Eίναι κάτι κατάμαυρες σκοτεινές μέρες αυτές που ο Κος Σανιδόπουλος περνά αυτόν τον καιρό. Αισθάνεται ότι δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος ΟΛΩΝ των περιστάσεων. Αισθάνεται ότι πνίγεται. Δεν μπορεί να φάει, δεν μπορεί να κοιμηθεί σαν άνθρωπος. Τίποτε δεν μπορεί να κάνει σαν άνθρωπος.
Μαύρες μέρες, θηρία ανήμερα οι ληστές γύρω του, γερνάει μάλλον. Αυτό είναι γερνάει. Είναι μερικές μαύρες, βρώμικες μέρες που γερνάς πιο γρήγορα. Πριν την ώρα σου. Και νιώθεις έτοιμος ακόμα και να φύγεις πριν την ώρα σου. Είναι κάτι μαύρες μέρες, κατασκότεινες, μου λέει στωϊκά, απολύτως φλεγματικά ο Κος Σανιδόπουλος, που η τέχνη δεν μπορεί να σε σώσει. (Είναι, σκέφτομαι, κάτι τέτοιες μέρες που θα σχηματίζονται τα δόλια καρκινικά κύτταρα.) Ούτε η θάλασσα, ναι ακόμα κι αυτή, δεν μπορεί να βοηθήσει. Επειδή ακόμα κι αυτή η ζωογόνος μήτρα, ζητάει αυτές τις μέρες να σε πνίξει. Είναι κάτι μέρες που θα ήθελες να είσαι σε καταστολή σ’ ένα καλό, καθαρό νοσοκομείο, όπως αυτά στα αμερικάνικα σίριαλ. Ναι, είναι κάτι μέρες τέτοιες κλπ. κλπ., ψιθύρισε ο Κος Σανιδόπουλος, κι εχάθηκε αίφνης σαν σκιά, όπως θα ήθελα να μπορώ να χάνομαι κι εγώ, απ’ όλους κι απ’ όλα.