iporta.gr

Χρόνια στον Περαία…, του Γιώργου Αρκουλή

Ο Πειραιώτης συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος, μπορεί να μένει εδώ και αμέτρητους καιρούς στο Κολωνάκι, εντούτοις, συχνά πυκνά –στις συγγραφικές του εξορμήσεις- επιστρέφει στις φτωχογειτονιές του Πειραιά είτε για να υπερασπιστεί τους Μανιάτες, είτε για να δοξάσει τον αγαπημένο του Ολυμπιακό, είτε, τέλος, για να προκαλέσει το κατεστημένο με γραφή αφτιασίδωτη, ζόρικη, τσαμπουκαλεμένη… Ήδη το τελευταίο βιβλίο του Χαριτόπουλου “Εκ Πειραιώς” (Εκδόσεις Τόπος), έχει προκαλέσει ζωηρό ενδιαφέρον στους αναγνώστες και στους κριτικούς, από τους οποίους, ήδη, η Μικέλα Χαρτουλάρη (‘ΤΑ ΝΕΑ’) χαρακτήρισε το αποτέλεσμα εξαιρετική προσπάθεια πρώϊμης βιογραφίας από ένα ‘αλητάμπουρα’ της γραφής. Παράλληλα, σε δισέλιδο αφιέρωμα – συνέντευξη του ΔΧ στην ‘Εφημερίδα των Συντακτών’ (που υπέγραψε η καλή συνάδελφος Εφη Μαρίνου), ο Χαριτόπουλος αφήνεται να μιλήσει εντελώς ελεύθερα (σιγά μην το έκανε!), να καταφύγει σε υπεροπτικούς χρησμούς, να ερμηνεύσει τον Ολυμπιακό ως το νταηλίκι και καμάρι του Πειραιά (σημ. ίσως και εκ του πονηρού, αφού αυτή η δημοφιλής ποδοσφαιρική ομάδα του Πειραιά μπορεί να στείλει μπόλικους αναγνώστες-πελάτες ή και περίεργους στα βιβλιοπωλεία!), να ξορκίσει τα βραβεία («ελπίζω να πεθάνω χωρίς λογοτεχνικό βραβείο») αλλά και να θίξει πάλι (ευτυχώς ξώφαλτσα) το αιώνιο αίνιγμα με τα λάθη της Αριστεράς και την αδικία που διαπράχτηκε σε βάρος του Αρη Βελουχιώτη…


Το βιβλίο του Χαριτόπουλου διαβάζεται όπως συνηθίζουμε να λέμε ‘απνευστί’, αν και αυτή την φορά ο μάγκας προτίμησε τόμο τετρακοσίων και πλέον σελίδων (εν αντιθέσει με τα προηγούμενα βιβλία του που ολοκληρώνονται σε μερικές δεκάδες σελίδες) και καλά έκανε: το θέμα του είναι μεγάλο! Η βασική αρετή του βιβλίου είναι η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ και το πλήθος στοιχείων μιας εποχής εντελώς ξεχασμένης. Ο Χαριτόπουλος ονομάζει το βιβλίο του μυθιστόρημα αλλά δεν έχει δίκιο, καθώς απέχει για τα καλά από τον ‘μύθο’. Περιγράφει χωρίς να νοσταλγεί, όταν –λόγου χάρη- αναφέρεται στις πρώτες του εξορμήσεις για σεργιάνι στο λιμάνι. Οκτάχρονος γαβριάς, περπατάει στα σοκάκια της Δραπετσώνας και του Αγιο-Διονύση με βιαστικό βήμα που ανεβάζει ρυθμούς όταν αντιλαμβάνεται κάποιον μαντράχαλο να τον παρακολουθεί. Ηταν η εποχή των κωλομπαράδων και των περίεργων του λαϊκού Πειραιά που ένας νεαρός όφειλε να αποφύγει όπως ο σατανάς το λιβάνισμα. Μικρό απόσπασμα (σελ.91-92):

«(…) Το παιδί τώρα είναι στη γωνία Αιτωλικού με την παραλιακή Αγίου Διονυσίου, και το Λιμάνι λάμπει τσίλικο μπροστά του. Δεν φοβάται που είναι μόνο του, το τραβάει ο δρόμος. Μόνο του εξερεύνησε τις περιοχές γύρω από το σπίτι που μένει και κάθε φορά, όπως τώρα, πηγαίνει όλο και πιο μακριά με μια αθώα ‘έκφραση σαν ασπίδα, παρακολουθεί τον κόσμο πίσω από τους φεγγίτες των ματιών του χωρίς να αποκαλύπτει όσα βλέπει, χωρίς να προδίδει όσα αισθάνεται, σαν να μην είδε και άκουσε τίποτα. Αυτή την ώρα πρέπει να είναι το πιο μικρό στην παραλία μα έχει πάντα το νου του να μη δείχνει αδέσποτο, δεν έχει την ελαφρότητα άλλων παιδιών της ηλικίας του, δεν πάει χαζεύοντας δεξιά και αριστερά αλλά σοβαρό και συγκεντρωμένο μπροστά του σαν να το έχουν στείλει σε δουλειά».

Η αλήθεια είναι πως μέσα από τα μάτια του ‘παιδιού’ (δηλαδή του συγγραφέα) περνούν οι φιγούρες, οι εικόνες και τα σχήματα ενός ολόκληρου κόσμου ποτισμένου στο λούμπεν. Αυτός ο κόσμος δεν ήταν –σίγουρα- αγγελικά πλασμένος, αλλά πήγαζε μέσα από την φτώχεια, την αδικία, την αγανάκτηση και την έλλειψη ελπίδας. Όταν ο Χαριτόπουλος περιγράφει τους χασικλήδες (περίπτωση Ανέστη Δελλιά), τους άνεργους και τους ναυαγισμένους που περιμένουν μήπως και τους λάχει μεροκάματο στο λιμάνι, τα αλάνια στα Ταμπούρια και την Αγια-Σοφία αλλά και την απαγορευμένη διάβαση στα σοκάκια των Μανιάτικων, το κάνει με αγάπη και απίστευτη τρυφερότητα. Αποκαλύπτοντας μάλιστα πως στο τσάκ γλίτωσε του λόγου του από την ‘μόνιμη ασωτεία’ και την καταστροφή των ουσιών. Εντούτοις, ο κόσμος του Χαριτόπουλου (φαίνεται ότι) ήταν και παραμένει αυτός των παράνομων, των εκτός νόμου, των πουτάνων (δηλωμένων και αδήλωτων), η Τρούμπα, οι νταβατζήδες, η ανέχεια, η μαγκιά, οι ‘μικρές ατιμίες’ που τις εμφανίζει ως ενέργειες ή πράξεις αγιασμένες. Για τον Χαριτόπουλο, είναι άθλος και ύψιστη μορφή τόλμης να τρυπώνει με την παρέα του ένα δεκάχρονο παιδί στην Μάντρα του Χρυσοστομίδη προκειμένου να ζήσει τη μαγεία (!) των αγώνων πάλης μεταξύ των ηρώων του τέλους της δεκαετίας του 1950, που συνήθως κατέληγαν σε σικέ αποτέλεσμα. Γράφει:

«Από δω περνάνε όλοι οι ήρωες του ριγκ, ο κοντούλης Ασημάκης, ο καράφλας Ναθαναήλ, ο Μανιάτης Μεϊντάνης, ο κοντόχοντρος γενάτος Λαμπράκης, ο κοιλαράς Πανάγος, ο τσέλιγκας Καμπαφλής, ο γίγας Καρπόζηλος, το παιδοβούβαλο Αρίων, ο αίλουρος Τσικρικάς, ο Παπαλαζάρου, ο Παγώνης, ο «Έλλην Αττίλας» Καρυστινός, ο Απόλλο και κάτι άλλοι μυστήριοι…»

Οι παλαιστές ήταν κι’ αυτοί ο κόσμος του νεαρού Χαριτόπουλου, που θα ταξιδεύει Μανάτικα-Ταμπούρια με το ιστορικό κίτρινο τραμ της γραμμής Πειραιά-Πέραμα, καβαλώντας την πόρτα του πίσω βαγωνιού. Κάποια στιγμή, το παιδί θα μπει στο μαγικό κόσμο του τζόγου και θα μαγευτεί από τα ζάρια:

