Η κρίση έφερε στην επικαιρότητα τις μεταρρυθμίσεις. Βέβαια αυτή η γοητευτική λέξη δεν έλειπε απ’ το καθημερινό λεξιλόγιο και τα προηγούμενα χρόνια. Η ελκυστικότητα της ανάγεται στην εσωτερική ανάγκη των πάσης φύσεως πολιτικών να βάλουν τη δική τους σφραγίδα στην οργάνωση της κοινωνίας, αλλά και στην επιθυμία των πολιτών να κάνουν τη ζωή τους πιο εύκολη και πιο δίκαιη. Η προτροπή για μεταρρυθμίσεις, όμως, δεν αρκεί.
Όσο η λέξη αντιστέκεται και εκφράζει γενικές, νεφελώδεις, ασαφείς και – πολύ συχνά – αντιφατικές σημασίες, τόσο γίνεται πιο δύσκολο οι κοινωνίες να συμφωνήσουν ως προς το τελικό περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων. Ας κάνουμε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε τη φύση και τη σχέση των δυσκολιών που εμποδίζουν τη συνεννόηση μας γύρω απ’ αυτό το θέμα.
Τη λέξη τη χρησιμοποιούμε στον πληθυντικό. Ένα πλήθος μεταρρυθμίσεων μάς περικυκλώνει και μας αγχώνει καθημερινά. Μεταρρυθμίσεις που επιβάλει η τρόικα, μεταρρυθμίσεις που οφείλουμε να πραγματοποιήσουμε μόνοι μας, για το δικό μας καλό, μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να τις είχαμε κάνει χρόνια τώρα, αλλά το αμελήσαμε. Ο πληθυντικός αριθμός δημιουργεί ασάφειες και μια αδυναμία να συλλάβουμε τη συνολική εικόνα. Τελικά όμως η μεταρρύθμιση που έχει ανάγκη η ζωή μας είναι μία και μόνο μία: Η μετατροπή της κρατικής μηχανής σε υπηρέτη των πολιτών. Αυτό το απλό και συνάμα τόσο περίπλοκο έργο είναι που περικλείεται σ’ αυτή τη λέξη. Μια λέξη που έχει καταλήξει να είναι απ’ τις πιο διάσημες της εποχής μας, μια λέξη που οφείλουμε πλέον να την χρησιμοποιούμε στον ενικό αριθμό.
Η εμπλοκή της ιδεολογίας στο περιεχόμενο της λέξης δημιουργεί μια πρόσθετη δυσκολία. Η ιδεολογία, ένας μηχανισμός σκέψης που βρίσκεται σε παρακμή, εμποδίζει τη λογική να πρυτανεύσει. Οι δήθεν ιδεολογικές αντιπαραθέσεις μεταθέτουν τα προβλήματα και μας απομακρύνουν απ’ την κατανόηση της ουσίας τους. Εδώ το καλειδοσκόπιο πάλι θριαμβεύει. Ο κάθε «ιδεολόγος» οχυρωμένος στην ψευδεπίγραφη δική του οπτική γωνία. Κι έτσι χάνονται ατελείωτες ώρες με άσκοπες συζητήσεις για το μικρό ή μεγάλο κράτος, για τις μικρές ή μεγάλες δημόσιες δαπάνες και άλλα συναφή. Και φυσικά σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον η λογική δυσκολεύεται να ξεμυτίσει.
Ένα άλλο σημαντικό εμπόδιο είναι η τάση που έχουμε να ανακατεύουμε όλα τα θέματα σ’ ένα καζάνι. Είναι η φυσική μας ροπή να μην εξειδικεύουμε, να μη διαφοροποιούμε τα προς επίλυση προβλήματα και να μην εντοπίζουμε τις ιδιαίτερες αιτίες για το καθένα. Στο θέμα της μεταρρύθμισης του κράτους, οφείλουμε να ξεχωρίσουμε τα τρία βασικά θέματα, που ως αποτελέσματα, περιγράφουν και την ανάγκη της μεταρρύθμισης: Τη δυσκινησία της γραφειοκρατίας, τη περιορισμένη αποδοτικότητα των υπηρετούντων και τη διαφθορά.
