Η αθλιότητα μπορεί να είναι και μια κατάσταση του μυαλού.
Παραφράζω τον Σαλβαντόρ Νταλί που είχε πει: «το τοπίο είναι μια κατάσταση της ψυχής».
Η Ελλάδα έχει πολλά τοπία. Όμορφα και λιγότερο όμορφα. Έχει πολλές πόλεις και χωριά. Έχει βουνά, δάση, ποτάμια, θάλασσες, νησάρες, νησιά και νησίδες, ακτές, παραλίες, οικιστικά συγκροτήματα, κτίρια, μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς.
Όλα είναι μέρος των τοπίων της Ελλάδας.
Στα τοπία αυτά ζούνε άνθρωποι που γλιστράνε και παραπατάνε μέσα στην ιστορία τους και στον χώρο τους.
Γιατί γλιστράνε και παραπατάνε μέσα στην ιστορία και στον χώρο τους;
Επειδή η Ελλάδα, εδώ και πολλά χρόνια, είναι ελλαδωμένη.
Ελλαδωνόταν χοντρά κι ακόμα ελλαδώνεται.
Στην ελλαδωμένη Ελλάδα ζούνε πολλοί άνθρωποι που, παρόλο που δεν έχουν ελλαδωθεί χοντρά οι ίδιοι, όταν προσπαθούν να πιαστούν από κάτι σταθερό γλιστράνε στα λάδια. Πολλοί πέφτουν, γιατί είναι δύσκολο να διατηρήσεις την ισορροπία σου όταν έχει λάδια κάτω.
Πολλοί από αυτούς ορίζουν την καθημερινότητά τους ως αθλιότητα.
Δεν είναι καινούριο αυτό. Το καινούριο είναι ότι δεν υπάρχει πια ντροπή στο να το λες. Κάποτε ήταν ντροπή να δηλώνεις ότι ζεις άθλια.
Ή τουλάχιστον δεν ήταν τόσο εύκολα ανακοινώσιμο στον περίγυρό σου.
Τώρα όμως αυτό το «περνάμε άθλια, ζούμε άθλια» έχει απενοχοποιηθεί.
Για να μην πω ότι έχει νομιμοποιηθεί.
Κι αυτό το “άθλια” δεν έχει πάντα να κάνει με ανέχεια, πείνα, έλλειψη στέγης, εξάρτηση από ουσίες και άλλα προφανή τεκμήρια, αποδείξεις ή ενδείξεις αθλιότητας.
Είναι κάτι που σέρνεται γύρω μας, σαν βαρύτερο του αέρα δηλητήριο, κι όποιος σκύψει από κόπωση, απόγνωση ή και συμπόνια, το εισπνέει μέχρι λιποθυμίας ή θανάτου. Κι αυτό είναι πιο κακό κι από κακό.
Κι αυτό με θλίβει, με θυμώνει, με εξαγριώνει.
Αντί η Ελλάδα να θαλασσαίνει όμορφα, ωραία και κυματιστά, η λαοθάλασσά της ρυπαίνεται ακόμα από τους ελλαδωμένους. Που ακόμα και σήμερα, μέσα στον κοινό ζόφο, διαχέουν τη λιγδιάρικη και λεκιασμένη τους παρουσία σαν πρότυπο.
Σαν την κουτσονούρα αλεπού του Αισώπειου μύθου, που ήθελε να περάσει το κουσούρι της σαν μόδα και το ’χε και καμάρι.
Και δεν το θέλω πια αυτό. Δεν θέλω να γλιστράω και να πέφτω.
Και επειδή έρχονται Ευρωπαϊκές και Αυτοδιοικητικές Εκλογές, δεν θέλω να ξαναδώ πρώην ή μελλοντικούς ελλαδωμένους υποψήφιους πολιτευτές να μου λένε παπαριές για απεξάρτηση, αποκρατικοποίηση, αποϊδιωτικοποίηση, αποφασιστοποίηση, αποσοσιαλιστικοποιηση, αποφτωχοποίηση και διάφορα άλλα απο…
Θέλω ένα κίνημα αποαθλιοποίησης που να ξεκινάει το σφουγγάρισμα των ελλαδωμάτων από κάτω, από τον καθημερινό και αχώνευτο εγωισμό του ατομικού βολέματος μέχρι τις άθλιες συναλλαγές μικρο- και μεγαλο-συμφερόντων για τον εκβιασμό της ψήφου. Χωρίς να κολακεύει κανένα από τα σιχαμένα αιτήματα των μικρών και μεγάλων ελλαδωμένων, χωρίς να υπόσχεται κανένα, μικρό ή μεγάλο ελλάδωμα για προσέλκυση ψήφων.
Να μην παρεξηγηθώ: αποαθλιοποίηση λέω και δεν εννοώ μαγικά κόλπα αποκάλυψης θησαυρών με λυχνάρια, δαχτυλίδια και άλλα μυθικά εργαλεία. Ούτε υποσχέσεις γρήγορου πλουτισμού και νέες προσλήψεις νέων μικρο-ελλαδωμένων.
Θέλω ένα κίνημα τόσο βαθιά πολιτικό που να διατρέχει όλο το εκλογικό σώμα σαν ερωτική ανατριχίλα, σαν ανάγκη για φαΐ, παρέα, αγάπη και γνώση. Σαν ανάγκη για τραγούδι, για χορό, για μοιρολόι αγαπημένου. Σαν την ανάγκη των μικρών παιδιών για παιχνίδι, τρυφερότητα, προσοχή και σεβασμό.
Θέλω ένα κίνημα πολιτών που να είναι τόσο βαθιά πολιτικό που να ενοχοποιεί κάθε σύνθημα, νομοθέτημα και πράξη που ευνοεί το ελλάδωμα, την καθημερινή αθλιότητα, την κακοποίηση της αισθητικής σε πόλεις και χωριά. Είτε αυτή η αθλιότητα λέγεται δημόσια ρεμούλα, λέρωμα σκέψεων και συνειδήσεων με ρατσιστική και εθνικιστική μαστούρα. Είτε ονομάζεται δημόσιο λέρωμα κτιρίων, σπάσιμο δημόσιων λαμπτήρων, οικειοποίηση δημόσιων χώρων, μουτζούρωμα τοίχων και κτιρίων, σκουπίδωμα δημόσιων χώρων, ανεξέλεγκτη και δημόσια διάχυση της κάθε λογής μαστούρας. Όλα αυτά δηλαδή που βυθίζουν εμένα, ως πολίτη της Ελλάδας του 2104, στη μαύρη τρύπα της καθημερινής αθλιότητας.
Θέλω ένα κίνημα και μια σύμπραξη πολιτών που θα έχουν ένα πελώριο, αδιαπραγμάτευτο, αλάδωτο και καθημερινό ΌΧΙ να αντιτάξουν απέναντι στο κάθε δειλό ΝΑΙ στο βόλεμα, στο ελλάδωμα, στη μίζα, στη μαστούρα, στη μίρλα, στη μπίχλα, στο “δε βαριέσαι”, στο “εγώ, μωρέ, θα σώσω τον κόσμο;” και τα όμοιά τους.
Θέλω ένα κίνημα και μια σύμπραξη πολιτών που θα υπερασπιστεί τις πόλεις και τα χωριά, τα νησιά και τις παραλίες, από τον βιασμό της αισθητικής τους, που θα υπερασπιστεί τον τόπο από την καταπάτηση της δημόσιας γης και περιουσίας ή τον σφετερισμό τους από επιτήδειους, που θα υπερασπιστεί τα τοπία, τα δάση, τις θάλασσες, τα νησιά, τη χλωρίδα και την πανίδα από κάθε είδους αργυραμοιβούς και υποθηκευτές του μέλλοντος. Από τον πιο μικρό καταπατητή και αυθαίρετο οικιστή μέχρι τον πιο μεγάλο αρχικλέφτη του δημόσιου χρήματος. Από τον πιο μικρό ελλαδωμένο υπάλληλο δημόσιας υπηρεσίας μέχρι τον πιο χοντρά ελλαδωμένο μιζαδόρο κρατικό λειτουργό. Από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο λαθρέμπορο. Από τον σεξιστή, ρατσιστή, φασίστα, μισαλλόδοξο και θρησκόληπτο γείτονα μέχρι τον σεξιστή, ρατσιστή, φασίστα, μισαλλόδοξο και θρησκόληπτο πολιτευόμενο που ζητάει ψήφους για να “καθαρίσει” ―δήθεν― τις “εθνικές λίγδες” με πολύ πιο επικίνδυνα και ακόμα πιο ολισθηρά γράσσα και δηλητήρια.
