’Oh, good! Let’s be foolish. Put on your uniform and we’ll turn out all the lights except for a single candle. And I’ll let you tell me you love me.’
Η ιστορία ενός άντρα που ερωτεύτηκε παράφορα μία γυναίκα και έκανε ό,τι περνούσε από χέρι του για την κερδίσει. Μία νουβέλα που αρχικά δεν έτυχε μεγάλης αποδοχής, αναφέρομαι στο βιβλίο The Great Gatsby του F. Scott Fitzgerald, και που αργότερα θεωρήθηκε, και εξακολουθεί να θεωρείται, ένα έργο κλασικό.
Το βιβλίο μέχρι σήμερα έχει διασκευαστεί τουλάχιστον έξι φορές κινηματογραφικά και έχει ανέβει στο θεατρικό σανίδι πολλές φορές. Ο αριθμός εντυπωσιακός, σε κάνει να αναρωτιέσαι τι είναι εκείνο που ελκύει τους σκηνοθέτες να ασχοληθούν μαζί του, τι ερωτήματα τους γεννά που τους προκαλούν να απαντήσουν; Είναι η εποχή του 1922 που δίνει την ευκαιρία για πλούσια κοστούμια και τα υπέροχα πολυπληθή πάρτι του J. Gatsby για υπερθέαμα που τους ιντριγκάρει; Κάθε φορά που έβλεπα τη διαφήμιση της ομώνυμης ταινίας του Baz Luhrmann έλεγα ξανά και ξανά πως θέλω να δω αυτή την ταινία. Δεν γνώριζα τίποτα, ούτε τι διαπραγματευόταν, ούτε αν τελικά θα ανταποκρινόταν στα γούστα μου.
Η μαγεία της ταινίας με υπνώτισε με τράβηξε σε ένα κόσμο χλιδής, αέρινο και άπιαστο. Σε ένα κόσμο που νεόπλουτοι και κληρονόμοι παλαιών μεγάλων περιουσιών συγκρούονται, με τους τελευταίους να κερδίζουν το παιχνίδι. Η ταινία σου αφήνει μία γλυκόπικρη αίσθηση στα χείλη. Από τη μία σου δίνει την αίσθηση ότι αν θέλεις κάτι πολύ, δεν υπάρχει τίποτα που δε θα έκανες για το αποκτήσεις και από την άλλη όλα μοιάζουν μάταια. Οι άνθρωποι φεύγουν, φοβούνται και απομακρύνονται. Ακόμα κι αν ο J. Gatsby δεν αγάπησε τίποτα άλλο στη ζωή του εκτός από την Daisy, εκείνη στο τέλος δεν στάθηκε αντάξια της αφοσίωσης του. Ίσως, της ζήτησε πάρα πολλά και εκείνη δεν μπορούσε να του τα δώσει. Ή ίσως, κι εκείνος με τη σειρά του, δεν μπορούσε να κατανοήσει το γεγονός ότι ήταν παντρεμένη με έναν άλλο άντρα και είχε αποκτήσει και μία κόρη μαζί του και πως εκείνον το άντρα η Daisy τον είχε κάποτε αγαπήσει. Στο μυαλό του J. Gatsby δεν χωρούσε εκείνη η αγάπη, ήθελε στην καρδιά της να υπάρχει μόνο ο ίδιος.
Ο Luhrmann δημιούργησε μία θεαματική ταινία που μετά το τέλος της δεν ήθελα να φύγω από τη σκοτεινή αίθουσα, ήθελα να μείνω λίγο ακόμα εκεί. Αποφάσισα να δω και την ταινία του Jack Clayton με τον Robert Redford και τη Mia Farrow στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η ταινία του ’74, όπως την αποκαλώ, έχει μία άλλη αύρα. Ο Gatsby εδώ δεν είναι τόσο απομονωμένος, δεν είναι τόσο απόλυτα δοσμένος στον εμμονικό του έρωτα. Και οι δύο πεθαίνουν μόνοι, όπως και έζησαν. Διαφορές υπάρχουν πολλές, άλλες εποχές, άλλες απαιτήσεις. Στην παραγωγή του ’13 η ιστορία υποχωρεί μπροστά στο υπερθέαμα. Μα εδώ δε κάνουμε διαγωνισμό ποια από τις δύο ταινίες είναι η καλύτερη. Μία αναφορά, μία μνεία σε μία ιστορία που κρύβει πολλά περισσότερα από έναν έρωτα, θέμα πολυφορεμένο πια.
Πίσω από τις γραμμές διαφαίνεται η πορεία ενός αυτοδημιούργητου άντρα που έφτασε στην απόλυτη επιτυχία μέσα από ανεξιχνίαστους, και μάλλον, όχι και τόσο θεμιτούς δρόμους. Ο Gatsby ενσαρκώνει το αμερικάνικο όνειρο, εκείνο που τόσοι πολλοί διεκδίκησαν και λίγοι από αυτούς το κατέκτησαν. Εκείνος τα κατάφερε, δημιούργησε μία διαμαντένια σφαίρα που μέσα της ήθελα να κλείσει εκείνη. Στο τέλος, κανένας δεν έμεινε δίπλα του, εκτός από τον Nick Carraway, τον μοναδικό του, ίσως, φίλο, κανένας από του εκατοντάδες που διασκέδασαν μέχρι πρωίας στα πάρτι και έγιναν αποδέκτες της φιλοξενίας του. Ο υπέροχος Gatsby, ήταν υπέροχος επειδή πότε δεν τα παράτησε, επειδή υπήρξε κάτι πολύ παραπάνω από γενναιόδωρος και επειδή ακόμα και μέχρι το τέλος δεν σταμάτησε να ελπίζει.
Η Ελένη Λαδά είναι φοιτήτρια στη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστήμιου Πατρών, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών.