Η παγωνιά μετέτρεπε το χνώτο σε αυτοσχέδιο παραβάν για τις μεταμφιέσεις του, χρίζοντας τον, ενήλικο οικοδεσπότη σε παιδικό πάρτυ μασκέ.
Σε καλούσαν;
Εκείνον να δεις.
Οι αλλαξιές του υπερκάλυπταν τις παρελθοντικές του ανακλήσεις.
Η στολή του χρυσόψαρου όμως είχε ξεφτίσει.
Θυμόταν τα ριγμένα κείνα με δύναμη μολύβια στα γρανάζια της χρονομηχανής του.
Και ένα μισοσπασμένο pattern.
Τα είχε φυλάξει όλα, μαζί με τα εξοδολόγια.
Σα δεσμοφύλακας λοιπόν βγήκε στον περιβάλλοντα χώρο.
Πλαστά εξουσιοδοτημένος, θα τους προαύλιζε.
Άπαντες παρόντες.
Η μακρινή θέα της τριμερούς διαμέρισης έδινε την εντύπωση εκτελεστικού αποσπάσματος ή δρομέων σε κούρσα αντοχής.
Απώτερος σκοπός:αποδυνάμωση!
Συνονόματοι όλοι, με τρία γράμματα σε όνομα και ενεργητικό.
Κρεμάλα διπλά ερμηνευόμενη.
Αφέτης πια,
με γεμάτο εναυσματικό πιστόλι και κάνη μπουχτισμένη θα διαπίστωνε επιτέλους, πόσες αρνήσεις κάνουν μία κατάφαση.
Ένα φεγγάρι είχε κάνει και εντολοδόχος.
Ένσημα για δυο ζωές.
Ανεβαίνοντας η μέρα, τους συνάντησε στην πιλοτή.
Πρώην αφέτης και νυν ανακριτής εκμεταλλευόταν την κόπωση τους,
κόμπαζε και ρωτούσε αργά που έχουν κρύψει τα γράμματα.
Πολλές οι κατηγόριες
Λίγες ευκαιρίες
Τρεις απολογίες
Ετοίμαζε τα κάρβουνα.
“ΔΕΛΤΑ”
Ακίνδυνα χέρια προτάσσουν απαθώς την κλειστή τους παλάμη
δεν την ανοίγουν, δεν τον χαϊδεύουν, δεν τον λερώνουν
λουστράρουν το ξύλο
και παραμένουν ακίνδυνα.
“ΕΨΙΛΟΝ”
Ακίνδυνα πόδια αυξάνουν με αταραξία το διασκελισμό
δεν κλωτσούν, δεν παραμερίζουν, δεν είναι ξυπόλυτα
έχουν γερές αρθρώσεις
και παραμένουν ακίνδυνα.
“ΝΙ”
Δεν υπάρχουν ακίνδυνα μάτια.
Φωτιά.
Ο Νάσος Αθανασίου παρουσιάζεται: “Γεννήθηκα το 1982 στην Αθήνα. Πέρασα ξυστά από σχολεία, γήπεδα και πανεπιστήμια. Καλός μόνο σε ό,τι με κέρδιζε. Με κέρδισαν, λοιπόν, τα μαθηματικά και τα παιδιά και έτσι έγινα καθηγητής. Οι φίλοι λένε πως έχω εμμονές. Τους πιστεύω. Λάτρης του Nietzsche και του Βάρναλη. Κυνικός, μα και δοτικός σε ό,τι θεωρώ πως είναι αληθινό.