Θέλω ένα κίνημα πολιτών που να προσβλέπει με μεγαλύτερη ελπίδα, γνώση και ανεκτικότητα σε μια πιο ολοκληρωμένη, οικουμενική και ανθρώπινη Ευρωπαϊκή πατρίδα. Πιο πλούσια, πιο πολιτισμένη και πιο γενναιόδωρη απ’ αυτήν που καθημερινά ακρωτηριάζουν οι εντός και εκτός Ελλάδας πρατηριούχοι και νταβατζήδες της “Ενωμένης” Ευρώπης.
Θέλω ένα κίνημα αποαθλιοποίησης της ζωής μας, τόσο βαθιά πολιτικό που κανένα κόμμα να μην μπορεί να το πει δικό του και κάθε κόμμα να θέλει να το κάνει δικό του.
Έχω λόγους να ελπίζω; Δεν ξέρω… Ίσως όχι τώρα. Ίσως όχι φέτος. Αλλά…
Όλα αυτά τα “θέλω”, τα χρωστάω στην εικόνα που συνοδεύει αυτό το κείμενο.
Που είναι ένα άλλο κείμενο. Πολύ πιο μικρό σε έκταση από το κείμενό μου αλλά πολύ πιο μεγάλο σε σημασία για μένα. Ένα μικρό ενυπόγραφο κείμενο-δήλωση αγάπης και ένα ελπιδοφόρο στιγμιότυπο χαράς και παιχνιδιού.
Αντιγράφω:
«Εγώ είμαι μικρό παιδί. Η Ιωσηφίνα είναι μωρό.
Όλες είμαστε γυναίκες. Ο κύριος Κωστής είναι αγόρι.
Είμαστε αγαπημένες φίλες.»
Κι από κάτω τα τρία ονόματα των “γυναικών”. Εκτός του “μωρού” και του “αγοριού” που δεν ανήκουν στην ομάδα «αγαπημένες φίλες».
Με τελευταίο ―δείγμα καλής αγωγής― το όνομα της Μαρίας, της επτάχρονης συγγραφέως που απαθανάτισε το παιχνίδι τεσσάρων μικρών και μεγάλων κοριτσιών που είναι «αγαπημένες φίλες». Σε τι καλύτερο να ελπίζει η κοινωνία μας;
Στην εποχή των εγωιστικών αυτοπροσωπο[φωτο]γραφιών που κατακλύζουν τον κυβερνοχώρο, ένα τέτοιο ντοκουμέντο μοιάζει γλυκύτατος αναχρονισμός.
Εγώ όμως το κοίταξα και με την ματιά ενός μελλοντικού αρχαιολόγου και είδα σ’ αυτό ένα πολύτιμο “σπάραγμα”, ένα θραύσμα αγγείου, ένα σχεδόν “όστρακο”, μελλοντικό ενθύμιο μιας εποχής που επιχειρεί να εξοστρακίσει όλη αυτή την εξαθλίωση, που φοβάμαι ότι θα αφήσει για πάρα πολλά χρόνια τα αποτυπώματα, την οσμή και τους λεκέδες της στη χώρα μου.
Και γι’ αυτό εγώ ―«Ο κύριος Κωστής που είναι αγόρι(!)»― θέλω ένα κίνημα αποαθλιοποίησης τόσο βαθιά πολιτικό, τόσο βαθιά απορρυπαντικό, που όταν θα έχουν μεγαλώσει αυτές οι τέσσερεις μικρές φίλες (όλες γυναίκες, μην το ξεχνάμε!) κανείς ―εκτός από τους ιστορικούς― να μη μιλάει για ελλαδωμένη, άθλια και λερωμένη Ελλάδα, άρρωστο κι αδύναμο κομμάτι μιας μίζερης και τσιφούτας μητριάς Ευρώπης.