iporta.gr

Το δαχτυλίδι, της Τζίνας Δαβιλά

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ήταν ήδη με μια κουβέρτα στα πόδια. Καθισμένος μπροστά στην τηλεόραση. Πάνω στην κουνιστή του πολυθρόνα. Αρνείτο να πιεί το τσάι του, δεν ήθελε να του φέρει η αποκλειστική την θερμοφόρα, δεν ήθελε να πάρει το βλέμμα του από την τηλεόραση. Δεν παρακολουθούσε, μόνο κοιτούσε αόριστα. Βλέμμα κενό, μυαλό εγκλωβισμένο στο χθες, πολύ μακρινό χθες, ψυχή τσαλακωμένη. Τα άτιμα τα χρόνια πέρασαν! Πότε ήρθαν, πότε τα’ ζησε, πότε έφυγαν, πότε θα έρθει η αυλαία του τέλους. Μετρούσε τα 78 του χρόνια.
 

Όχι, δεν φοβόταν αυτό. Δεν φοβήθηκε ποτέ τον θάνατο. Τις ευκαιρίες που είχε και δεν εκμεταλλεύτηκε φοβήθηκε. Τον εαυτό του που άλλοτε έπαιρνε ρίσκα υπερβολικά και άλλοτε ικανοποιημένος γευόταν την επιτυχία. Τις ώρες που για λίγο ήταν κοντά στους δικούς του και ένοιωθε τόση, μα τόση ζεστασιά, χωρίς την κλασσική καρό κουβερτούλα. Τότε που τον κοιτούσαν οι άλλοι με απορία: «μα πότε θα μείνεις μαζί μας;».

 

Αποφασιστικά πέταξε την κουβερτούλα και πήγε μπρος στον καθρέφτη. Η αποκλειστική τον κοίταξε με αγωνία, δεν μάντευε την συνέχεια. Έμεινε εκεί και χάθηκε κοιτώντας τον εαυτό του απέναντι. Τον είδε από τότε που ήταν παλικάρι στιβαρό. Ψηλός, γεροδεμένος, χαμογελαστός, γοητευτικός, καλλίγραμμος, δυνατός, ένα όμορφο θηρίο που τα κατάφερνε παντού. Τι ξύλα έκοβε, τι τοίχους έβαφε, τι κήπους καθάρισε, τι παιχνίδια με τα παιδιά ατελείωτα έκανε, τι βουτιές στην θάλασσα, τι χταπόδια στο ψαροντούφεκο, τι απανωτές χαρές στην αγαπημένη του αγκαλιά, τι δουλειές που πάντα είχαν το μέγιστο αποτέλεσμα. Τότε όλα στο φουλ. Ατρόμητος, γενναίος, υγιής, ακούραστος. Χαμογέλασε με αλαζονεία για τον εαυτό που είδε μεσ’τον καθρέφτη. Τότε, δεν είχε καταλάβει την αξία.

 

Γύρισε πίσω το κεφάλι. Είδε την κουβερτούλα, τη θερμοφόρα και την αποκλειστική. Την κοίταξε με απορία. Μια μεσόκοπη, χοντρή κυρία του κρατούσε συντροφιά. Ίσως στα νιάτα της να ήταν ελκυστική. Τώρα το βλέμμα της καλοσύνης της, τού ήταν αδιάφορο. Αναρωτήθηκε αν ποτέ ήταν ερωτικό. Τι έκανε αυτή γυναίκα στο κρεββάτι της; Πόσους άνδρες να είχε κάνει ευτυχισμένους; Μήπως δεν την είχε αξιολογήσει σωστά; Μήπως είχε έναν κρυφό ερωτισμό;

 

Γύρισε ολόκληρος το σώμα του προς την αποκλειστική. Την πλησίασε με το αγέρωχο ύφος του επιτυχημένου σαραντάρη.

 

– Ελευθερία, δεν μού έχεις μιλήσει ποτέ για σένα.

– Τι να σας πω, κύριε Κώστα. Η ζωή μου δεν θα γινόταν ποτέ ταινία.

– Τι εννοείς;

– Δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον.

– Έχεις οικογένεια, Ελευθερία;

– Πως… δυο παιδιά που σπουδάζουν και έναν άντρα που δουλεύει σε μια ασφαλιστική εταιρεία.

– Είστε πολλά χρόνια μαζί;

– Τόσα, που τρομάζω να τα σκεφτώ.

– Είχες άλλους άνδρες στη ζωή σου, Ελευθερία;

– Και να ήθελα δεν πρόφταινα. Μια τα παιδιά, μια οι γονείς, μια η δουλειά. Ένας και δεν τον έφερνα και βόλτα.

– Θα ήθελες να είχες κι άλλους άνδρες στη ζωή σου Ελευθερία;

– Μα τι με ρωτάτε, κύριε Κώστα;

– …

 

Το βλέμμα του είχε γίνει διαπεραστικό, τόσο που την έκανε να νοιώσει άβολα.

 

– Θα ήθελες, Ελευθερία;

– Δεν είχα χρόνο να το σκεφτώ.

– Αν θα ήθελες να γνωρίσεις άλλους άνδρες, δεν σκέφτηκες; Πέρασες καλά με τον ασφαλιστή σου;

– Θα έλεγα ναι.

– Δεν είσαι σίγουρη, Ελευθερία;

– Πως…

– Δεν είσαι σίγουρη, Ελευθερία…

 

Προχώρησε προς το μέρος της με κατεβασμένο το κεφάλι. Κάθισε στην κουνιστή του πολυθρόνα χωρίς να τραβήξει την καρό κουβέρτα.

 

– Ελευθερία, μού φέρνεις σε παρακαλώ εκείνη την πίπα πάνω από το τζάκι;

– Μα, δεν κάνει κύριε Κώστα μου!

– Σε παρακαλώ.

 

Κάτι αδιόρατο την έσπρωξε να του κάνει το χατίρι. Του έδωσε την πίπα, τον καπνό, τα σπίρτα και κάθισε απέναντι στον καναπέ. Τον κοιτούσε την ώρα που την κάπνιζε. Μα πρέπει να ήταν πολύ ωραίος άνδρας στα νιάτα του. Ακόμα, στα 78 του ήταν γοητευτικός. Χωρίς σκληρές ρυτίδες στο πρόσωπο, με προσεγμένη οδοντοστοιχία, με χαμόγελο πολύ ζεστό και βλέμμα – χάδι. Παρατήρησε για πρώτη φορά τα χέρια του. Μα, τι όμορφα δάχτυλα είχε! Και ένα δαχτυλίδι χρυσό στον παράμεσο του δεξιού χεριού με το μονόγραμμα και ένα μικροσκοπικό κατακόκκινο ρουμπίνι. Ο κύριος Κώστας φορούσε την αστική, μακριά, καρό, μάλλινη ρόμπα του και κάπνιζε την πίπα του κοιτώντας στο κενό. Στον καπνό έβλεπε όμορφα κορμιά και άκουγε μελωδίες του Sinatra. Η Ελευθερία θέλησε κάτι να του πει, αλλά κόμπιασε. Χωρίς να την κοιτάξει την ρώτησε:

 

– Θα μπορούσες να με ερωτευτείς, Ελευθερία;

– Μα, τι ρωτάτε κύριε Κώστα;

– Θα μπορούσες να με αγαπήσεις;

– Πρέπει να σας έχουν αγαπήσει πολύ.

– Όχι τόσο για να μη φύγουν.

– Μα τι κάνατε;

– Ήθελα να ζήσω, Ελευθερία.

– Να ζήσετε;

– Να ζήσω.

– Και;

– Δεν το άντεξαν. Δεν μ’αγάπησαν τόσο πολύ.

– Εσείς; Αγαπήσατε;

– Τόσο, όσο να πονώ στον αποχαιρετισμό.

– Τώρα πονάτε;

– Όχι πια. Το συνήθισα, εκπαιδεύτηκα στους αποχωρισμούς. Θα μπορούσες να μ’αγαπήσεις;

– Δεν σας ξέρω.

 

Ήταν 21 Φεβρουαρίου. Στο σπίτι είχαν μείνει αναμμένα μια σειρά από χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Καθώς αναβόσβηναν, φώτιζαν αμυδρά το πρόσωπο του Κώστα. Η Ελευθερία παρατήρησε πως είχε κλείσει τα μάτια του. Τον πλησίασε.

 

– Κύριε Κώστα, είστε καλά;

– Αυτό το δαχτυλίδι που φορώ, Ελευθερία, είναι δικό σου. Δεν θα το δωρίσεις πουθενά. Θα το κρατήσεις εσύ. Σε παρακαλώ, να το φοράς. Αν με είχες αγαπήσει, θα μάθαινες τη ζωή μου μέσα από αυτό. Τώρα θέλω μόνο να αφουγκραστείς ό,τι κουβαλά.

 

Τα ΄χασε. Γιατί της έκανε δώρο; Αυτή ήταν μια αποκλειστική, μια γυναίκα που έκανε την δουλειά της, μια επαγγελματίας που πληρωνόταν και δεν ζητούσε ούτε δώρα, ούτε συναισθηματισμούς. Της το έβαλε στο χέρι.

 

– Ελευθερία, σου είπα πως δεν με αγάπησαν αρκετά. Εσύ δεν με ξέρεις καν. Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, ίσως και να είχαμε αγαπηθεί. Πάρτο και ζήσε μαζί του τη ζωή μου. Ήταν πολύ πλούσια τελικά.

 

Ήταν 22 Φεβρουαρίου. Η Ελευθερία ξύπνησε από ένα ψύχος ξαφνικό στο μάγουλο. Τα χέρια του είχαν ήδη αρχίσει να παγώνουν. Το κεφάλι του ήταν γερμένο πίσω στην κουνιστή πολυθρόνα και το πρόσωπό του ήρεμο. Κρατούσε στα χέρια της το δαχτυλίδι με το μονόγραμμα και το κατακόκκινο ρουμπίνι. Για όση ώρα της μιλούσε για την ζωή του εκείνη έγειρε πάνω στα πόδια του και άκουγε δακρύζοντας βουβά. Αποκοιμήθηκε από τις ωραίες ιστορίες που της έλεγε. Το χέρι του το παγωμένο την ξύπνησε.

 

***

 

Το δαχτυλίδι που της χάρισε το κρατούσε κάθε βράδυ στη χούφτα της, έκλεινε τα μάτια και άκουγε από τον Κώστα μια διαφορετική ιστορία. Και μαζί και το όνομα της: «Ελευθερία». Δεν θυμήθηκε κανέναν να το έχει προφέρει τόσο βαθιά και τρυφερά. Ποτέ.

 

Έχουν περάσει τρία χρόνια από κείνο το βράδυ. Δεν ξαναδούλεψε αποκλειστική. Ποτέ.