«(…) Το μπαρμπούτι δεν θέλει δεύτερη σκέψη, ό,τι και να σκεφτείς δεν έχει αξία. Οι ζαριές που κερδίζουν ή χάνουν είναι πάντα ίδιες, δεν τις ορίζεις εσύ. Το μόνο που σου ανήκει είναι το ποντάρισμα και αν έχεις καλή έμπνευση το μπρος και πίσω. Αυτό θέλει ουράνια φώτιση, τα παίρνεις χοντρά ή πας για φρέσκα. Το μπαρμπούτι, ή κουμάρι, ή κόκαλα ή…ή… έχει μόνο παρακάλια και καλοπιάσματα στα ζάρια. Λες τις εξάρες γίγαντες, τις πεντάρες μπέμπες και τις τριάρες φιδάκια, μικρές αυτές αλλά τη δουλειά τους την κάνουν. Τα άσχημα, άσους, διπλές, ασόδυο και ντόρτια, ούτε να τα ονοματίζεις θέλεις ούτε να τα σκέφτεσαι (…). Αυτό που γίνεται μέσα σου στα δευτερόλεπτα που φεύγουν τα ζάρια από το χέρι σου μέχρι να πάνε να κάτσουν, δεν υπάρχει περίπτωση να στο αντικαταστήσει ούτε φούμα, ούτε ποτήρι, ούτε η Ρίτα Χέϊγουορθ αυτοπροσώπως. Ξεχνάς να ανασάνεις, τσιτώνει το δέρμα σου, σφίγγουν οι ρίζες των μαλλιών σου, σταματάνε τα ζωτικά σου όργανα και για κλάσματα του δευτερολέπτου είσαι ζωντανός και πεθαμένος μαζί. Μετά το διάβασμα της ριξιάς, έχασες ή κέρδισες αρχίζουν να δουλεύουν όλα μαζί. Σπαρταράνε τα μέσα σου, ανακαλύπτεις ότι δουλεύουν και έχεις λαχανιάσει χωρίς να κουνηθείς από τη θέση σου».

Μέσα από τις σελίδες του “Εκ Πειραιώς” (που έχει όλα τα φόντα να γίνει μπεστ σέλερ, αφού ο Χαριτόπουλος γνωρίζει καλά τη συνταγή) βγαίνουν: η λαογραφία, η δυνατή λογοτεχνία, η περιγραφή μιας σκληρής περιόδου των φτωχών γειτονιών του Πειραιά, που προσπαθούν να γλείψουν τις πληγές τους από τους βομβαρδισμούς της Κατοχής και τον Εμφύλιο. Περνούν η Τρούμπα και τα Βούρλα, οι νταβατζήδες και οι ψευτόμαγκες, οι αληθινοί μάγκες, οι ήρωες των γηπέδων (με πρωταγωνιστή τον αγιασοφιώτη μάγο Ηλία Υφαντή, και σε δεύτερο πλάνο τους ερασιτέχνες γίγαντες των μικρών σωματείων της Δραπετσώνας, του Κερατσινίου, της Αμφιάλης και της Κοκκινιάς,που αγωνίζονταν στο Καστράκι της Δραπετσώνας), ο κόσμος του λιμανιού με τους ξέμπαρκους ναυτικούς και τους χαμάληδες, ο αμερικάνικος στόλος που άφηνε δολάρια στα περίφημα καμπαρέ της Φίλωνος και στα μπουρδέλα της Νοταρά, τα καράβια της ακτοπλοϊας και τα ιστορικά σινεμά που πια δεν υπάρχουν,. Πλην του ‘Καλιφόρνια’…

Το βιβλίο διαθέτει γλωσσάρι (για όσους δεν μπορούν να μαντέψουν – κατανοήσουν τις λέξεις της πιάτσας) και κατάλογο των πηγών στις οποίες βυθίστηκε η Κατερίνα Θανοπούλου κάνοντας έρευνα για λογαριασμό του συγγραφέα. Οσο για το επιμύθιο; Γράφει στο οπισθόφυλλο ο Χαριτόπουλος:

«Όλα μπορείς να τα κάνεις στον Πειραιά, όλα εκτός από ένα, να κάνεις τον ζόρικο»!

Άντε να του φέρεις αντίρρηση…

Διαβάστε επίσης: “Διονύσης Χαριτόπουλος: μάγκας Πειραιώτης”

Ο Γιώργος Αρκουλής γεννήθηκε στον Πειραιά. Έχει υπηρετήσει την (αθλητική) δημοσιογραφία από το 1969 και έχει γράψει τα εξής βιβλία: 

10 μικροί μύθοι στο ελληνικό ποδόσφαιρο 
Η αληθινή ιστορία του θρύλου 1925-1978 
Μεταξύ τιμής και ντροπής
Το Στάδιο Καραϊσκάκη αφηγείται
Τριάντα χρόνια επαγγελματικό ποδόσφαιρο