iporta.gr

28η Οκτωβρίου 1940: Να γιατί τότε έγινε το θαύμα της φυλής, του Αντγου (εα) Θεόκλητου Ρουσάκη

A chapel on the castle of Leros island in Dodecanese, Greece

Ο κ.Θεόκλητος Ρουσάκης είναι Αντιστράτηγος (εα) και Επίτιμος Διοικητής Β΄ Σώματος Στρατού

Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η 28ηΟκτωβρίου 1940 είναι μια ημερομηνία σταθμός στη νεότερη ιστορία της Πατρίδος μας. Αυτός είναι και ο λόγος που ο εορτασμός είναι λαμπρός, το ίδιο λαμπρός με τον εορτασμό της 25ηςΜαρτίου. Την 25ηΜαρτίου εορτάζουμε την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως που, μετά από 400 χρόνια Τουρκοκρατίας, είχε σαν αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Ελλάδος.

Τότε τί ακριβώς εορτάζουμε την 28ηΟκτωβρίου; Μήπως τη νίκη μας κατά των Ιταλών; Όμως τους Ιταλούς και αργότερα τους Γερμανούς συμμάχους τους δεν τους νικήσαμε. Αντιθέτως, νικηθήκαμε τελικώς και υπέστημεν την τριπλή κατοχή ( Ιταλών, Γερμανών και Βουλγάρων ) από τον Απρίλιο του 1941, έως τον Οκτώβριο του 1944. Αντιθέτως στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 νικήσαμε και διπλασιάσαμε την Ελλάδα, πλην όμως ο εορτασμός για τους Βαλκανικούς Πολέμους δεν έχει σχεδόν καμία λαμπρότητα.

Θα προσπαθήσουμε παρακάτω να σχολιάσουμε ορισμένα ιδιαίτερα στοιχεία αυτού του πολέμου, προκειμένου να καταδειχθεί ότι δικαίως ο πόλεμος αυτός ήταν Επικός και ανάλογη πρέπει να είναι η λαμπρότητα του εορτασμού. Τα χαρακτηριστικά αυτά ουδόλως έχουν να κάνουν με την τελική έκβαση του πολέμου, αν ήταν νικηφόρος ή όχι. Έχουν όμως να κάνουν με το πνεύμα και τον τρόπο με τον οποίο Ηγεσία και Λαός αντιμετώπισαν κατ΄ αρχήν την Ιταλική και εν συνεχεία την Γερμανική πρόκληση και επίθεση.

Πρωτίστως διαπιστώνουμε ότι, σε αυτόν τον τιτάνιο αγώνα των Ελλήνων, ήταν εδραία η πεποίθηση Ηγεσίας και Λαού ότι ο Θεός θα βοηθήσει την Ελλάδα και η Παναγία θα προστατεύσει τους Έλληνες μαχητές. Είναι η Πίστη και η εμπιστοσύνη στο Θεό, από την οποία αναδύεται η βεβαιότητα για το δίκαιο του αγώνα μας, που χαλυβδώνει την ψυχή και το σώμα για να ξεπεράσει όλες τις κακουχίες και τους κινδύνους που θα προκύψουν. Τόσο στο μέτωπο, όσο και στα μετόπισθεν είναι διάχυτο και έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα όχι μόνο στην ιδιωτική αλληλογραφία και στον Τύπο της εποχής, αλλά και μέσα στα διαγγέλματα και διαταγές της Πολιτικής και Στρατιωτικής Ηγεσίας της εποχής.

Ενδεικτικά αναφέρουμε κατ΄ αρχήν το πρώτο Υπουργικό Συμβούλιο που έλαβε χώρα το πρωί της 28ηςΟκτ 1940, μετά την επίδοση του τελεσιγράφου από τον Γκράτσι, στον Πρωθυπουργό. Εκεί ο Ι. Μεταξάς έφερε ενώπιον των συνεργατών του τα πολεμικά διατάγματα λέγοντας: «Και επειδή είμαι βαθύτατα θρήσκος νομίζω η Παναγία θα προστατεύσει τα όπλα μας». Κατόπιν πήρε στα χέρια του την πένα του για να υπογράψει, στάθηκε για λίγο, την ακούμπησε και πάλι στο τραπέζι, έσκυψε το κεφάλι του σαν να σκεπτόταν κάτι, έκανε το σταυρό του ξαναπήρε την πένα του και τη στιγμή που άρχισε να υπογράφει πρόσθεσε με παλλόμενη από τη συγκίνηση φωνή: «Ο Θεός σώζει την Ελλάδα».

Στην πρώτη αναφορά του από τον τομέα της Πίνδου ο Σχης Δαβάκης θα πει: «Θα κρατήσω τη διάβαση του Επταχωρίου με τα δόντια και με τη βοήθεια του Θεού».

