iporta.gr

Ταξίδι στο κέντρο της Αθήνας

 
 
Το κείμενο περιέχει αναφορά επιχειρήσεων. Χωρίς πληρωμή.
Από σεβασμό σ’ αυτή την ιστορία που έτυχε να γραφτεί στις 21 Απριλίου.

Θέλουμε και χρειαζόμαστε διάφορα. Κερί μέλισσας για δικά μου χειροτεχνήματα. Σπάγκο, ίσως και σχοινιά. Μια κατσαρόλα μεγάλη για τις οικογενειακές μακαρονάδες. Μικροεργαλεία και άλλα μικροπράγματα για το Πάσχα που έρχεται. Από πού; Μα, από την Αθηνάς και τους πέριξ δρόμους, φυσικά.
Ένα ταξίδι στο κέντρο της Αθήνας. 


Σάββατο. Όμορφη μέρα για τέτοιο ταξίδι. Μόνοι μας; Όχι, βέβαια! Ευκαιρία για μύηση. Τι θα έχει να θυμάται μερικές δεκαετίες μετά; Να τα λέει στα δικά της εγγόνια; 

Τώρα είναι τεσσάρων χρόνων και κάτι μηνών και κάτι εβδομάδων και κάτι ημερών και κάτι λεπτών και… 

«Παππού, φτάνει! Μη λες άλλα…» με μαλώνει.

Την ενθαρρύνω στην, με μέτρο, αυθάδεια. Να μη σέβεται την εξουσία που δεν επιβάλλει από μόνη της τον σεβασμό. Κι εγώ μικρός, έτσι και χειρότερα ήμουνα. Δεν ήμουν τεσσάρων, αλλά αρκετά μεγαλύτερος όταν είπα για κάποιον ανόητο συγγενή μας, που τίποτα δεν ρισκάρησε, τίποτα συνταρακτικό δεν έπραξε ή στοχάστηκε και που το μοναδικό του κατόρθωμα ήταν να ξεφεύγει για πολλά χρόνια από τον χάρο: «Γιατί να τον σέβομαι; Επειδή γέρασε; Σιγά το κατόρθωμα! Η τύχη και ο φόβος τον βοηθήσανε».

Ίσια εμπρός. «Βλέπεις εκεί; Η Ακρόπολη! Ο Παρθενώνας!»

Από την Πατησίων. Στρίβουμε Αριστοτέλους. Περνάμε το παλιό Δημαρχείο. Αθηνάς. Ξανά η Ακρόπολη, από πιο κοντά τώρα. Οι αιώνες βλέπουν τα καστανά μαλλιά της και τα μάτια της τα λαίμαργα ―πού είσαι Ναπολέοντα!― να πλησιάζουν στο κέντρο της Αθήνας. 

«Εδώ είναι η κεντρική αγορά της Αθήνας. Έχει απ’ όλα!»

Βλέπει, ρουφάει, ρωτάει, δείχνει, απομυζάει χυμούς μιας πόλης που όλοι την βρίζουν αλλά κάτω από μια προσωρινά άσχημη κρούστα κρύβει αρχαία ομορφιά. Λίγο να την αγαπήσεις… Λίγο να την κοιτάξεις με τρυφεράδα… Αθήνα μου. Δεν έχω σ’ άλλην Πόλη γεννηθεί. Εδώ… Εδώ γεννήθηκα. Και κάποια στιγμή, σ’ αυτή την Πόλη υπόγραψα τη σύμβασή μου με την Ακρόπολη. Να είμαι όσο Έλληνας μπορώ. Δίχως να το φτηναίνω αυτό το όνομα με ρεζιλέματα ανάξια του Σωκράτη και του Ηράκλειτου και του Αριστοτέλη και του Ρήγα και του Καβάφη και του Ανωνύμου του Έλληνος και του Παπαδιαμάντη και του Αξελού.

Παρκάρισμα κοντά στην οδό Αγίας Ελεούσης. Έλεος και φόβος. Αναφέρουμε φωναχτά όλα τα ονόματα των δρόμων. Δεν χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις τώρα, απ’ όσες η ίδια ζητάει. Αρκετά θα φορτώσει, στα χρόνια που θα έρθουν, με εικόνες και άλλα λόγια και ανθρώπους. Μέχρι να αρχίσει να γεμίζει ο πανίσχυρος σκληρός της δίσκος ο τόσο ελαστικός και αδιανόητα ανθεκτικός. Να την τροφοδοτεί μια ζωή με άτιτλα ―προς το παρόν― ντοσιέ που θα την πλουτίζουν και θα γεμίζουν αργότερα με νέα ονόματα, λέξεις, μυρωδιές, αισθήματα αφής και ήχους. 

Γερή να είναι…

Για εργαλεία στο παλαιό κατάστημα των “Αφών” Ρέππα. Κακουργοδικείου 3. Εργαλεία. Πολλά εργαλεία. Πάρα πολλά εργαλεία! Χαζεύει τανάλιες, πριόνια, τσεκούρια, πένσες, σφυριά, βαριές, βαριοπούλες, κασμάδες, φτυάρια, τσουγκράνες, κλαδευτήρια, κατσαβίδια, λαβίδες, μετροταινίες… «Τι είναι αυτό; Αυτό; Κι αυτό;» ρωτάει, της απαντάμε. Ξεκολλημό δεν έχει. Τι παιχνιδότοπος για ένα σοφό παιδί! Όχι επειδή είναι η σχέση μας μαζί της τέτοια που να μας κάνει υπερφίαλους. Αλλά γιατί όλα τα παιδιά είναι σοφά όταν τα βοηθήσεις να το καταλάβουν. Αγοράζουμε και ένα μικρό λουκετάκι που της άρεσε, αφού της εξηγήσαμε σε τι χρησιμεύει.

«Τι θα κλειδώσεις; Τη σημερινή βόλτα για να μη σου την κλέψουν οι φτηνές προκλήσεις και η λήθη;» δεν ρωτάω.

Δεν μιλάω πολύ. Η χαρά της πέφτει στα μάτια μου σαν αντηλιά. Αλλά τα θέλω ανοιχτά, και τα μάτια και τ’ αυτιά μου.

Μένω λίγο πίσω. Να βλέπω γυναίκα και εγγονή μέσα στην πόλη μου, την όμορφη πόλη μου, την αγαπημένη μου πόλη, που άλλη δεν έχω. Κι από πίσω μας, μια λιτανεία από συγγενείς, φίλους, προγόνους. Χαμογελάνε. «Πες της για την Ακρόπολη, για τη Δημοκρατία… Για την Πλατεία των Ηρώων. Πες της!» Χαμογελάω. «Αργότερα… Αφού θα τα έχει ζήσει πρώτα. Να έχει θέσεις δικές της, για να τακτοποιήσει μόνη της αυτές τις πολύτιμες έννοιες» απαντάω χωρίς ήχο.

«Πάμε στον Ματθαίο;»

Συμπτωματικά, συμμαθητής της γυναίκας μου ο Ματθαίος Μανσόλας, από το Δημοτικό. Συμπτωματικά, γιος του Τηλέμαχου Μανσόλα. Με το μαγαζί με τους σπάγκους, τα σχοινιά, τις κορδέλες, τα χίλια δυο πράγματα. Μαγαζί από το 1947, στην οδό Πολυκλείτου 14. Από εκεί ψωνίζαμε για το μικρό τυπογραφείο του μπαμπά μου που ήταν Ήβης και Λεωκορίου. Τον πετύχαμε έξω από το μαγαζί τον Ματθαίο. Μιλάμε για τα παλιά και τα νέα. Και η εγγονή να γυροφέρνει, να χαζεύει, να μαζεύει λόγια και εικόνες. Πήρα και ένα κουβάρι κορδονέτο, σπάγγο γερό.

«Για τον αετό, του χρόνου, στις Απόκριες…» η απάντησή μου.

Πάμε μετά και για το μελισσοκέρι. Από την Αριστοφάνους. Περνάμε την Πλατεία Ψυρρή, την Πλατεία των Ηρώων. Παίρνουμε και κεριά άσπρα, για την Ανάσταση. Σ’ έναν δρόμο μπαλόνια αφημένα από ποιος ξέρει ποια γιορτή. Παίζει. παίζουμε. Κλωτσάμε τα μπαλόνια. Παίρνει ένα μαζί της. Προχωράμε στα στενά.

«Να! Από εδώ θα πάρουμε την μεγάλη κατσαρόλα που θέλουμε». Μαγαζί παιδική χαρά. Πήχτρα στα κατσαρολικά, γυαλικά, ταψιά, γουδιά και γουδάκια, τρίφτες τυριού για κούκλες, τόσο μικρά. Σίτες, λάμπες θυέλλης, εργαλεία, μπρίκια και μπρικάκια. Κόκκινα ξύλινα αυγά που τα πιάνει με ενδιαφέρον. Την έχουν μάθει οι γονείς της να μην είναι ζήτουλας. Σπάνια ζητάει. Κοιτάζει άπληστα όμως, ρωτάει συνέχεια. Λέξεις, ονόματα, χρώματα. Καλύτερα κι από παιδότοπο. Αντάξιο μιας επίσκεψης σε Μουσείο. Της παίρνω, χωρίς να το πάρει είδηση, ένα ξύλινο κόκκινο αυγό που της το δίνω έξω από το μαγαζί. Κάνει χαρές. Κουβαλάμε και την κατσαρόλα.

«Πάμε για σουβλάκια;»

Ενθουσιασμός! Πάμε προς την Μητροπόλεως, χαμηλά. Στα στενά των Σουβλατζήδων. Η κνίσα μάς ανοίγει την όρεξη. Διακρίνω ορθάνοιχτα ρουθούνια θεών από πάνω μας να εισπνέουν λιμασμένα. 

Απέναντι από το Μοναστηράκι. Ο σταθμός του Ηλεκτρικού και το παλιό Τζαμί, χτισμένο από το 1759. Κάμποσες δεκάδες μέτρα πιο πέρα, στην οδό Μελιδώνη, η Εβραϊκή Συναγωγή. Πιο πέρα, προς την Πλατεία Κουμουνδούρου, η Αρμένικη Εκκλησία. Εκκλησίες, οι Άγιοι Ασώματοι. Μαγικές λέξεις. Και πάνω απ’ όλα αυτά, στο κέντρο, ο Παρθενώνας στην Ακρόπολη.

Καθόμαστε για σουβλάκια.

«Θέλεις λίγες πατατούλες, χρυσό μου; Δεν τις έχω πειράξει…»

Τις προσφέρει η κυρία που κάθεται δίπλα μας. Βλέποντας μια μουρίτσα πεινασμένη. 

«Δεν θέλω»
«Τι λέμε, όταν μας προσφέρουν κάτι;»
«Ευχαριστώ…»

Εξήγηση: «Δεν τις πολυτρώει τις τηγανητές πατάτες…»
Εκπλήσσεται η κυρία.

«Ναι, είναι ασυνήθιστο…», νέα εξήγηση. Μας κοιτάζει που μιλάμε με μιαν άγνωστη. Κι αυτό τής αρέσει. Σαν να είμαστε σε μια παρέα εκεί, στριμωγμένοι στα σουβλατζίδικα. Μια μικρή αίσθηση ασφάλειας στην ανασφάλιστη Αθήνα.

Τρώμε κεμπάπ με πίτα. Πίνουμε νερό. Περνάει μια μικρή διαδήλωση ανάμεσα στα τραπέζια, στον πεζόδρομο. Με πλακάτ και χιούμορ. Χλευάζουν την κρίση δίχως βρισιές και μούντζες.

«Δώστε μας λεφτά, να πάμε Ελβετία!» φωνάζουν ρυθμικά. Το πιάνει αμέσως και το ξαναλέει. Γελάμε. Την ενθαρρύνουμε στην αποστήθιση τραγουδιών και ξέρει. Το επαναλαμβάνει ρυθμικά, όπως το άκουσε: «Δώστε μας λεφτά, να πάμε Ελβετία!» Ξαναγελάμε με την ψιλή φωνίτσα της που ακούγεται σαν ηχώ της διαδήλωσης που χάνεται. «Μεγάλος δάσκαλος ο έπαινος» κοιταζόμαστε με τη γυναίκα μου.

Δεν θα πάμε Ελβετία εμείς μετά το πρόχειρο γεύμα. Στην Πλατεία Μοναστηρακίου έχει αυτοσχέδια παράσταση μπρέικ-ντανς. Μικρά παιδιά, νέοι, νέες. Φωνάζουν, χορεύουν, με τολμηρά κόλπα ασκούν την ελαστικότητα της απλήρωτης νιότης τους.

Χαζεύει, κοιτάζει, γελάει, χειροκροτεί με τους άλλους.

Η πόλη είναι οι άνθρωποι. Πολιτισμός είναι οι άνθρωποι που συνυπάρχουν, ζουν και λειτουργούν και κοινωνούν μέσα στην Πόλη. 

Ο ήλιος γέρνει πίσω από τον σταθμό. Μακραίνουν οι σκιές. Τελειώνει το ταξίδι μας στο κέντρο της Αθήνας.

Παίρνουμε το αυτοκίνητο από το πάρκινγκ.

«Το κόκκινο αυγό, που μου πήρε ο παππούς, το ξύλινο, πού είναι;»

«Με τα άλλα πράγματα, στο πορτ-μπαγκάζ. Θα το πάρεις όταν φτάσουμε στο σπίτι του μπαμπά και της μαμάς»
«Το θέλω τώρα!»

Προσταγή. Ψαχουλεύω στις σακούλες, το βρίσκω, της το δίνω. Της έχει υποσχεθεί η γιαγιά της ότι με το αυγό αυτό θα τους κοροϊδέψει όλους την Ανάσταση και το Πάσχα και θα τα σπάει όλα τα αυγά των άλλων. Εγώ την αποθαρρύνω: «Σιγά μη δεν το καταλάβουν!» της λέω. «Αλήθεια, γιαγιά; Θα το καταλάβουν;»

«Όχι, κορίτσι μου! Όλα θα τα σπάσεις!»

«Ακούς, παππού; Όλα θα τα σπάσω!» «Των άλλων μπορεί… Το δικό μου, όχι!» της κολλάω. «Είσαι κακός!» με θυμό. «Μπορεί. Αλλά το αυγό μου δεν πρόκειται να το σπάσεις. Γιατί θα έχω κι εγώ ξύλινο!»
«Μα, είσαι πιο μωρό…» με μαλώνει η γυναίκα μου. Γελάω.
«Προτιμώ να κερδίζει πιο δύσκολες νίκες» δικαιολογούμαι ψιθυριστά.

Της κάνω μια γκριμάτσα στο φανάρι που είναι κόκκινο. Γελάει. Γελάμε. Γελάει και η εγγονή από πίσω. Μέσα στο αυτοκίνητο η κουβέντα για τη βόλτα. Επανάληψη, μητέρα μαθήσεως. Κόλπο της γυναίκας μου. Πού πήγαμε, τί είδαμε, τι αγοράσαμε…

Κι από πίσω η λιτανεία.

Γονείς. Παππούδες, προπαππούδες, συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, γείτονες από παλιά, μπακάληδες, μανάβηδες, χασάπηδες, ψιλικατζήδες, βιβλιοπώλες, ταβερνιάρηδες, σερβιτόροι, γαλατάδες. Δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, ακραίοι, έξυπνοι, βλάκες, μορφωμένοι, αμόρφωτοι, αδιάφοροι… Όλοι, όλοι… Από όλες τις γειτονιές που περάσαμε σαν παιδιά, σαν νέοι και πιο μεγάλοι. Μέχρι τώρα σχεδόν.

Χαιρετούν. Μας γνέφουν καθώς αφήνουμε πίσω μας την Ακρόπολη.

Ένα αεράκι μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο και ανεμίζει λίγο τα μαλλιά της στο πίσω κάθισμα.

«Σου άρεσε η βόλτα μας;»
«Πολύ ωραία ήτανε! Το λουκέτο μου πού είναι;»

Αναγαλλιάζει η λιτανεία. Εξασφαλισμένο το κλείδωμα στη μνήμη.

«Να την αγαπάτε την Αθήνα μας, να την αγαπάς την Αθήνα μας» τους ακούω να μας λένε, να της λένε. 

Σαν να της δίνουν την ευχή τους.
Αερικά της Πόλης μου οι πιο πολλοί. Από χρόνια.

 21 Απριλίου 2013

Το βιβλίο του Κωστή Α. Μακρή “Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες”κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ. 


 

 

 
Κωστής Α. Μακρής