iporta.gr

Το Ευρωκοινοβούλιο κρίνει την Τρόϊκα, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Γιάννης Καραχισαρίδης

Πέρασαν τέσσερα χρόνια από τότε που η κρίση έγινε αντιληπτή. Τέσσερα χρόνια πυκνά σε γεγονότα και εξελίξεις. Μέσα σ’ αυτό το ελάχιστο χρονικό διάστημα τίποτα δεν έμεινε ίδιο. Τίποτα δε θυμίζει την εποχή που προηγήθηκε. Και δεν είναι μόνο η οικονομική δυσπραγία και όλες οι παρενέργειες της ύφεσης. Άλλαξε κι ο τρόπος που καταλαβαίνουμε τα γεγονότα. Καινούρια θέματα προστέθηκαν στην ημερήσια διάταξη της καθημερινότητας και ορολογίες που δεν είχαμε καμιά πρόθεση να αφομοιώσουμε έγιναν λέξεις κοινής χρήσης. Ότι ζήσαμε δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ ότι για πολλά χρόνια είχαμε συνηθίσει. Πρωτόγνωρες και καταναγκαστικές εμπειρίες διέψευσαν όλες τις βεβαιότητες μας. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ο καθένας μας κατανόησε πια ότι η ευμάρεια που βιώσαμε τη πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα δεν ήταν τελικά για πάντα εξασφαλισμένη. Και παρ’ όλο που πριν την εκκίνηση αυτής της δεκαετίας είδαμε την άνοδο και τη πτώση του χρηματιστηρίου να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας, καθόλου δε πήγε το μυαλό μας ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί όχι μόνο στο ναό του χρήματος, αλλά και στη ίδια μας τη ζωή. Πάντα μας άρεσε να πιστεύουμε ότι είμαστε μόνοι μας σ’ αυτό τον κόσμο κι έτσι δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, ότι όλο και περισσότεροι δίαυλοι συνένωναν τους πληθυσμούς και τις χώρες αυτού του πλανήτη, ότι όλο και πιο συχνά το φτερούγισμα μιας πεταλούδας κάπου και σε κάποια στιγμή θα μπορούσε να προκαλέσει βροχή χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Όταν λοιπόν κάπου στην Αριζόνα, κάποια άγνωστη σε μας τράπεζα σχεδόν ανάγκαζε κάποιους να λάβουν ένα στεγαστικό δάνειο, κανείς δε μπορούσε να σκεφτεί ή να προβλέψει ή να προλάβει τη καταιγίδα που θα ξέσπαγε στην χώρα μας ή στην Ιρλανδία ή στην Ισλανδία ή όπου αλλού. Όταν στα άδυτα των χρηματοπιστωτικών εργαστηρίων του κόσμου, ικανοί επιστήμονες εφεύρισκαν τα δομημένα ομόλογα, κανείς δεν υποψιαζόταν τις παγκόσμιες παρενέργειες της εφεύρεσης τους, ούτε καν οι ίδιοι. Όταν η τελευταία κυβέρνηση πριν τη χρεοκοπία εξέδιδε σωρηδόν τα ομόλογα, το έκανε γιατί ήταν καλόδεχτα στις αγορές και με τα χρήματα που τότε έρρεαν άφθονα τακτοποιούσε όσο μεγαλύτερη μερίδα πολιτών μπορούσε, ελπίζοντας ότι θ’ αγαπηθεί για πάντα. Αλλά καμιά αγάπη δε κρατάει για πάντα κι αν κρατάει ποτέ δε μένει η ίδια.

Κάπως έτσι το 2010 οι βάρβαροι του Καβάφη ήρθαν. Αντίθετα με τις προθέσεις του ποιητή δεν ξεμείναμε από βαρβάρους. Και στη περίπτωση μας οι βάρβαροι ήταν η τρόικα. Κανείς απολύτως δεν τη καλοδέχτηκε κι όσοι την ανέχτηκαν, το έκαναν προσδοκώντας πάντα την ημέρα που θα αποχωρούσε από την επικράτεια μας. Αφού ζήσαμε ότι ζήσαμε και επίκειται – ενδεχομένως – οι βάρβαροι ν’ αποχωρήσουν επιτέλους, ήρθε η ώρα να τους τοποθετήσουμε στο εδώλιο. Όλοι οι συμπατριώτες μας, όλα τα κόμματα, αλλά και το ευρωκοινοβούλιο θεωρούν βέβαιο ότι η τρόικα έκανε σοβαρά λάθη, ότι το πρόγραμμα ήταν λάθος και ένα άλλο πρόγραμμα θα έφερνε πολύ καλύτερα αποτελέσματα, χωρίς να επηρεάσει το βιοτικό επίπεδο με μια τόσο σκληρή ύφεση.

Το κεντρικό κατηγορητήριο που εκφωνήθηκε υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα δε προέβλεψε το μέγεθος της ύφεσης και ενώ έπεσε έξω σ’ αυτή τη πρόβλεψη, επέμεινε στη λιτότητα και δεν έδωσε καμιά δυνατότητα στην ανάπτυξη. Ακούστηκαν και δευτερεύουσες κατηγορίες, όπως για παράδειγμα ότι το πρώτο μνημόνιο ήταν χειρότερο από το δεύτερο ή ότι δεν είναι αξιοπρεπές ένα ολόκληρο έθνος να υπακούει στις εντολές κάποιων υπαλλήλων δεύτερης διαλογής. Δυστυχώς όλα αυτά είναι λόγια του αέρα που ακούγονται ευχάριστα στ’ αυτί μας. Μας βοηθάνε να διώξουμε ευθύνες και ενοχές από πάνω μας και να τα φορτώσουμε όλα στους βαρβάρους. Μας εμποδίζουν όμως να αντιληφθούμε πόσο στρεβλά είχαμε οργανώσει τη ζωή μας. Όλοι μαζί είχαμε εγκλωβιστεί σε μια ψευδαίσθηση απ’ την οποία τώρα είναι πολύ δύσκολο να απεμπλακούμε, γιατί μας έχει γίνει δεύτερη φύση.

Όλα τα προηγούμενα χρόνια είχαμε κτίσει μια κοινωνική συνοχή, που έμοιαζε βολική, αλλά δεν είχε κανένα χαρακτηριστικό προόδου, κανένα βλέμμα προς το μέλλον. Μια κοινωνική συνοχή εφησυχασμού που απαγόρευε κάθε καινούρια ιδέα. Αυτή τη συνοχή, ακόμα και τώρα την υπερασπίζονται τα πολιτικά κόμματα και η συντριπτική πλειοψηφία του πνευματικού κόσμου και των πολιτών. Πώς ήταν δυνατό λοιπόν να προχωρούσαν οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις σ’ αυτά τα τέσσερα χρόνια; Η λέξη «μεταρρύθμιση» βρέθηκε στη πρώτη γραμμή της επικαιρότητας αμέσως, αλλά χωρίς ν’ ακολουθήσει καμιά σοβαρή ανάλυση. Το πολιτικό προσωπικό, τα στελέχη του δημοσίου και οι διάφοροι νομοπαρασκευαστές δεν ήταν δυνατό να ανταποκριθούν στο κάλεσμα των μεταρρυθμίσεων, αφού κανέναν εθισμό δεν είχαν και κανένα know how. Και πώς να είχαν, όταν η τελευταία μεταρρύθμιση στη χώρα μας ήταν ο νόμος για το ΑΣΕΠ και όλα όσα γίνονταν από τότε, δεν ήταν παρά προσαρμογές προς όφελος της βολικής μας κοινωνικής συνοχής. Απλά δε ξέραμε το άθλημα. Και από την άλλη η τρόικα, μη μπορώντας να κατανοήσει τη σουρεαλιστική μας οργάνωση και μη μπορώντας να τα βάλει με τη δαιδαλώδη οντότητα του κράτους, που με υπομονή, χρόνο το χρόνο είχαμε υφάνει, περιορίστηκε στις δημοσιονομικές της απαιτήσεις. Που ακόμα κι αυτές μάς ήταν αδύνατο να τις εφαρμόσουμε με στοιχειώδη δικαιοσύνη. Όχι γιατί δε θέλαμε, αλλά γιατί δε ξέραμε τον τρόπο. Οπότε αυτό που ακολούθησε ήταν οριζόντιες περικοπές, για να γλιτώσουμε το άβατο των απολύσεων (να σωθούν δηλαδή ακόμα κι οι παράνομες και πελατειακές προσλήψεις, ακόμα και οι επίορκοι), σωρεία φόρων και χαρατσιών χωρίς κανένα κριτήριο, ενώ η φοροδιαφυγή παρέμενε σχεδόν ανέγγιχτη, γιατί ήμασταν άμαθοι στο κυνήγι της. Και όλα τα ρίχναμε στους βαρβάρους. Αυτοί ήταν οι μόνοι ένοχοι.

Είναι ψευδαίσθηση να νομίζουμε ότι η τρόικα μας επέβαλε το είδος των μέτρων. Το μνημόνιο δεν περιείχε κανένα μέτρο, μόνο έναν στόχο: Περιστολή των δημοσίων δαπανών και αύξηση των δημοσίων εσόδων. Εάν εμείς είχαμε τον τρόπο να το κάνουμε σωστά, δηλαδή να περάσουμε τη κρίση όσο γίνεται πιο ανώδυνο – όχι όμως χωρίς κόστος και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη κι ένα ευοίωνο αύριο, καμιά τρόικα, καμιά ευρωπαϊκή ένωση και κανένα ΔΝΤ δεν θα μας επέβαλε απολύτως τίποτα. Δηλαδή τελικά φταίμε εμείς; Κι αυτό είναι λάθος. Ούτε εμείς φταίμε. Κανείς δε μπορεί να τρέξει τα εκατό μέτρα, χωρίς προπόνηση, χωρίς εξοικείωση με το άθλημα. Απλά οι δομές, οι συνήθειες, οι αντιλήψεις, η γενικότερη οργάνωση του κράτους, όλα αυτά που κτίζαμε απογυμνώθηκαν ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση, μόλις μας άγγιξε η κρίση. Και τώρα ακόμα που προσπαθούμε μέσα στη σύγχυση να καταλάβουμε και να πράξουμε, ακόμα δε μπορούμε να ανοίξουμε το κεφάλαιο της εθνικής ανασυγκρότησης. Το λέμε, το προαναγγέλλουμε, αλλά δε ξέρουμε πώς. Το μόνο που ψελλίζουμε συνήθως είναι ευχάριστες και αισιόδοξες γενικολογίες. Οι πολιτικές συνήθειες της αντιπαλότητας και του φανατισμού, τα ιδεολογικά «οράματα» που μας απομακρύνουν απ’ τη πραγματικότητα, η βεβαιότητα των πενιχρών μας απόψεων, ο ακόμα αχαρτογράφητος δημόσιος τομέας, οι σφοδρές επιθυμίες όλων για ανάπτυξη που όμως εμφανίζεται αναιμική, παλεύοντας στις συμπληγάδες άπειρων νόμων, διατάξεων και εγκυκλίων. Ένα περιβάλλον πολύ δύσκολο, που όταν προσπαθούμε να διορθώσουμε το ένα, μας ξεφεύγει το άλλο. Κι έτσι δε μπορούμε να μελετήσουμε το σχέδιο των πάντων που να απλοποιεί τα πάντα, με βάση την απλή λογική. Και πάντα καταλήγουμε να ασχολούμαστε με το επί μέρους που αναδεικνύει η επικαιρότητα. Η επικαιρότητα μας σέρνει απ’ τη μύτη και ροκανίζει το μέλλον μας.

Και τι μέλλει γενέσθαι; Υπάρχει ελπίς; Ο νόμος του Μέρφυ λέει ότι όταν κάτι πάει στραβά είναι σίγουρο ότι θα πάει χειρότερα. Αυτό το χειρότερο πού σταματάει; Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο διάσημος πάτος; Κι ας πούμε ότι φτάσαμε, θα είναι εφικτή η επάνοδος στον επάνω κόσμο, να αναπνεύσουμε; Κι όμως αυτές οι αγωνιώδεις ερωτήσεις έχουν την απάντηση. Μια απάντηση που, όσο κι αν το θέλουμε, δε μπορεί να είναι βολική, ούτε ασφαλής. Λέει όμως ότι μια χώρα – οποιαδήποτε χώρα – είναι πολύ σκληρή για να πεθάνει. Μέσα στο χαώδες και αδιαμόρφωτο τοπίο που πορευόμαστε, μαθαίνουμε να προσαρμοζόμαστε και να αποκτάμε καινούριες δεξιότητες. Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε καλύτερα τον κόσμο γύρω μας. Και συνήθως το καινούριο έρχεται από εκεί που δε το περιμένουμε. Ξεπετάγεται μέσα από διεργασίες που δεν είναι εμφανείς, αλλά όμως υπάρχουν. Είναι η εποχή που καμιά προσπάθεια δε πάει χαμένη, απ’ όπου κι αν προέρχεται, ακόμα κι αν δε φέρνει ορατά αποτελέσματα. Έστω κι αν το μέλλον δεν θα εξαρτάται μόνο απ’ τις δικές μας αποφάσεις ή απ’ τις δικές μας προσπάθειες, όποιες κι αν είναι αυτές, γιατί δε πρέπει να ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια εύθραυστη παγκοσμιότητα και δεν είμαστε οι μόνοι που προσπαθούμε για ένα καλύτερο αύριο.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr