iporta.gr

Ο Λιουτπράνδος της Κρεμόνας και ο Ρητινίτης οίνος, του Βαγγέλη Παυλίδη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας κάποιος Liutprand που δεν ήταν μόνο Επίσκοπος της Κρεμόνα μα και κολλητός του Otto I der Grosse – του Όθωνα 1ου του Μεγάλου- βασιλιά της Γερμανίας. Μια των ημερών ο βασιλιάς Όθων ο 1ος έστειλε τον Λιουτπράνδο στην Κωνσταντινούπολη να του βρει καμιά Ελληνίδα πριγκίπισσα για τον ανήλικο γιο του και συμβασιλέα, τον Όθωνα 2ο, μπας και μπορέσει μέσωι προίκας να βάλει χέρι σε κάτι ελληνικές αποικίες στην Ν. Ιταλία. 
Το κακό στην υπόθεση ήταν πως ο Όθων ο 1ος είχε τη φαεινή να ανακηρύξει τον εαυτό του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων, της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στην Κωνσταντινούπολη όμως, του Νικηφόρου Φωκά που σημειωτέον είχε εκπληκτική ομοιότητα με γορίλα -κοντός, μαυριδερός, τριχωτός, με στήθος σα βαρέλι- δεν του ‘κατσε καλά στο στομάχι. Δηλαδή, σκέφτηκε, αν αυτός λέει πως είναι Αυτοκράτορας των Ρωμαίων εγώ ποιος είμαι, ο Χαν των Μογγόλων; Ο Νικηφόρος, λοιπόν, που ήταν πολύ δυσαρεστημένος το έδειξε χωρίς περιστροφές και τζιριτζάντζουλες στον απεσταλμένο του Όθωνα, τον άμοιρο Λιουτπράνδο, που στα 968 μ.Χ. έφτασε στην Πόλη και που ύστερα από λίγο έκατσε κι έγραψε με το νι και με το σίγμα στον αφέντη του το τι συνέβη:
“…………… Η παρακάτω εξήγηση θα κάνει ξεκάθαρο το λόγο που δεν λάβατε ούτε τα προηγούμενα γράμματα ούτε τον απεσταλμένο μου. Την ημέρα πριν τις Nόνες (σ.τ.μ. 4 Ιουνίου) φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί, ως ένδειξη ασέβειας προς Υμάς, αφού μας υποδέχτηκαν με ξεδιάντροπο τρόπο μας μεταχειρίστηκαν με τραχύτητα και αγένεια. Κλειστήκαμε σ’ ένα παλάτι, αρκετά μεγάλο πρέπει να ομολογήσω, αλλά ξεσκέπαστο που δεν κρατούσε έξω ούτε το κρύο ούτε τη ζέστη. Ένοπλοι στρατιώτες φρουρούσαν ώστε κανείς από τους συνοδούς μου να μη βγαίνει και κανείς άλλος να μη μπαίνει. Αυτή η κατοικία, στην οποία μόνο εμείς οι έγκλειστοι μπορούσαμε να περάσουμε, ήταν τόσο μακριά από το παλάτι ώστε μας κοβόταν η αναπνοή κάθε φορά που πηγαίναμε περπατώντας ως εκεί – δε μας επιτρεπόταν να πάμε καβάλα….”
Και συνεχίζει επί λέξει:
“Accessit ad calamitatem nostram, quod Graecorum vinum ob picis, taedae, gypsi commixtionem nobis impotabile fuit. Domus ipsa erat inaquosa, nec sitim saltem aqua extinguere quivimus, quam data pecunia emeremus”.
Δηλαδή, για όσους δεν μάθανε Λατινικά στο σχολείο:
“Επιπρόσθετα στη συμφορά μας το ελληνικό κρασί είναι αδύνατο να το πιει κανείς, αφού αναμιγνύεται με κατράμι, ρετσίνι και γύψο. Το σπίτι δεν είχε νερό κι ούτε μπορούσαμε να αγοράσουμε νερό για να ξεδιψάσουμε.”
Παρακαλώ σημειώστε αυτό το “Επιπρόσθετα στη συμφορά μας… “. Το κερασάκι στην τούρτα, δηλαδή. Το δράμα των Φράγκων ευγενών είναι φοβερό. Κι έτσι έχουμε εδώ την πρώτη καταγραμμένη εντύπωση ενός “Ευρωπαίου” σχετικά με την ρετσίνα μας, γιατί περί αυτού πρόκειται αν δεν το καταλάβατε.
Κι εγώ κλαίω και θρηνώ γιατί εδώ μεν στην Ρόδο είμαι υποχρεωμένος να βολεύομαι με την ρετσίνα της ΚΑΙΡ -πολύ καλή αλλά όπως και νά’ χει είναι εμφιαλωμένη- στην δε Αθήνα την πατρίδα της ρετσίνας, τις λίγες φορές που πηγαίνω ψάχνω, ψάχνω να την βρω την βαρελίσια με ελάχιστη όμως ως καθόλου επιτυχία. Αφού παρατηρήσουν ευγενικά και συγκαλυμμένα πλην σαφώς πως μάλλον είμαι εκτός τόπου και χρόνου μου συστήνουν να πιω ένα Chardonnay ή κάτι παρόμοιο. 
À votre santé, “ρετσίνα μου αγνή, αγάπη μου ξανθειά, κεχριμπαρένια…”

Επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του  σκιτσογράφου Βαγγέλη Παυλίδη