iporta.gr

28 Μαρτίου1969, Γ. Σεφέρης, του Βαγγέλη Παυλίδη – 28 March 1969, G. Seferis, by Vangelis Pavlidis

28 Μάρτη 1969. Μια μέρα σαν σήμερα πριν 45 χρόνια. Κιλκίς, 828 ΜΛΜ. Βράδυ. Στρατιώτης άνευ όπλου Παυλίδης Ευάγγελος, σιτιστής. Στριμωγμένος στην σκοτεινή αποθήκη μου ανάμεσα σε τσουβάλια με όσπρια, κονσέρβες corned beef και γάλα εβαπορέ κι ένα βαρέλι λάδι. Μυρωδιά παντοπωλείου της παλιάς εποχής. Το παράνομο ραδιοφωνάκι -όσο ένα πακέτο τσιγάρα- κολλημένο στ’ αυτί γιατί είναι η ώρα της Ελληνικής εκπομπής του BBC. Κι έρχεται η φωνή. Είναι ο Γιώργος Σεφέρης:

«Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου – δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία – ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.

Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:

Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.

 

Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.

 

Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.

 

Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».

Αναρωτιέμαι αν άραγε λόγια σαν κι αυτά λένε κάτι σ’ αυτούς που σήμερα σηκώνουν το χέρι σε ναζιστικό χαιρετισμό. Αναρωτιέμαι γιατί, όπως λέει κι ο ποιητής “… Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.”

Ας το ξαναδιαβάσουν, όμως, αυτοί που σήμερα σηκώνουν το χέρι σε ναζιστικό χαιρετισμό. Ποιός ξέρει, ίσως κάτι να καταλάβουν στο τέλος.


 

It was March 28, 1969, almost two years to the day after the military coup. Kilkis, near the border with what was then Yugoslavia. Night. I, private Evangelos Pavlidis, quartermaster, Supply and Transport Corp, lay squeezed between sacks of beans and lentils, tins of corned beef and condensed milk and a drum of olive oil and waited in the dark of my storehouse with my tiny radio (strictly forbidden) close to my ear. It was the time for the news of the Greek Service of the BBC. And then, came the voice. It belonged to George Seferis, the Nobel Prize Laureate for Literature:

“A long time ago I made the decision to keep out of my country’s politics. As I tried to explain on another occasion, this did not mean at all that I was indifferent to our political life.

So, from that time until now I have refrained, as a rule, from touching on matters of that kind. Besides, all that I published up to the beginning of 1967 and my stance thereafter (I haven’t published anything in Greece since freedom was gagged) have shown clearly enough, I believe, my thinking.
Nevertheless, for months now I have felt, inside myself and around me, with increasing intensity, the obligation to speak out about our current situation. With all possible brevity, this is what I would say:

It has been almost two years now that a regime has been imposed on us which is totally inimical to the ideals for which our world — and our people so resplendently — fought during the last world war.

It is a state of enforced torpor in which all those intellectual values that we succeeded in keeping alive, with agony and labour, are about to sink into swampy stagnant waters. It wouldn’t be difficult for me to understand how damage of this kind would not count for much with certain people. Unfortunately, this isn’t the only danger in question.

Everyone has been taught and knows by now that in the case of dictatorial regimes the beginning may seem easy, but tragedy awaits, inevitably, in the end. The drama of this ending torments us, consciously or unconsciously — as in the immemorial choruses of Aeschylus. The longer the anomaly remains, the more the evil grows.

I am a man without any political affiliation, and I can therefore speak without fear or passion. I see ahead of me the precipice toward which the oppression that has shrouded the country is leading us. This anomaly must stop. It is a national imperative.

Now I return to silence. I pray to God not to bring upon me a similar need to speak out again.”

I wonder if those words bear any meaning, any significance for those who raise their hand in Nazi salute today. I wonder, because as the poet says “It wouldn’t be difficult for me to understand how damage of this kind would not count for much with certain people.”

But let them read again the words of the poet, those who raise their hand in Nazi salute today. Who knows… perhaps they will understand something after all.