iporta.gr

4+1 (Τα παιδιά του παραδείσου), του Άρη Μαραγκόπουλου

Μια ιστορία για το τέλος του καλοκαιριού, μια ακριβή μνήμη, ενός πεθαμένος καιρός…

 

 

Εκείνα τα χρόνια μπορούσες να βρεις τον παράδεισο οπουδήποτε. Επειδή η λέξη τουρισμός ήταν καινούργια και σχεδόν προσβλητική για τους περισσότερους νησιώτες, επειδή η λέξη φιλοξενία είχε νόημα που, αν τολμήσεις να εξηγήσεις σήμερα, με αναφορά στις συνθήκες του τότε θα προκαλέσεις ειρωνικά μειδιάματα, επειδή στον πάτο της θάλασσας δεν υπήρχαν πλαστικά μπουκάλια ανακατεμένα με μπάλες πίσσας, επειδή οι ντομάτες δεν ήταν υβριδικές και τα ροδάκινα δεν είχαν χάσει το σπάνιο μυρωδάτο χνούδι τους, επειδή τα ξύλινα ψαροκάϊκα δεν είχαν απαγορευτεί από τους ευρωκοινοτικούς νόμους, επειδή ο περισσότερος κόσμος κέρδιζε ακόμα τα λεφτά του με τον δύσκολο κόπο του και όχι με απατεωνιά ή κομπίνα (κι ας πληρωνόταν πενταροδεκάρες ο «κόπος» κι ας κέρδιζε την παραπανίσια υπεραξία ο «αφεντικός» του καθενός), επειδή δεν υπήρχε ο Μεγάλος Αδελφός (με την τηλεόραση κι όλα τα ηλεκτρονικά μαραφέτια), επειδή το κεφάλαιο είχες ακόμα τρόπους να το πολεμήσεις (ή έτσι νόμιζες), επειδή υπήρχαν ακόμα ζωντανά οράματα για το μέλλον (ή έτσι πίστευες), επειδή ο μεγαλύτερος τρόμος συνοψιζόταν στο μην σκάσει κατά λάθος καμιά ατομική μπόμπα δίπλα σου κι ο μεγαλύτερος καημός σου να φύγουν τα καθίκια οι Αμερικάνοι από το Βιετνάμ κι οι Ρώσοι (πολύ αργότερα) από το Αφγανιστάν.

 

Ε, μα ναι, αν το συγκρίνεις με το σήμερα, όλο αυτό είναι ο παράδεισος που χάσαμε. Μέσα σε 40-50 χρόνια χάσαμε τα πάντα, τα πάντα. Ό,τι φοβόταν ο Όργουελ έγινε. Ό,τι φοβόταν ο Γκι Ντεμπόρ και ο Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ έγινε. Νίκησε ο χειρότερος εφιάλτης μας, δεν νίκησαν τα όνειρα.
Εκείνους τους καιρούς ζούσαμε στον Παράδεισο, τουλάχιστον όσοι αναζητούσαμε τον Παράδεισο, επειδή δεν τον αναζητούσαν (κιόλας από τότε) όλοι. Άλλοι βιάζονταν να αποκτήσουν λεφτά, εξουσία, λεφτά. Δηλαδή άλλοι βιάζονταν να πεθάνουν. Εμείς όμως, οι φίλοι μου, δοκιμάζαμε λαίμαργα τον Παράδεισο όπως παιδιά που δοκιμάζουν το πρώτο τους καρπούζι. Zούσαμε στον Παράδεισο. Η δικτατορία είχε πεθάνει, είχαμε φροντίσει όλοι με τον τρόπο μας γι’ αυτό, ακόμα έμοιαζε να «πιάνει» η απόφασή μας ν’ αλλάξουμε τον κόσμο (το ξαναείπα: έτσι πιστεύαμε), ο απαγορευμένος Παράδεισος των παιδικών μας χρόνων μπορούσε ανά πάσα στιγμή να γίνει ο δικός μας Παράδεισος.

 

Να και η ιστορία από εκείνα τα αθώα χρόνια:

 

 

4+1, τα παιδιά του Παραδείσου

 

 

Λίγο αφού έπεσε το δειλινό στην έρημη αμμουδιά, άρχισαν να παίζουν σαν τρελά παιδιά κι οι τέσσερίς τους. Μόλις έφυγε και το τελευταίο καραβάκι με τους επισκέπτες, οι αρχαιοφύλακες μαζεύτηκαν να πιούνε τσίπουρο στο σπιτάκι τους. Δεν υπήρχε κανείς στον ορίζοντα. Ησυχία, ούτε γλάροι ούτε τίποτε, ένα ελαφρό αεράκι μόνο. Είχαν κολυμπήσει πολύ, είχαν κουβεντιάσει κάμποσο και επιπόλαια λόγω της πρώτης γνωριμίας, ξάπλωσαν στην άμμο όπως έτυχε, ο ένας δίπλα στον άλλο, με προσκέφαλο τα σλίπινγκ μπαγκ τους. Ξεραμένο το αλάτι επάνω τους, ξέγνοιαστη πολύ η καρδιά τους αφού σε κανέναν και σε τίποτε δεν χρώσταγαν, αφρόντιστη η ματιά τους στο γαλαζομπλέ, πρώτη δεύτερη μέρα διακοπών σ’ έναν σπάνιο τόπο, χίλια εννιακόσια εβδομήντα τόσο, λίγο μετά τη δικτατορία, δεν θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Έμειναν έτσι κάμποση ώρα να απολαμβάνουν αμίλητοι το δειλινό του Ιούλη.
Είχαν γνωριστεί στο καραβάκι, οι δύο άντρες με τις δύο γυναίκες. Τους έφερε κοντά η σύμπτωση: ήταν οι μόνοι που είχαν έρθει απόψε έτοιμοι να περάσουν εδώ τη νύχτα. Πήρε να σκοτεινιάζει, η βραδιά ήταν αφέγγαρη, το μάτι των αντρών προσπέρασε επιπόλαια τo φωτεινό απείκασμα της Αφροδίτης και προτίμησε να χαζέψει με προσποιητή απάθεια το δυνατό κιαροσκούρο των μισόγυμνων σωμάτων.

 

 

Το ζευγάρι που βρέθηκε τυχαία στριμωγμένο ανάμεσα στους άλλους δύο ξεκίνησε απροειδοποίητα κάτι σαν πάλεμα, ήσυχα, χωρίς πολλή φασαρία, ψηλαφώντας στα τυφλά – λες και τα σώματα έψαχναν διακόπτη σε θεοσκότεινο δωμάτιο.

 

Οι άλλοι δύο, οι απέξω, δεν μπορούσαν να μείνουν αμέτοχοι σ’ αυτό που συνέβαινε εκεί, ούτε και γινόταν να προσβάλλουν τους αγκαλιασμένους αποχωρώντας: αισθάνονταν ότι, ως συστατικός δεσμός αυτής της απαράσκευης συνεύρεσης, θα ήταν μεγάλη αγένεια, το λιγότερο, να τη διακόψουν. Η κοπέλα φάνηκε λίγο πιο διστακτική, λίγο· δεν ήξερε πώς να χειριστεί τη γυρισμένη σ’ αυτήν πλάτη του άντρα, μέχρι που ακούμπησε απαλά, χωρίς να το πολυσκεφτεί, την παλάμη της στους αυθάδεις νευρώδεις ώμους του, ως ένα είδος αυτοάμυνας που, όμως, έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα, επειδή ανατρίχιασε αμέσως ολόκληρη. Ο άντρας από την απέναντι έξω μεριά του συμπλέγματος ακούμπησε το μάγουλό του, με προσοχή, σχεδόν με ευλάβεια, στο καμπύλο τόξο της γυναίκας –η οποία, ακουμπώντας ελαφρά επάνω του, ελισσόταν σαν φίδι στην αγκαλιά του φίλου του αφήνοντας σιγανούς στεναγμούς– ως να ήθελε να αφουγκραστεί την τρικυμία στο αίμα της.

 

Τελικά κανείς δεν θορυβήθηκε από την όλη εξέλιξη των πραγμάτων. Κανείς δεν δοκίμασε να σκεφτεί το τι, το πώς, το γιατί. Κανείς δεν έδειξε την ελάχιστη διάθεση για συζήτηση επί του θέματος, κανείς δεν ξεβολεύτηκε με την ερεθιστική συνθήκη που τους έφερε η τύχη. Έκλεισαν όλοι σφιχτά τα μάτια και βούτηξαν στο ηλεκτρισμένο πηγάδι που απρόσμενα ανοίχτηκε ανάμεσά τους, ο καθένας με τον τρόπο του και τα όπλα του, ο καθένας αρπάζοντας, ψαύοντας, δαγκώνοντας, τρίβοντας, χαϊδεύοντας, πειράζοντας, γαργαλώντας, δοκιμάζοντας, σαλιώνοντας, φιλώντας, φροντίζοντας ό,τι βρισκόταν διαθέσιμο.

 

Για μια στιγμή έσκασαν όλοι στα γέλια. Για λίγο μόνο. Ύστερα η διστακτική γυναίκα έβγαλε έναν μακρύ συριχτό αναστεναγμό, όπως κοιμισμένο παιδάκι. Αυτός ο ευφρόσυνος πίδακας του ανερεύνητου πόθου έδωσε το σύνθημα να συνεχίσουν όλοι μαζί ακάθεκτοι το παιχνίδι, να περάσουν για λίγο αδελφωμένοι και άοπλοι σ’ αυτό που ορισμένοι μεγάλοι ποιητές έχουν αποκαλέσει «η άλλη πλευρά» (altra cosa).

 

Τα χέρια, πόδια, μαλλιά, μπερδεύτηκαν ξανά και ξανά και ξανά σε ασυγχρόνιστους συνδυασμούς που μερικές φορές ήταν αδύνατον να ελεγχθούν δυσκολεύοντας την εξάντληση της επιθυμίας. Αυτό ήταν το πιο ερεθιστικό: ότι, δηλαδή, όχι μερικές, αλλά πολλές φορές, ήταν αδύνατον να ελέγξουν τι ακριβώς ζητούσε το κορμί τους από τον άλλον, τους άλλους. Ήταν χλιαρά και λαχταριστά, ήταν ανώφελο να σκέφτεσαι ποιανού είναι το πόδι, το χέρι ή οτιδήποτε κολλούσε πάνω σου, ήταν πολύ ευχάριστα χλιαρό, πολύ απαλό το χάδι (ακόμα κι όταν σκλήραινε απότομα) – και κράτησε ώρες, ώρες, ώρες.
Δεν ήθελε κανείς να κορυφωθεί όλο αυτό, να τελειώνει, το αύριο ποιος το ξέρει, ποιος το θέλει επιτακτικά, κανείς, όχι, κανείς, πρώτη δεύτερη μέρα των διακοπών, τώρα, όλα είναι τώρα, μαζί μας, εδώ, εδώ, εδώ, στην αρχαία αμμουδιά. Στο κάτω κάτω, αν αυτό δεν είναι διακοπές τότε τι είναι, συλλογίστηκε η διστακτική γυναίκα κι αφέθηκε μαζί με τους άλλους για ώρες στο ευεργετικό σκοτάδι της Δήλου, για ώρες.

 

 

Βέβαια κάποια στιγμή τα τέσσερα σώματα εξουθενώθηκαν, έχασαν την αναπνοή τους, στέγνωσαν τα χείλη τους, οι πόροι που ανοιγόκλεισαν τόσες φορές ανατριχιάζοντας σαν από αιφνίδιο τρόμο, στο τέλος καλύφτηκαν από την πάχνη του καυτού ιδρώτα ανακατεμένου με την αλμύρα, την άμμο και τα διάφορα κολλώδη υγρά της ζωής.

 

Λίγο πριν το ξημέρωμα, γδυμένοι απ’ όλα, μαργωμένοι ακόμα, αλαφροπάτητοι σαν ξωτικά, κύλησαν, ο ένας μετά τον άλλον, για άλλη μια φορά στο εξαγνιστικό νερό. Αναδύθηκαν στο μούχρωμα με το χαμόγελο αρχαϊκών αγαλμάτων στα υγρά χείλη κι ύστερα στριμώχτηκε ο ένας μετά τον άλλον στην ασφάλεια του σλίπινγκ μπαγκ του – ίδιοι με αποπλανημένα παιδιά που πέρασαν διαμιάς στη γνώση της εφηβείας και δεν ήξεραν τι ακριβώς να την κάνουν, πώς να χειριστούν το απρόσμενο δώρο. Καθώς τους έπαιρνε ο ύπνος, το χαμόγελό τους έσβηνε σιγά σιγά: των κοριτσιών μικρές κομψές σειρήνες (η μία υπέρβαρη), των αντρών πειραχτικοί μικροί σάτυροι (ο ένας λιπόσαρκος), αρχαϊκές ασύλληπτες μορφές.

 

Άρης Μαραγκόπουλος