Έγραφα προχτές για την άνοιξη που είχε κατέβει πάνω στο χωράφι μας, μα και παντού ολόγυρά μας. Κι ακόμα, για τα πανέμορφα αγριολούλουδά μας που έπρεπε να θυσιαστούν σ’ ένα ανώτερο καλό -την άμυνα ενάντια στις φωτιές που κατακαίνε κάθε χρόνο τον τόπο και για τις οποίες ευθύνονται σχεδόν πάντα διάφοροι ασυνείδητοι, ηλίθιοι, αδαείς. Που σχεδόν πάντα μένουν ατιμώρητοι.
Ήρθε λοιπόν χθές ο Σάββας με το τρακτέρ και, τώρα που το βλέπω, δεν είναι και τόσο άσχημο το χωράφι. Όμως πού θα πάει… έτσι κι αλλοιώς σε λίγο θα ξαναπρασινίσει κι εκεί στο μεσοκαλόκαιρο που όλα θα είναι κίτρινα και ξερά, θα ξανάρθει το κρύο σιδερένιο αλέτρι να τα γυρίσει όλα τα πάνω κάτω.
Ζωή, θάνατος, ζωή, θάνατος, οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, ένας κύκλος που δεν τελειώνει ποτέ και που τον έμαθα και τον μαθαίνω καθημερινά εδώ κοντά στην φύση.