Τα πάντα εν σοφία εποίησεν.
Ολόγιομο και ανθισμένες βουκαμβίλιες, πλακόστρωτα στενά δρομάκια, ακροκυλούν στις ρίζες των σπιτιών, τρέχουν ανάμεσα στις μυρωμένες αυλές, και χάνονται στα περιβόλια και στις ρούγες , πλέκοντας πάνω σε τούτη τη νησιώτικη γη με τις ομορφότερες γειτονιές του κόσμου.
Βαμμένες μαβί απ΄ το γαλάζιο τ΄ ουρανού, κι ολόλευκες από τα νιόφερτα τα γιασεμιά, κορδελιάζουν με νάζια τον αγέρα, τα ανόγια και τις σκεπές των ανθρώπων, τις λύπες, τις χαρές και τα τραγούδια της ζωής τους.
Ειν’ οι δικές μου πανώριες γειτονιές, που ψιθυρίζουν πάνω τους μυριάδες κρούσματα κυμάτων σε ξανθές ακρογιαλιές.
Ειν’ οι δικές μου πανώριες γειτονιές, που ζουν βυθίζοντας τις χούφτες τους μες στην αλμύρα και το φως, που κρύβονται ανάμεσα στα δάχτυλα τους της θάλασσας τα ροζ μικρά κοχύλια. Και πλέκονται όλων των λογιών τα χρώματα απ ΄των φυκιών τα κορδελάκια στα μαλλιά τους. Και μοιάζουν με μυστήριες και όμορφες του βυθού ψαρογοργόνες.
Δεν έχει χώρο να σταθεί πουθενά απόψε η νύχτα. Γλιστρά παντού και χάνεται.
Τρυπώνει και γαζώνει τις γρίλιες της ψυχής, γνέφοντας με την πνοή της πως είναι αφέντρα και κυρά, πως μοναχή της κλείνει και ανοίγει τα όνειρα στο ξώπορτο του ουρανού. Αφήνει τα αστέρια να πλαγιάζουν στα μαλλιά της και λαμπιρίζει η κάμαρη ευχές. Ύστερα τα τινάζει πάνω απ ΄την ποδιά της , παστρικιά και καθαροδούλα και αστράφτουν φεγγαρόσκονη οι νύχτες.
Λες να μην τελειώσει απόψε η βραδιά. Οργώνει βήμα βήμα τον νου, σκαλίζει όλα τα δύσβατα μονοπάτια της σκέψης και αφήνει να ανθίσουν μέσα μας ξανά όλες οι ρίζες από τις αναμνήσεις μιας ζωής καινούριας που ζήσαμε παλιά. Τότε που η ελπίδα ήταν σκοπός, και απλωμένη λυγαριά τριγύρω απ τον λαιμό μας η ορμή της και μας έπνιγε.
Οργώνει βήμα βήμα τον νου. Ακούραστα. Ανάμεσα σε αγριοκέρασα και αγκάθια. Είναι που πρωτογεννηθήκαμε μονάχοι. Εκεί που κινήσαμε γεμάτοι υπερηφάνεια και λαμπράδα, και δέσαμε τα όνειρα ξωπίσω μας, πολύχρωμη ουρά χαρταετού, μην και χαθούν στο πρώτο πέταγμα ανέμου.
Σε ξεγελάει πάντα η γαλήνη. Σε ξεγελάει πάντα ο χρόνος.
Έτσι, για να μην προλάβεις να κοιτάξεις πως δεν υπάρχει χώρος και φιλί, για μιαν αγάπη, που απρόσμενα γλιστρά στα σωθικά σου μέσα και κουρνιάζει. Κι είναι πώς να στο πω, δύχτι αόρατο και κάμωμά της.
Μήτε να νοιώθουμε που φτάνουμε, μα μήτε και να βγαίνουμε δυό βήματα πιο πέρα. Έτσι τά΄χει στρώσει ο Θεός. Με τάξη. Ν’ αφαιρείς προσεχτικά τα ξένα.
Κι ό, τι καημούς και βάσανα, δέσ’ τα σ ένα μαντήλι δάκρια βρεγμένο , κι άστα να βρον αυτά που φεύγουν, αυτά που θα έρθουν φεύγοντας, αυτά που φύγαν κι όλας.΄Λες να μην τελειώσει απόψε η βραδιά.
Εικόνες που στάθηκαν μπρος μας ,σαν άγριο άλογο λευκό που αιχμαλωτίσαν, μοιάζουν οι μέρες της ζωής μας που σημαδέψανε τα βήματα σε μας. Σε μας τους ξάγρυπνους κρυφά και φανερά ευτυχισμένους, που σμίξαμε το νου μας μ ένα ψάξιμο σπουδαίο.