Στον τομέα της Ηπείρου, ο Υποστράτηγος Κατσιμήτρος Χ. Διοικητής της VIII Μεραρχίας που δέχτηκε τη μεγαλύτερη πίεση της Ιταλικής επιθέσεως, γράφει στη διαταγή του: ΄΄Στρατιώτες, με τη βοήθεια του Θεού, ο οποίος προστατεύει τον ιερό αγώνα μας, καταδιώξατε απηνώς τον εχθρό κατά πόδας και συντρίψτε τον με τ’ αμείλικτα χτυπήματά σας. Η Πατρίδα παρακολουθεί περήφανη τον επικό αγώνα σας και την περίλαμπρη δράση σας. Η δόξα σας αναμένει». Και τους περίμενε η δόξα στην οροσειρά του Μοράβα, στο δικόρυφο Ιβάν

Αντιγράφουμε από ένα γράμμα που στάλθηκε απο το μέτωπο του πολέμου: “Ελένη μου, …Στον πατέρα μου πες του, ότι βαστάμε. Δεν υπάρχει δειλός ανάμεσά μας. Την μάνα μου φίλα την διπλά. Υπάρχει φόβος. Είναι και ένας παπάς μαζί μας. Μας εξομολόγησε. Μας κοινώνησε. Σα να φάγαμε και ήπιαμε θάρρος, ελπίδα και ειρήνη. Εδώ στα βουνά, η μόνη παρηγοριά μας, είναι ο ουρανός. Η μόνη μας μάνα εδώ, είναι η Παναγιά. Σ’ αγαπώ, το ξέρεις και εγώ ξέρω ότι μ’ αγαπάς. Ο Θεός είναι μαζί μας. Ο Θεός να είναι μαζί σου.”

Αναμφίβολα η εποποιία του 1940, αποτελεί ένα θαύμα. Είναι ένα από τα πολλά θαύματα στην ιστορία των Ελλήνων. Δεν μπορεί να είναι καρπός αποκλειστικά ανθρώπινου αγώνα. Η θεϊκή χάρη συνεργάσθηκε με την ανθρώπινη προσπάθεια. Και είναι δίκαιο που μαζί με τα θριαμβευτικά σαλπίσματα πάνω από τους τάφους των ηρώων, σήμαναν δοξαστικές καμπάνες για ένα “ευχαριστώ” στην Παναγία, σ’ Eκείνη, στην οποία η εθνική συνείδηση απέδωσε για μια ακόμα φορά “τα νικητήρια”. Την Σκέπη των αγωνιστών. Την Ελευθερώτρια των σκλαβωμένων.

To δεύτερο χαρακτηριστικό στοιχείο του Έπους αυτού, είναι ότι η γενιά του ΄40 είχε διάχυτο τον πόθο και την ευθύνη για τη διατήρηση της Ελευθερίας της Πατρίδος, εκφράζοντας την στην πράξη με την απόφασή της για αγώνα “μέχρις εσχάτων”. Έτσι στην Ηγεσία και στο Λαό του ’40 ελάχιστα ενδιέφερε το τέλος του πολέμου, αν θα ήταν η νίκη, ή ήττα ή ο θάνατος. Όλη η δικαίωσή τους ήταν στην αρχή. Το πώς δηλαδή όλοι μαζί θα υπερασπιζόταν την εθνική τους ελευθερία και αξιοπρέπεια σύμφωνα με τις επιταγές της Ιστορίας. Και αυτό ήταν η δική τους νίκη. Οι συνετοί της εποχής έκριναν παράλογο το τόλμημα της Ελλάδος του ’40. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι οι Έλληνες ξεκινούσαν την άνιση αναμέτρηση γιατί είχαν το δίκιο με το μέρος τους και την ανάγκη να υπερασπιστούν μέχρι αυτοθυσίας την Ελευθερία τους. Αυτό ήταν το μυστικό όπλο που διέθεταν απ’ τα βάθη των ιστορικών τους στιγμών. Έτσι πρώτη η Ελλάς διαλύει το μύθο, ότι οι δυνάμεις του φασισμού είναι ανίκητες και το πρώτο τρόπαιο της νίκης στον αγώνα για την ελευθερία το έστησαν οι Έλληνες στρατιώτες με το αίμα τους στα βουνά της Ηπείρου.

Το διάγγελμα του Πρωθυπουργού συνοψίζει επιγραμματικά εικοσιπέντε αιώνων εθνικών αγώνων για την υπεράσπιση του ιερού πατρίου εδάφους. Εικοσιπέντε αιώνες πάθους για ελευθερία . «Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξασφάλισαν οι πρόγονοί μας. Όλο το Έθνος ας εγερθεί σύσσωμον. Αγωνισθείτε δια την πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών».

Σε περιγραφές της εποχής είναι πασιφανής ο πόθος για την υπεράσπιση της ελευθερίας μέχρι αυτοθυσίας σε Ηγεσία και ΛαόΔιαβάζουμε: ‘Η μάχη είχε τελειώσει κι άρχιζε το θλιβερό καθήκον της περισυλλογής των τραυματιών. Υπήρξε πάντα ακριβή η τιμή της ελευθερίας. Στο σταθμό επιδέσεως υπήρχε πολλή δουλειά. Οι τραυματιοφορείς ξεκινούσαν δυο-δυο με το φορείο τους άδειο και γύριζαν τρεις-τρεις, με το φορείο τους γεμάτο. Τραύματα λογιών – λογιών. Σταλαγματιές – σταλαγματιές το αίμα τους σημείωνε πάνω στο χιόνι την πορεία της συνοδείας. Πρόσωπα χλωμά και κορμιά κουρασμένα. Αλλά κανένα παράπονο. Όταν ξεφανερωνόταν κάποτε η παρέλαση των φορείων, που τα βαστούσαν στιβαροί άντρες, θαρρούσες πως διάβαιναν αγιασμένοι άνθρωποι. Οι γυναίκες ανάδευαν τα χείλη τους σε μυστική δέηση, τα κορίτσια έδειχναν γελούμενη όψη, μόλο που τα μάτια τους βούρκωναν. Οι φαντάροι που όδευαν κατά το μέτωπο, στέκονταν σιωπηλά, ενώ οι τραυματίες ανασήκωναν τα χέρια τους, έσφιγγαν λιγάκι τη γροθιά τους σαν απάντηση και σαν προσταγή.”

Διαβάζουμε αλλού: “Γυρίζοντας για τον λόχο μας ξημέρωνε το νέον έτος. Μόλις πήγαμε και ευχηθήκαμε ο ένας τον άλλον τα χρόνια πολλά, μας άρχισαν οι Ιταλοί με τους όλμους. Και το μέρος ήταν πολύ στριμωχτό δια ένα τάγμα στρατού και όπου έπεφτε ο όλμος σκοτωνόταν και δυο-τρεις στρατιώτες. Θυμάμαι ένα περιστατικό· λίγο πιο κάτω από μας ήταν τρεις λοχίες και ένας δεκανέας και είχαν λίγο φωτιά και ζεσταίνονταν και πέφτει ο όλμος απάνω στην φωτιά και τους σκοτώνει όλους μπροστά στα μάτια μας. Εκείνη την ημέρα, αξέχαστη πρώτη ημέρα του νέου έτους, είχαμε τις περισσότερες απώλειες. Μόνο ο λόχος μας εκείνη την ημέρα είχε γύρω στους 50 νεκρούς και τραυματίες.”

Το τρίτο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στοιχείο του πολέμου αφορά στη δόξα που απορρέει από το μαρτύριο των αγώνων για τη διατήρηση της Ελευθερίας. Αυτή η δόξα του μαρτυρίου, αναδύεται κατ΄ αρχήν από τη συγκλονιστική συνέντευξη του Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά στις 30 Οκτ 1940 στον Τύπο της εποχής, όπου μεταξύ των άλλων αναφέρει:

” …Η Ελλάς δεν πολεμά για τη Νίκη. Πολεμά δια την δόξαν…Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει , αν θέλει να μείνει μεγάλος να είναι ικανός να πολεμήσει έστω και χωρίς καμίαν ελπίδα νίκης. Μόνο διότι πρέπει . Γνωρίζω ότι ο ελληνικός λαός δεν θα ηδύνατο να δεχθεί άλλον τι αυτή τη στιγμή … Ξέρω με βεβαιότητα ότι από την φοβερά αυτή δοκιμασία η Ελλάς θα υποφέρει. Ξέρω όμως επίσης με βεβαιότητα ότι τελικώς θα εξέλθει όχι μόνο ένδοξος αλλά και μεγαλύτερη” . Σε ένα δε σημείωμα που είχε γράψει την ημέρα της κήρυξης του πολέμου και δημοσιεύτηκε αργότερα στην “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” αναφέρει: “Θα νικήσωμεν! Αλλά δια τους Έλληνες υπέρ την νίκη δόξα”. Σε αυτό τον δρόμο βάδισε η γενιά του ΄40, πιστεύοντας ακράδαντα ότι είναι η συνέχεια του δρόμου που ακολούθησε ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, ο τελευταίος Αυτοκράτορας στην Πύλη του Ρωμανού, ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι και τόσοι άλλοι.

Προστρέχοντας πάλι σε κείμενα της εποχής διαβάζουμε: «Μέσα σ’ ενάμιση μήνα πόλεμο, ο Ελληνικός Στρατός έχει μεταβληθεί σ’ ένα λαό από φαντάσματα και σκέλεθρα. Στη μάχη πέφτουν πρηνηδόν να προφυλαχτούν ή να σημαδέψουν, κι από πίσω βλέπεις άρβυλα χωρίς σόλες, γυμνές πατούσες. Η πείνα τους έσκαψε τα μάγουλα, τους ρούφηξε τα νιάτα. Ο πόλεμος αγριεύει τον άνθρωπο, αλλά τούτο εδώ δεν είναι πόλεμος, όπως οι άλλοι. Είναι μαρτύριο, πάλη με τα φυσικά στοιχεία, τέντωμα υπεράνθρωπο, θυσία καθημερινή. Ξεπερνάει κάθε αντοχή και φαντασία. »

Τέλος, θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφερόμασταν σε ένα ακόμη στοιχείο που χαρακτήρισε το Έπος του ΄40, που είναι η ομοψυχία Ηγεσίας, Λαού και Στρατού. Μια ομοψυχία που παίρνει την αληθινή ιστορική της διάσταση όταν συγκριθούν τα γεγονότα του 1940 με αυτά του 1922. Η ομοψυχία του 1940 δημιούργησε το Έπος του ΄40, ενώ η έλλειψή της, που “έδωσε χώρο” στη διχόνοια και τη διαίρεση λειτούργησε ως η βασική αιτία της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1922. Πάντοτε η Ελλάδα πολεμούσε, απαντώντας στο προσκλητήριο της Ιστορίας, με υψηλή συνείδηση του χρέους. Ποτέ όμως δε δόθηκε στον αγώνα της τόσο ολόκληρη κι ενωμένη, όσο στον πόλεμο αυτό. Μια μετουσίωση που πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο μοναδικό, ο απόλυτος ψυχικός συντονισμός των μετόπισθεν με την πρώτη γραμμή του πυρός.

Στις 15 Νοε 1940 στο περιοδικό “Νέα Εστία”, δημοσιεύθηκε άρθρο που περιγράφει με εξαιρετικό λογοτεχνικό ύφος την ομοψυχία σε αυτήν την άνιση αναμέτρηση : «Σε μιαν ώρα που κανείς δεν ξέρει, σε μια στιγμή που μόνο ο Θεός ορίζει, μέσα στο ναό της Ιστορίας σημαίνει ξαφνικά η βαθιά καμπάνα της Μοίρας πάνω στα ριζικά των λαών. Τότε τα άτομα που αποτελούν την εθνική ολότητα, πετούν θεληματικά ένα μεγάλο μέρος από τα πιο ακριβά προνόμιά τους, αυτά ίσα – ίσα που κατοχυρώνουν τη μονάδα μέσα στο κοινωνικό σύνολο… Μια φυλή, ένα έθνος, ένας λαός, είναι προικισμένα με βιολογικά νιάτα τόσο περισσότερο, όσο πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά θα μπορέσουν να κάνουν τη σωτήρια προσαρμογή, από το άτομο στην ομαδική ολότητα.»

Να γιατί τότε έγινε το θαύμα της φυλής, που εορτάζουμε με λαμπρότητα την 28ηΟκτωβρίου.

Γιατί τότε, η γενιά του ΄40, οπλισμένη με την αυθεντική της Πίστη στο Θεό, έβαλε στην άκρη τα “εγώ” της και έγινε ξαφνικά ένα πελώριο ενιαίο “εμείς”, που μέσα της παλλόταν η πελώρια καρδιά του Έθνους, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο θέλημά Του.

Γιατί τότε, η ομοθυμία, Ηγεσίας, Λαού και Στρατού, με την οποία αντίκρισαν την πολεμική αυτή πρόκληση, ήταν η πιο σοφή επιλογή για την επιβίωση του.

Γιατί τότε, επέλεξε η Ελλάδα σύσσωμη και σύμφωνη να ακούσει τα μηνύματα της ιστορίας. Να τα κάνει βίωμα και να σταθεί μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο της για να υπαγορεύσει το νέο της κεφάλαιο. Ένα κεφάλαιο στο οποίο η μόνη της επιλογή ήταν η διασφάλιση της Εθνικής Ελευθερίας και αξιοπρέπειας με οποιοδήποτε κόστος και θυσία.

Γιατί τότε, σε Ηγεσία, Λαό και Στρατό αφυπνίσθηκε πάλι η γονιδιακή μας πεποίθηση ότι, η μαρτυρική δόξα και ο Σταυρός του Έθνους, θα εξασφάλιζε νομοτελειακά και την Ανάστασή του.

Θεόκλητος Ρουσάκης

Αντγος ε.α.

Επίτιμος Διοικητής Β΄ Σώματος Στρατού