iporta.gr

Στη Μάνη του 1797 (μέρος β΄), της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Φίλοι και Φίλες,

με τις πιο εγκάρδιες ευχές για μια καλύτερη χρονιά, θα συνεχίσω την αφήγηση των Στεφανοπουλαίων.

Είπαμε ότι το αρσενικό παιδί έμενε δίπλα στη μάνα του μέχρι τα επτά του χρόνια, μαθαίνοντας μεταξύ των άλλων και τον νόμο της βεντέτας, του γδικιωμού. 
Μετά τα επτά αναλάμβανε ο πατέρας την αγωγή τυ αγοριού. Το έπαιρνε η «γεροντική», δηλαδή οι γέροντες συγγενείς, κυρίως οι γείτονες και το εξασκούσαν στο τρέξιμο, στο πήδημα, στο σκαρφάλωμα σε δέντρα, σκάλες, δώματα, ψηλούς τοίχους. Στους αγώνες δρόμου το ξεκίνημα γινόταν με τη φράση «ένα, δύο, τρια, σπίτια και φωτία». Ώσπου να έρθει ο καιρός να πάρει το τουφέκι, γυμναζόταν με τους συνομήλικους και δοκιμαζόταν η ευστροφία του. Η πιο απλή και ωραία δοκιμασία ήταν η εξής: Ένας γέρος του έλεγε μπροστά σε άλλα παιδιά να σκίσει, αν είναι παλικάρι, τη σκούφια του με τα δόντια. Αν το έκανε, έδειχνε ανοησία, γιατί δεν είναι παλικαριά να σκίζει κανείς τη σκούφια του χωρίς λόγο. Κι αν δεχόταν και έσκιζε τη σκούφια, οι γέροι του έλεγαν να σκίσει τα ρούχα του. Όποιος δεχόταν, έδειχνε την ανοησία του, ντροπιαζόταν, διωχνόταν από τη συγκέντρωση των παιδιών και έπρεπε να δώσει δείγματα πραγματικής τόλμης και παλικαριάς στη συνέχεια.
Μπαίνοντας στην εφηβική ηλικία έπαιρνε το τουφέκι από τα χέρια του πατέρα του και άρχιζε να ακολουθεί τους μεγάλους στον πόλεμο. Αισθανόταν περήφανος και πολλές φορές γινόταν επιπόλαιος, γι αυτό οι Μανιάτες έλεγαν: να σε φυλά ο Θεός από πρωταρμαδούρο.
Ήταν αρμοδιότητα του πατέρα του να του μάθει να διαβάζει και να γράφει, να συνηθίζει στις αγροτικές δουλειές, να εξασκείται στα όπλα, στην πάλη, στην άρση βαρών, στην εξακόντιση μεγάλων λίθων και στο κολύμπι.
Όσο για τα κορίτσια, εγκαταλείπονται στις φροντίδες της μητέρας για τις οικιακές εργασίες. Πρώτα μαθαίνουν να γνέθουν βαμβάκι και κουκούλια. Κάθε γυναίκα έχει τη δική της δουλειά στο σπίτι. Το κορίτσι μαθαίνει και υφαίνει όλα τα ρούχα της οικογένειας- δεν υπάρχουν παιγνίδια. Βγαίνουν από το σπίτι μόνο τις Κυριακές για να πάνε στην εκκλησία, ή σε κάποιο δημόσιο χορό, αλλά ποτέ νύχτα.
Στη Μάνη είναι άγνωστα τα τεχνάσματα για τον έρωτα σε βάρος του γάμου. Μόλις ο νέος διαλέξει τη σύντροφο που τού ταιριάζει, το εκμυστηρεύεται στους γονείς του και εκείνοι τη ζητούν από την οικογένειά της. Από τη στιγμή που συμφωνείται ο γάμος, απαγορεύεται στον νέο να μπεί στο σπίτι της νέας ή να της μιλήσει πριν γίνει ο γάμος. Αν παραβιαστεί αυτή η αρχή, ο γάμος ματαιώνεται.
Αυτοί οι περιορισμοί φουντώνουν τον έρωτα των μνηστευμένων και μεγαλώνουν την ανυπομονησία τους να ενωθούν.
Σε κατοπινά χρόνια μπορούσε ο νέος να επισκεφθεί την μνηστή του, αλλά για εκείνη ήταν ακόμη απαγορευμένο να κάνει το ίδιο. Η παραβίαστη συνιστούσε βαθιά ντροπή. Όταν κάποια νεαρή μπήκε στο σπίτι του νεκρού μνηστήρα της για να τον μοιρολογήσει, ελεεινολογούσε τον εαυτό της για την απρέπειά της (!) λέγοντας:
«Φτύστε τη και ρομπώστε τη και ρομπωμένη πέστε τη,

πού΄ρθε στο σπίτι αβλόγητη, δίχως κουμπάρο και παπά,

δίχως τα στεφανώματα και δίχως λάδι να χυθεί,

να το πατήσει η νιόνυφη». ( Πασαγιάννη, Μανιάτικα Μοιρολόγια)
Η συνηθισμένη ευχή στο γάμο ήταν να γεννηθούν εννέα γιοί και μια θυγατέρα.
Διαβάστε εδώ το α΄μέρος.


Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

επικοινωνείστε: bar_d@otenet.gr