Καθάρια ακούς στη σιγαλιά, όλα της φύσης τα στοιχεία, που ξεπηδούν πιασμένα χέρι χέρι, χορεύουν, παίζουν κρυφτό , κι άμα αποκάμει ο ίδρως τους, τρέχουν ξωπίσω απ τις πικροδάφνες και τις νερατζιές, φορούν τα φύλλα της μπιγκόνιας κορδελάκι στα μαλλιά τους και κρύβονται….
Ο φόβος κι η αγάπη, η θλίψη κι η νοσταλγία, παίζουνε τα΄σελο και βιολί, κι ένας μπροστάρης χορευτής ο πόθος, να οδηγεί τα όνειρα κονσέρτο. Κι η ελπίδα να ξωμείνει ττα τελευταία, ν’ ακολουθεί πεισματικά και να ανορθώνεται.Μικρή και λαμπερή. Εμπρός μου. Και να μου κλείνει πονηρά το μάτι. Ποτέ δεν χάνομαι… μου σιγοτραγουδάει. Και τρέχει ν’ αγκαλιάσει του σύννεφου το καρδιοχτύπι, να μερέψει ο πόνος του….. και να κατέβει στην αυλή.
Τα πάντα εν σοφία εποίησεν.
Κι όπως έγειρε απάνω μας η ανάσα Του, μας φύσηξε πνοή απ’ την πνοή Του, ψυχή απ’ την ψυχή Του και αγάπη απ’ την δική Του περίσσια, να λούσουμε τη ζήση με το φως…. Να πλημμυρίσει.
Απόψε σιγούν όλα παράξενα.
Ίδια τα χτεσινά τα γνώριμα , και μοιάζουν μ’ εκκρεμές άλαλο ακίνητο τα μεσάνυχτα στον τοίχο που διστάζουν να διαβούνε το κατώφλι της αυγής.
Στόλισα στη δημοσιά, μπροστά απ’ την εκκλησία μου, όμορφα δέντρα τρυφερά, πλάι στη φουντωμένη μυρτιά που στέκει χρόνια κει μονάχη.
Έτσι, για να ομορφύνει πιότερο η γη, και να μη μένει τίποτα λειψό στον κόσμο τούτο.
Και θέλω να σου πω, πως όποιος έχει μάτια στη ψυχή, ξέρει να βλέπει, ξέρει ν’ ακούει , ξέρει να ζει, ξέρει και να ξωμένει πίσω ευτυχισμένος. Αυτό μου το ’μαθε η μυρτιά.
Είναι αυτό το σύννεφο, το χλωμοκαμωμένο, που γέρνει κάθε τόσο να κρυφτεί στ’ αδύναμα κλαδιά της.
Κι όταν κρυφοκοιτώ τ’ απέξω, το βλέπω να στριφογυρνά στα μύρτα και στις μυρωδιές της, όπως κουρνιάζει το μωρό κατάστηθα στη μάνα, και ησυχάζει στο γλυκοβύζαγμά της. Και εκείνη το αγκαλιάζει σαν τον ίσκιο της κι ακούει ιστορίες απ’ τα πέρατα της γης κι ανατριχιάζει. Κι αποθηκιάζει μέσα της κι αυτό.
Δεν έχει η έρμη το φευγιό του. Οι ρίζες της δεν πάνε πουθενά. Αλλιώς, ούτε που καθότανε μια στάλα. Αχ! Έχει άλη μυρωδιά η λευτεριά!
Άλλο να ζεις ελεύθερα μονάχος , κι άλλο να πρέπει μονάχος σου ζεις.
Κρυφοπληγή το φευγιό! Και πιότερο από την μοναξιά που δέρνει το γέρικο το ξυλοσκευρωμένο της κορμί, ας είναι οι έννοιες ξομολόγηση και άκουσμα σπουδαίο, απ’ τον δραπέτη τα’ ουρανού που σφιχταγκαλιάζει.
Το ψάχνουν τα’ άλλα σύννεφα. Τ’ αδέλφια, τα ξαδέλφια του, κι όλο το σόι απ’ τα πετούμενα πουλιά και νέφη. Κι αν πάρουν είδηση οι άνεμοι ότι τους το έσκασε, αλοίμονό του!
Ο Βοριάς στο περιθώριο θα το σύρεικαι ο Νοτιάς άμα θυμώσει, θες να το λούσει μαύρη αναπνοή, να γίνει βροχούλα ξαφνική και να χαθεί.
Και είναι άδικο αυτό! Καθένας τη ζωή του πρέπει να ορίζει, και να’ναι μοναδικό το πέρασμά του.
Καθένας τα φτερά του πρέπει ν’ ανοίγει, κι ας είναι μοναχικό το πέταγμα του.
Έχει άλλη μυρωδιά απόψε η νύχτα. Μες στο μικρό δωμάτιο όλα παραμένουν γνώριμα. Εκεί. Μάρτυρες μιας αγάπης, που τραγουδάει μέσα σου, που κλαίει, που γελά, και παραμένει γαντζωμένη στο σώμα στο και στη ψυχή, σαν μυρωδάτη Σαββατιάτικη μπουγάδα στο μπαλκόνι.
Σ’ αυτά τα μέρη, σε τούτη τη νησιώτικη γη, που ο ήλιος ξέψυχα χρυσίζοντας στα χείλη του το πέλαγος, θαρρείς πως αν θ’ απλώσεις τα δίχτυα του κόσμου, θε να μαζέψεις με μιας όλα τα χρώματα που κρύβουν οι άνθρωποι στις ψυχές τους, όλα τα όνειρα που έκανες παιδί, κάτω από το μαξιλάρι σου το ασπροκεντημένο, μην πάρει το χαμπάρι σου τα’ αδέλφι που κοιμότανε πιο πέρα.
Τότε που το καθάριο το μυαλό σου, το δαφνοστόλιζες απ’ της αγνότητας το μύρο, κι από της νιότης σου το γέλιο προσκεφάλι στα μαλλιά σου.
Τι να αγαπήσω πιότερο στον κόσμο;
Μια γειτονιά, μια μουσική, μικρή πατρίδα μέσα στο στήθος μου καλά αμπαρωμένη.
Δεν θα μ’ αφήσουνε ποτέ οι εικόνες που στάθηκαν εμπρός μου να λησμονήσω πως τίποτε το άσχημο δεν έζησα εδώ. Πως όλη η συγκίνηση, ανύποπτα θεριεύει μες στο βλέμμα, μουσκεύει κάθε μου κύτταρο, σαν περπατώντας για τον γυρισμό οι ίδιοι δρόμοι, οι ίδιες πέτρες στο κατόπι, τα σπίτια τα σφιχταγκαλιασμένα σε κρυφοκαρτερούν μ’ ένα «καλώς το» και ένα φιλί γνώριμο κατώφλι.
Μικρή πατρίδα μου μέσα μου κλειστή.
Έχει ο έρως τη μορφή σου, κι η γοητεία σου δεν έσβησε ποτέ.
Κι όλες οι πόλεις να σταθούνε μπρος σου, θα κλαίγονται κρυφά και
θα πενθήσουν, να ταξιδέψει μοιρολόι σ’ άλλα μέρη, πως νύφη λαμπερή και στολισμένη παραμένεις. Δική κατάδική μου, μοναδική σε ομορφιά και χάρη. Αγνή και μεγαλοπρεπής. Μακριά απ’ τα μεγάλα φώτα όλου του κόσμου. Λίγο, καταδικό σου φως, σου φτάνει.
Απόψε σιγούν όλα παράξενα. Στα βλέφαρά μου έχει καθίσει ένα φως και τρμοπαίζει στο αντιφέγγισμα του νου το ολόγιομο φεγγάρι.
Φύσηξε τα’ αεράκι τα τόσα δα μικρούλικα και αδύναμα φυλλώματα των δέντρων, και μού’ γνεψε η μυρτιά μια καληνύχτα.
Λαμπύρισαν σαν διαμαντόπετρες τα μύρτα απ’ την δροσιά που του σταζε απάνω της το σύννεφο. Και γίναν ένα κόσμημα στα σωθικά της μέσα της σπουδαίο.
Σκέφτηκα : Τι πιότερο να αγαπήσω στον κόσμο τούτο;
Ότι μπορείς και αγκαλιάζεις στη ζωή, ότι μπορείς και φυλακίζεις στη ψυχή, τούτο είναι μικρή πατρίδα και πνοή. Και γειτονιά και σπιτικό και γη σου. Κάθε ξεκίνημα και κάθε επιστροφή σου.
Ένα καθάριο και ζεστό κρεβάτι στο χιονιά, δυο κρασοπότηρα σε μιαν αγάπη να τα πιείς, κι ένα παράθυρο ανοιχτό στον κόσμο.
Καληνύχτα!
Η Ελένη Χατζηπέτρου είναι επίτιμο μέλος της ΔΕΕΛ καθώς και επίτιμο μέλος της Ακαδημίας της Φλωρεντίας. Ενδιαφέροντα: Ποιητικές συλλογές, πεζά κείμενα, λογοτεχνικά κείμενα, ζωγραφική. Ζει και δραστηριοποιείται στη Ρόδο.