Πάντοτε με μάγευε η μυθολογία και οι περιπέτειες των ηρώων τους. Με τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ δεν είχα τις καλύτερες σχέσεις, με τρόμαζαν κάπως. Ένα, όμως, ξεχώρισε και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να κατέχει ένα μεγάλο μέρος από την καρδία μου. Δε θα μπορούσα εύκολα να διευκρινίσω τι με τραβούσε σε εκείνο το παραμύθι, το άσπρο δέρμα, τα σκούρα μαλλιά ή το μήλο που επέφερε το λήθαργο; Δεν αναφέρομαι, παρά στο γνωστό παραμύθι “Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι”.
Σε κάθε ιστορία πάντοτε πρόσθετα με τη φαντασία μου δικά μου γεγονότα ή και ήρωες, που ως φυσικό επακόλουθο ανέτρεπαν την εξέλιξη των πραγμάτων. Το χαρακτηριστικό μου αυτό με ωθεί κάθε φόρα να παρακολουθώ ταινίες που αποτελούν διασκευές μυθιστορημάτων, παραμυθιών ή ακόμα και ταινιών. Με εξιτάρει η ιδέα τι καινούργιο μπορεί να δω και σε ποιους φαντασιακούς δρόμους μπορεί αυτό να με οδηγήσει. Όσο αφορά το αγαπημένο μου παραμύθι, ήταν αρκετές φορές που έπιασα τον εαυτό μου να αδημονεί για τις επερχόμενες, κάθε φορά, ταινίες. Δε μπορώ να είμαι απόλυτα σίγουρη ότι έχω δει όλες όσες έχουν γυριστεί, αλλά έχω δει αρκετές. Η Χιονάτη κάποιες φορές υπακούει στα πρότυπα ενός εύπεπτου παραμυθιού που προωθεί την κλασική ιδέα ότι το καλό πάντοτε νικά το κακό, ενώ κάποιες άλλες υψώνει το ανάστημα της και σηκώνει την επαναστατική παντιέρα ενάντια στην κακιά μάγισσα διεκδικώντας ό,τι της ανήκει, όπως για παράδειγμα στην αμερικανική ταινία Snow White and the Huntsman.
Εκείνη η Χιονάτη, όμως, που με γοήτευσε πιο πολύ από όλες είναι η Blancanieves του Pablo Berger. Ο μύθος πάνω κάτω, τηρουμένων των αναλογιών, είναι ίδιος. Εδώ, μεταφερόμαστε σε μία άλλη εποχή. Κάπου στο 1920 στη Σεβίλλη, ένας ταυρομάχος χάνει τη μάχη με τον ταύρο που αναμετριέται, τη σύζυγο του και τον έλεγχο του κορμιού του. Υποχείριο της νοσοκόμας που αρχικά τον φρόντιζε και μετά έγινε γυναίκα του, τον απομακρύνει από όλους, ακόμα κι από την κόρη του. Η Carmencita (η ηρωίδα – Χιονάτη αποκτά όνομα) σε κάνει να αναρωτιέσαι, πόσες απώλειες μπορεί να αντέξει ένα ανθρωπινό πλάσμα; Όσες χρειαστεί, ανταπαντάς ύστερα από σκέψη στον εαυτό σου, ώστε να φτάσει εκεί που ανήκει. Και η Carmencita που ανήκει; Σε ένα ύπνο δίχως τέλος, μάλλον. Τα βήματα της την οδηγούν στο ίδιο ακριβώς μέρος που ο πατέρας της κάποτε νίκησε και νικήθηκε. Ακολουθώντας τα χνάρια του κάνει το ίδιο.
Δεν είναι μόνο η ασπρόμαυρη φιλμογράφισή της που με έκανε να την αγαπήσω, ούτε και το γεγονός ότι μοιάζει να ανήκει περισσότερο στην εποχή του βωβού κινηματογράφου και όχι στην εποχή της συνεχούς εξελισσόμενης τεχνολογίας, αλλά εκείνη η πίκρα και η γλυκιά, παράλληλα, μελαγχολία που σου αφήνει. Ύστερα από το δάγκωμα του δηλητηριασμένου μήλου πέφτει σε έναν δίχως τέλος λήθαργο. Γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, στην πραγματικότητα άνθρωποι πληρώνουν για να της δώσουν το φιλί που ίσως τη ξυπνήσει. Η Carmencita, όμως δεν ξυπνάει ποτέ. Και μένεις, εσύ να αναρωτιέσαι, τελικά στο τέλος παίρνεις ό,τι σου αξίζει; Και αν ναι, τότε el despertar de Blancanieves (το ξύπνημα της Χιονάτης), γιατί δε πραγματοποιείται; Η αγάπη και η φροντίδα του Rafita, γιατί δεν είναι αρκετή;
Ίσως, η απάντηση να κρύβεται στο δάκρυ της που κυλλά από τα κλειστά της βλέφαρα στο τέλος της ταινίας, ίσως και όχι.
Το κείμενο έγραψε η Ελένη Λαδά, φοιτήτρια στη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστήμιου Πατρών, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών.