Μέρες που είναι, όλο και καμιά ζαριά θα βροντήξει. Και όλο και κάποιοι θα χάσουν από τα άτιμα τα κόκαλα, που δεν έχουν μπέσα. Κι όχι επειδή δεν ξέρουν τους κανόνες αλλά γιατί σε παρασέρνει το πάθος.
Έτσι κι ο Μιχάλης. Και δεν φταίει καθόλου ο Μιχάλης.
Μιλάω με τέτοια οικειότητα, γιατί ο Μιχάλης είναι δικός μας άνθρωπος. Δεν είναι κανένας ξένος! Είναι ο Μιχάλης του Πολιτισμού και των Συγκοινωνιών!
Δεν φταίει λοιπόν ο Μιχάλης.
Φταίει, ίσως, όλο του το σόι, πολλοί πολιτικοί του φίλοι, αρκετοί σιωπηλοί αντίπαλοι και, ίσως, κάμποσες χιλιάδες ψηφοφόροι. Όλοι εκείνοι που δεχόντουσαν τις ζαριές με τα φτιαγμένα ζάρια. Έφερνε ασόδυο, ντόρτια ή διπλές ο Μιχαλάκης;
«Εξάρες!» φωνάζανε όλοι πασίχαροι. Και «Μπράβο, το παλικάρι μου!» Και «Πάρε μια θέση στη Βουλή, Μιχαλάκη!»
Και μούγκα όλοι για τα φτιαγμένα τα κόκαλα. Συγγενείς, φίλοι και αντίπαλοι.
«Πάρε κι ένα Υπουργείο να ’χεις να παίζεις, Μιχαλάκη!».
Και μούγκα πάλι όλοι για τις πέτσινες εξάρες. Συγγενείς, φίλοι και αντίπαλοι.
Κι ό άλλος, με τις αληθινές εξάρες, να χουγιάζει στην απόξω:
«Γιατί, ρε παιδιά; Οι κανονικές εξάρες δηλαδή δεν μετράνε τίποτα; Όλο στην κομμένη θα μ’ έχετε;»
«Κερδίζουν βέβαια οι εξάρες…» τον καθησυχάζανε οι βαθυστόχαστοι. «Αλλά χρειάζονται και μερικές άλλες προϋποθέσεις…».
Ε, αυτές τις “άλλες προϋποθέσεις” τις είχε ο Μιχαλάκης. Είχε την περηφάνια της αδάμαστης φυλής των Τουαρέγκ, των καβαλάρηδων της Ερήμου χώρας.
Είχε και το κανάκεμα του πάλαι ποτέ αρχηγού της φυλής.
Τι κι αν έφερνε ασόδυο, ντόρτια και διπλές; Σιγά μην αφήσουμε το τυχαίο να διαφεντεύει τη μοίρα τού Μιχάλη μας και του τόπου μας. Σιγά μην αφήσουμε το δικό μας παιδί να συρθεί στη λάσπη. Α, και τώρα που είπα λάσπη.
Ξέρετε τι είναι το «Στόμα του Ποταμού της Λάσπης»;
Δεν ξέρετε, ε; Και φαντάζεστε τίποτα δημοσιογραφικούς οχετούς, τίποτα μυστήριους και καφεκίτρινους τύπους.
Κακόηχο ακουγόταν αυτό το «Στόμα του Λασποπόταμου» για πόλη. Κέι Ελ τη λένε τώρα την Κουάλα Λουμπούρ και είναι η πρωτεύουσα της Μαλαισίας.
Εκεί πήγε ο Μιχαλάκης για να συνέλθει από το απότομο ασόδυο που του ’ρθε κατακέφαλα και που δεν το πήρανε για εξάρες τα καλόπαιδα του Δία.
Στη Χρυσή Χερσόνησο πήγε, όπως ονόμαζε τη χερσόνησο της Μαλάκας ― συγγνώμη για τη λέξη, αλλά έτσι τη λέγανε παλιά― ο ποιητής Τζον Μίλτον (John Milton) και την αναφέρει στο ποίημά του Paradise Lost (Χαμένος Παράδεισος) σε άπταιστα αγγλοελληνικά ως «Golden Chersonese».
Στο Στόμα του Λασποπόταμου πήγε λοιπόν ο Μιχάλης για να ξεπλυθεί Χριστουγεννιάτικα. Ίσως επειδή στη Μαλαισία που είναι ―κυρίως― Ισλαμική χώρα δεν θα συναντούσε τίποτα ρεζίληδες δημοσιογράφους ντυμένους Αγιοβασίληδες, με μικρόφωνα και κάμερες, να του ζητάνε συνέντευξη για τα παιδάκια, για να χαρούν και κείνα, χρονιάρες μέρες, με μια γνήσια ελληνική κωμωδία, τύπου «Ο Μιχαλάκης ο Πολιτευόμενος», σε εξωτικό φόντο.
Μοιάζει λίγο σαν αυτοτιμωρία αυτό το ταξίδι για τον Μιχάλη. Μπορεί να έφαγε και ντούρια, ένα ντόπιο φρούτο που λένε ότι βρομάει σαν την κόλαση αλλά έχει παραδεισένια γεύση. Σαν μίζα για αγορά υποβρυχίων και όπλων, ένα πράγμα αυτό το ντούρια… Βρομάει και ζέχνει στην αρχή αλλά αφήνει μια νόστιμη και γλυκιά επίγευση. Μπορεί να έκανε και λασπόλουτρα ο Μιχάλης. Αλλά τη λάσπη έπρεπε να την έχει σκεφτεί νωρίτερα. Να πασαλείψει τις πλαστές πινακίδες τού περήφανου Τουαρέγκ του με πηχτή καθαρή λασπίτσα από τους εξοχικούς δρόμους που αγαπάνε όλα τα τετρακίνητα, μπας και γλιτώσει απ’ την ομάδα του παντεπόπτη Δία.
Αλλά, το ξαναλέω, δεν φταίει ο Μιχάλης. Μια ζωή ασόδυο και ντόρτια έφερνε και μια ζωή “μπράβο” τού λέγανε. Τι να κάνει το παιδί; Να γίνει Διοικητής σε Νοσοκομείο Παίδων; Ή αναπληρωτής Γ. Διευθυντής εξοπλισμών; Στα καλά καθούμενα δηλαδή να σύρει το όνομά του στην ντόπια λάσπη; Χαθήκανε οι λάσπες της Μαλάκας; Κι άσε τον Καβάφη να λέει:
«Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη τη μικρή,
σ’ όλην την γη την χάλασες».
Άλλωστε τελειώνει όπου να ’ναι και το έτος Καβάφη. Να ησυχάσει κι αυτός ο απέθαντος από τις κάθε λογής συγκοινωνίες και τους πολιτισμούς μας.
29 Δεκεμβρίου 2013
Υ.Γ. Την ώρα που τελείωνα αυτό το σημείωμα, έλαβα ταχυδρομικά δυο σι-ντί με 39 τραγούδια, μια κάρτα με ευχές για τον καινούριο χρόνο και μια συγκινητική επιστολή. Ήταν από έναν “γέροντα” φίλο μου ― ξέρει αυτός― που τον ευχαριστώ κι από εδώ. Και σκέφτηκα… Υπάρχουν κάτι αθόρυβες, κρυφές αλλά αυθεντικές “εξάρες” που πάντα κερδίζουν και μας ξεπλένουν από τόνους λασπουριάς.
Κ.Α.Μ.
Εικόνα: Τα φτιαγμένα ζάρια, Κ.Α.Μ., Πηγή για τη φωτογραφία: Εφημερίδα “Το Βήμα”, 06/04/2008. Από συνέντευξη του κ. Μ. Λιάπη ως Υπουργού Πολιτισμού.