη Μουπάντα τούς πολυβολούσε με τις οδηγίες της, ο Ισίδωρος, η Λαμπιτώ κι ο Πιοζ Νάμε είχαν λυθεί στα γέλια.
― Καλά, καλά! Γελάτε εσείς… Ας μην τα είχα έτσι οργανωμένα και τακτοποιημένα όλα και σκατά γιορτή θα κάναμε, είπε πειραγμένη η Εγομόνη.
― Θεία μου! Θειούλα μου και θειοθειουλίτσα μου! είπε γελώντας ο Πιοζ Νάμε προκαλώντας —όπως συνήθως— τη γελαστή οργή της Εγομόνης.
― Άντε να χαθείς κι εσύ! Μαλαγάνα! Άλλη Μαρμάρω μάς βρήκε! Να πας να ντυθείς σου είπα. Σκατόπαιδο! Θειοθειουλίτσα και αηδίες!
Ο Πιοζ-Νάμε, μέσα από μια νέα έκρηξη γέλιου, ανέβηκε στο δωμάτιό του να ντυθεί.
Από το «Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες», Σελ. 503-505,
Κωστής Α. Μακρής,
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα, 2010