Μπορούσε πια να καταλάβει με τι είχε να κάνει, απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή. Απ’ την αρχική έκφραση στο πρόσωπο του ανθρώπου πίσω από κάθε κλειστή πόρτα: χαμόγελα εγκάρδια ή ψεύτικα, κινήσεις βιαστικές ή χαλαρές, βλέμματα που σε διαπερνούν ή κολλάνε πάνω σου. Παρατηρείς αχόρταγα κάθε λεπτομέρεια του παραλήπτη. Η στεγνή σου καθημερινότητα σ’ αναγκάζει να βάζεις στοιχήματα μέσα στα χαλάσματα για να την παλέψεις (ο τύπος είναι τόσο αγουροξυπνημένος που δεν παίζει να υπογράψει ότι παρέλαβε το φάκελο ή πόσες σαχλαμάρες έχει αραδιάσει στο κινητό της αυτή που παραλαμβάνει αλληλογραφία – στάνταρ θα με καθυστερήσει και ποιος ακούει μετά τον άλλον). Πολλές πόρτες συναντά ένας μεταφορέας: ξύλινες ή σιδερένιες, θεόρατες ή στενές, ασφαλείας ή και ξεκλείδωτες. Όλες έχουν τον τρόπο τους, αρκεί να ξέρεις το συνθηματικό. Βλέπεις, ο Στέφανος είχε βρει όλες τις πόρτες κλειστές πριν αποφασίσει να δουλέψει τελικά στην εταιρεία κούριερ που δούλευε ο αδερφός του. «Δε με παρατάς, που θα πάω για τόσα λίγα στον μαλάκα που έχεις γι’ αφεντικό να μ’ εκμεταλλεύεται; Εσύ πήγαινε. Εγώ με την καμία – τι θες τώρα;» Ήθελε πάντα να ζει με τους δικούς του οικονομικούς όρους. Ώσπου κατέληξε να τον ζουν οι δικοί του με οικονομικούς ορούς. Αλλάζει ο τόνος και η ζωή μαζί, διά της βίας. Τώρα μόλις συνειδητοποιούσε ότι η δουλειά αυτή έχει κάτι, γιατί ανοίγει πόρτες. Έκλεινε δυο μήνες πια πάνω στο μηχανάκι, αλλά τις περιοχές του κέντρου δεν τις είχε μάθει ακόμη. Δε βαριέσαι, τον δρόμο θα τον βρεις παρά την κίνηση – θα τον βρεις και παρά την κρίση. Σταμάτησε στο κόκκινο φανάρι, έκλεισε καλά το μπουφάν πάνω του και το πείσμα μέσα του. Κοίταξε αφηρημένος τον οδηγό ενός μαύρου κουπέ στα δεξιά και, ενώ είχε ξημερώσει, σκέφτηκε
Οι νύχτες δεν είναι ίδιες. Μην ακούς τι παραμύθια λένε τα τραγούδια. Οι πιο μαύρες είναι αυτές που διαρκούν μια μόνο στιγμή, και σου την πέφτουν όποτε γουστάρουν. Ακόμη και μέρα μεσημέρι. Οι άλλες, οι συνηθισμένες της δουλειάς, μετά τη 1 π.μ., είναι μια χαρά. Αυτές τον ζούσαν τον Θάνο και του άφηναν μάλιστα άπλετο χρόνο να σκεφτεί. Γύριζε τώρα στο σπίτι απ’ το μαγαζί όπου δούλευε πόρτα. Τα χαράματα έρχονταν οι σκέψεις – γιατί δεν πάτησες στους ανοιγμένους δρόμους του πατέρα σου («σ’το έχω πει γιατί είσαι γιός μου, τα κλιματιστικά δε θα πεθάνουν ποτέ όσο υπάρχει το λιοπύρι, γελάς μα οι επισκευές στα Fujitsu σε μεγαλώσανε») και έμπλεξες με τη νύχτα. Κοίταζε μπροστά, με τα χέρια ν’ ακουμπούν χαμηλά στο τιμόνι και συγκεντρώθηκε στα ανώδυνα – πώς θα ξεμπερδέψει γρηγορότερα με το αιώνιο τρίπτυχο της επιβίωσης: τσιγάρα/σκύλος/φαΐ. Να περνούσε πρώτα απ’ το μίνι μάρκετ για τα άφιλτρα, να έπαιρνε στο δρόμο κάτι να τσιμπήσει και μετά να έβγαζε έξω τον Πατ που θα γρατζούναγε επίμονα την εξώπορτα, ή με άλλη σειρά; Στο κέντρο, η νύχτα είχε κυλήσει ευτυχώς χωρίς απρόοπτα. Κλασικά πράγματα – δυο τύποι βγήκαν τύφλα στο μεθύσι να φωνάξουν τον πόνο τους στον έρμο τον πορτιέρη, τον ρεμάγκα: «…Πες μου εσύ ρε μάγκα γιατί θα κάνω σκηνικό μέσα ρε μάγκα…». Κανά δυο γκόμενες που τον καμάκωναν μέχρι να τους χαμογελάσει «περάστε μέσα, κορίτσια», με όλη την εξουσία του ανθρώπου-που-αποφασίζει-ποιος-μπαίνει απ’ το τσούρμο των υποψηφίων clubbers, και να νιώσουν ξαφνικά υπεργαμάτες, να κοιτάξουν πίσω τους με βλέμμα «καθίστε εσείς να περιμένετε στην ουρά σας, γατάκια» και να μπουν στο ξενυχτάδικο ώστε να καταθέσουν επιτέλους περήφανες όσα ευρώ είχαν στα αστραφτερά τσαντάκια τους. Κοίταξε απ’ το ανοιχτό παράθυρο δίπλα του. Πάνω στην κολόνα της ΔΕΗ κρεμόταν μια αφίσα που έγραφε LET’S PARTY και ένας γέρος μονολογούσε κάτι σαν… «μη γυρίσεις», καθώς άνοιγε την καγκελόπορτα στο
Νεκροταφείο. «Μη γυρίσεις εσύ. Εγώ ανοίγω την πόρτα σου και σήμερα, κορίτσι μου». Όποιος τυχόν άκουγε τον κυρ Τάσο να μονολογεί μπροστά στην πλαϊνή πύλη του κοιμητηρίου τον περνούσε για σαλεμένο. Γιατί δεν ήξερε. Δεν ήξερε ότι ο γέρος που ανοίγει και κλείνει κάθε μέρα τις πόρτες του νεκροταφείου, κατευθύνεται τα χαράματα ίσια σ’ ένα μόνο μνήμα και ανάβει όποιο καντήλι βρει σβησμένο απ’ όπου περνά. Το σπίτι είναι εκεί που βρίσκεται η καρδιά σου. Ο κυρ Τάσος είχε για σπίτι του ένα μαρμαρένιο σιωπηλό κήπο, ήταν άλλου κόσμου ένοικος. Ναι, σίγουρα θα κοίταζε με απορία τον κυρ Τάσο κι ο οδηγός που περίμενε ν’ ανάψει πράσινο στην οδό Αναπαύσεως. Δεν ήξερε ότι εκείνος λαχταρά μονάχα να φιλήσει ξανά μια κρύα φωτογραφία, μια γυναίκα με ενθουσιασμό αλλά και περιέργεια στο βλέμμα της. Ένα τέτοιο βλέμμα άφησε πίσω της η αγαπημένη, να τον προσέχει και να τον καθοδηγεί κάθε πρωί ανάμεσα στα μνήματα. Αλλά είναι καλύτερα τώρα που κοιμάται και ονειρεύεται αγγέλους, καλύτερα που δεν έμεινε στη δική του όχθη και πέρασε απέναντι. Πώς θα μπορούσε να της δείξει τους δρόμους της ζωής εκείνος, που πλέον νοιώθει καλά με τόσα σώματα άψυχα, που πρώτα φοβήθηκε, μετά συνήθισε και τελικά τα πόνεσε (έτσι έλεγε σ’ όποιον ρωτούσε πώς αντέχει μόνος εκεί πέρα: «τους πονάω πια»). Μη γυρίσεις εδώ, χαρά μου. Μείνε εκεί για πάντα. «Μη γυρίσεις», ψέλλισε άλλο ένα ξημέρωμα. Δυο λέξεις μόνο, όπως κάθε φορά, να στρογγυλεύουν τις γωνίες του δικού του καημού, και άνοιξε ξανά την καγκελόπορτα του κοιμητηρίου. Τότε άκουσε πίσω του
Το τραγούδι. Ερχόταν απ’ το αμάξι ενός άντρα με ξυρισμένο κεφάλι που κοιτούσε απορροφημένος στο κάθισμα του οδηγού. Πρόσεξε δίπλα του έναν νεαρό με καστανά γένια πάνω σε μηχανάκι, που γύρισε επίσης το κεφάλι του προς τη μουσική. Σα να συνδέονταν με μιαν αδιόρατη γραμμή, τρεις άνδρες τέμνονταν ο ένας απ’ τον άλλο, για μερικά δευτερόλεπτα μόνο – διαφορετικοί, ολόιδιοι. Τρία σύμπαντα αχανή και παράλληλα, κι όμως απολύτως συντονισμένα με τη φωνή που έβγαινε καθαρή απ’ τα ηχεία ενός μαύρου Honda.
Χάραμα, στην οδό Αναπαύσεως, μπροστά στις πόρτες
“..Κι όταν θα φύγεις τίποτα
δε θα ΄ναι όπως πρώτα
άσε για λίγο ανοιχτή
του ουρανού την πόρτα…”