Η γραφειοκρατία, έχουμε πει ότι είναι αθώα και η δυσκινησία της είναι αποτέλεσμα ενός συμπλέγματος νόμων, διατάξεων και – το σπουδαιότερο – συναρμοδιοτήτων. Έτσι φτάσαμε στον ακραίο παραλογισμό, να τηρείται η νομιμότητα, αλλά να μην υπηρετείται ο πολίτης! Και τα προβλήματα που καλείται να λύσει η γραφειοκρατία χρονίζουν και αναβάλλονται, ακριβώς λόγω της αυτονόητης ανάγκης να τηρηθεί η νομιμότητα!
Το πρόβλημα της περιορισμένης αποδοτικότητας είναι απλά αποτέλεσμα κακών χειρισμών, κακής διάταξης των υπηρεσιών, πολυσέλιδων και αναποτελεσματικών εσωτερικών κανονισμών και γενικότερα έλλειψης management. Ειδικά σ’ αυτόν τον τομέα η εκπαίδευση μεσαίων και ανώτερων στελεχών είναι μηδαμινή. Τελικά όμως από μόνη της η μεταρρύθμιση στη κρατική γραφειοκρατία, θα επιλύσει το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος της πλημμελούς απόδοσης και εν τέλει και της κοπάνας.
Η διαφθορά ήταν πάντα συνοδοιπόρος των κοινωνιών. Παλιότερα κατοικοέδρευε μόνο στο περιβάλλον της εξουσίας και του κατεστημένου. Σ’ εκείνες τις εποχές σε μεγάλο βαθμό ήταν και νόμιμη. Με τη διάδοση όμως της δημοκρατίας, των νόμων, της διόγκωσης του κράτους και της συμμετοχής των πολιτών, η διαφθορά επεκτάθηκε σ’ όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Όσους νόμους κι αν κάνεις, όσο καλά και να τους τηρείς, η διαφθορά – περιορισμένη ή μη – θα βρίσκεται μαζί μας, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον. Όταν μάλιστα η γραφειοκρατία έχει αναπτυχθεί με τόσες πολλές στρεβλώσεις, είναι φυσικό η διαφθορά να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και να ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της κοινωνικής ανοχής. Η μεταρρύθμιση τελικά είναι ανεξάρτητη απ’ τη διαφθορά, ο περιορισμός της οποίας έχει να κάνει με τη θέληση της κοινωνίας να της αντισταθεί.
Το πιο σπουδαίο, όμως, εμπόδιο για να κατανοήσουμε τη φύση και το περιεχόμενο της μεταρρύθμισης του κράτους, είναι η καινούρια γλώσσα που ανεπαισθήτως οικοδομήθηκε. Νομοθέτες, πολιτικοί και κρατικοί λειτουργοί με αργά, αλλά σταθερά βήματα και χωρίς κανείς τους να καταλαβαίνει τη σημασία των πράξεων τους, όλα αυτά τα χρόνια, έκτισαν μια γλώσσα ακατανόητη όχι μόνο στον πολίτη, αλλά και σε εκείνους που είναι ταγμένοι να «τρέχουν» τις υποθέσεις της γραφειοκρατία. Αν δούμε ένα κρατικό έγγραφο ή μια δημοσίευση στην εφημερίδα της κυβέρνησης θα παρατηρήσουμε μια ατελείωτη παράθεση νόμων, διατάξεων, τροποποιήσεων, υπουργικών αποφάσεων που προσδιορίζονται με αριθμούς και διάφορα άλλα δάνεια υλικά της ελληνικής γλώσσας (τελείες, παύλες και καθέτους). Επίσης αναρίθμητες λέξεις που συνθέτονται με κεφαλαία γράμματα και τελείες (αρχικά οργανισμών, υπηρεσιών και άλλα συναφή).
Αυτή τη νέα ακατανόητη γλώσσα κανείς δεν τη «ομιλεί» απταίστως, ούτε και οι πιο ειδικευμένοι στις κρατικές υποθέσεις. Η γλώσσα της γραφειοκρατίας δεν έχει καταγραφεί στο σύνολο της και δε διδάσκεται σε κανένα σχολείο. Κανείς δεν μπορεί να τη σπουδάσει συστηματικά. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, γιατί όλοι χωρίς εξαίρεση έχουμε εμπλακεί στη παραζάλη των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να συσσωρεύουν καινούριο δυσνόητο υλικό σε μια παράλογη γλώσσα που καταδυναστεύει τη ζωή μας.
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr