Κάτι που το θεωρούμε βέβαιο, δύσκολα το επανεξετάζουμε. Και συχνά θεωρούμε βέβαιο κάτι που δεν το εξετάσαμε καθόλου. Εκ παραδόσεως και εκ διαδόσεως ενστερνιζόμαστε περιφερόμενες διατυπώσεις άκριτα, μόνο και μόνο επειδή έχουν επιβληθεί στο περιβάλλον μας. Επειδή τελικά φαίνονται «λογικές» και εφησυχάζουν τη καθημερινότητα μας. Έτσι ο αντίλογος και η διαμάχη ανάμεσα σε καλά οχυρωμένες «θέσεις» απέκλεισαν σιγά – σιγά τη κριτική σκέψη. Την εμμονή σ’ αυτό που πιστεύουμε ή νομίζουμε ότι πιστεύουμε, την ονομάζουμε συχνά «αμφισβήτηση του κατεστημένου», χωρίς να υποψιαζόμαστε ότι ήδη είμαστε φορείς κατεστημένων σκέψεων. Γιατί μόνο η κριτική σκέψη δίνει τη δυνατότητα της αληθινής αμφισβήτησης, εφ’ όσον κάθε διατύπωση της ενέχει όχι μόνο την αμφισβήτηση της, αλλά εν δυνάμει και το ξεπέρασμα της. Ο Θαλής προέτρεπε τους μαθητές του να τον αμφισβητήσουν. Το ίδιο έκανε και ο Καντ, ο τελευταίος φιλόσοφος της διαφωτισμού. Και ο κύριος Κόϋνερ (ένα εφεύρημα του Μ. Μπρεχτ) όταν τον ρωτούν με τι ασχολείται, απαντάει χωρίς φόβο και χωρίς πάθος: Προετοιμάζω το επόμενο μου λάθος… Ένας υπαινιγμός κριτικής σκέψης.
Σύνθεση χωρίς ανάλυση δεν νοείται. Όπως επίσης όταν μιλάμε για τα επί μέρους δεν είναι καλό να λησμονούμε το όλο – και αντιστρόφως. Αλλιώς όλα μας φαίνονται βουνό. Αδυνατούμε να κατανοήσουμε και ξεπέφτουμε στην εύκολη λύση των αφορισμών : «Το κράτος φταίει», «όλοι τα παίρνουν», «οι πολιτικοί είναι διαφθαρμένοι», «όλοι για τη πάρτη τους νοιάζονται και ποτέ για τους άλλους», «μια χούντα τους χρειάζεται» και ουκ έστι τέλος. Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο όταν βρισκόμαστε σε μεταβατική περίοδο. Από τη κρίση και μετά, κάτω απ’ τη πίεση του χρόνου και της οικονομικής δυσπραγίας, γίνεται ακόμα δυσκολότερο να δούμε με κριτική σκέψη τη κατάσταση μας. Οι αποφάσεις είναι βιαστικές, οι νοοτροπίες αντιστέκονται ελπίζοντας ότι θα αντέξουν στη νέα εποχή και δύσκολα βρίσκεται χώρος για τη νηφαλιότητα και την ευθυκρισία της κριτικής σκέψης.
Η κρίση ανέσυρε στην επικαιρότητα τρία χρονίζοντα και θεμελιώδη ζητήματα της οργάνωσης της κοινωνίας μας : Τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά και τη κρίση του πολιτικού μας συστήματος. Όλοι ξέρουμε και όλοι συμφωνούμε – χωρίς εξαίρεση – ότι αν δίναμε λύσεις και μειώναμε την επιρροή των τριών αυτών παραμέτρων, τότε η ζωή μας θα γινόταν καλύτερη, η ανάπτυξη προφανής και ο εκνευρισμός της καθημερινότητας μας θα περιοριζόταν αποφασιστικά. Η γραφειοκρατία και η διαφθορά είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Συγκοινωνούν, αλλά δεν παύουν να είναι ξεχωριστά. Η γραφειοκρατία γίνεται εμπόδιο, όταν απαιτεί περισσότερες ενέργειες από τις αναγκαίες για τη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης. Και στη χειρότερη εξέλιξη, όταν δεν είναι πια σαφές τι ακριβώς ενέργειες απαιτούνται. Η κρατική γραφειοκρατία – το έχουμε αναφέρει και αλλού – έχει καταλήξει να είναι μια αυθύπαρκτη οντότητα, που ακόμα κι ο πιο ενημερωμένος πολίτης μπορεί να κατανοήσει μόνο μέρος της. Ο υπερτροφικός αυτός γίγαντας κτίστηκε όχι με μιας, αλλά αργόσυρτα μέσα στο χρόνο, οπότε κανείς δεν έζησε εξ ολοκλήρου τη κατασκευή του. Οι σταδιακές κατά εποχές προσλήψεις οδηγούσαν στη δημιουργία νέων υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων, χωρίς σχέδιο, αλλά με μόνη αιτία να «τακτοποιηθούν» οι κατά περίπτωση νεοεισελθόντες. Έτσι, οικοδομήθηκε ένα ασυνεπές, χαώδες και ανακόλουθο μόρφωμα. Και είναι πραγματικά δύσκολο να επιτευχθεί χωρίς παρενέργειες η μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα, γιατί η ξεχωριστή αυτή οντότητα έχει εμπλέξει ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της χώρας, οι οποίοι – εύλογα – δεν εγκαταλείπουν χωρίς αντίσταση τα «κεκτημένα». Αντίθετα, η διαφθορά αναφέρεται στη δυνατότητα που δίνει η πολυπλοκότητα των μεγάλων κοινωνιών για παράνομη εξασφάλιση οικονομικών πόρων σε μια ποικιλία συναλλαγών εντός του δημόσιου τομέα ή σε συνέργεια μαζί του. Η ασάφεια των διαδικασιών και ο μεγάλος πληθυσμός του κρατικού τομέα διευκόλυνε τη δημιουργία αυτόνομων ομάδων, διεσπαρμένων σε όλη τη δημόσια διοίκηση, που συστηματικά αρμέγουν τα κρατικά ταμεία του τομέα τους, έχοντας εφεύρει τους τρόπους και τους μηχανισμούς γι’ αυτό το σκοπό. Όσοι συμμετέχουν σ’ αυτές τις ομάδες αντιπροσωπεύουν την ανώνυμη «λαϊκή» διαφθορά, που αντιστοιχεί και στο μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής. Αν προσθέσουμε τις παρέες – ή πελάτες αν θέλετε – της εκτελεστικής εξουσίας, τότε έχουμε τη συνολική εικόνα της διαφθοράς. Τέλος η διαφθορά έχει να κάνει αποκλειστικά με τη παράνομη κτίση κρατικού χρήματος και καμιά σχέση δεν έχει με τον ιδιωτικό τομέα. Εκεί η παρανομία συνδέεται με οικονομικές απάτες, που, ωστόσο, είναι ο δίδυμος αδελφός της διαφθοράς.
Για τη κρίση του πολιτικού συστήματος πολλά έχουν ειπωθεί. Φταίνε τα πολιτικά τζάκια, παλιότερα έφταιγε ο δικομματισμός, φταίει η ενισχυμένη αναλογική ή έλλειψη ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού, φταίει ο «λαϊκισμός» και οι ψεύτικες υποσχέσεις, μπορεί η έλλειψη σαφούς πολιτικού σχεδίου, μπορεί το εκλογικό σύστημα, ίσως φταίνε οι παρέες και οι πελατειακές σχέσεις ή όλα αυτά μαζί. Αλλά όπως είπαμε και στην αρχή, κάτι που το θεωρούμε βέβαιο, δύσκολα το επανεξετάζουμε. Έχοντας εθιστεί στα δώρα της δημοκρατίας, εδώ και πολλά χρόνια, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τη κρίση του πολιτικού συστήματος, παρατηρώντας τα επιφαινόμενα, όλα δηλαδή τα παράγωγα αυτής της κρίσης και όχι το επίκεντρο της, που δεν είναι άλλο από τη ίδια τη ταυτότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αλλά μια συζήτηση για τη δημοκρατία, θα πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή και μακριά από τα φώτα της επικαιρότητας… Θα είναι και το επόμενο θέμα μας.
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr