iporta.gr

Μάνος Χατζιδάκις: η άγνωστή μας “Μελισσάνθη”, του Αντώνη Κυζούλη

 

 
  

 

Ο Αντώνης Κυζούλης είναι συνθέτης και γεννήθηκε το 1975 στη Ρόδο.

Το 2007 τιμήθηκε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης με το Ειδικό Βραβείο Καλύτερης Σύνθεσης

 

 

 

 

 

 

Παρ’ όλο που δεν είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά τον Μάνο Χατζιδάκι, οφείλω να ομολογήσω ότι ο ίδιος, όπως φανερώνεται μέσα από τη μουσική του, τα γραπτά του και τη γενικότερη στάση ζωής του, αποτέλεσε μια από τις ισχυρότερες επιρροές που έχω δεχτεί. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να καταθέσω λίγες σκέψεις. Λες και ο Χατζιδάκις, έχει τη δική μας ανάγκη για να συνεχίσει να υπάρχει στη σκέψη εκείνων που αγάπησαν τον ίδιο και το έργο του.

 
Χώρια δε, που στην περίπτωσή του, είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να διαχωρίσεις αυτές τις δυο έννοιες. Βλέπετε ο Χατζιδάκις ανήκει σε εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις δημιουργών, που ερχόμενος σε επαφή με το έργο τους, είναι σαν να βλέπεις εικόνες από την ιδία τους τη ζωή. Και από την άλλη, όταν διαβάζεις ή ακούς διηγήσεις ανθρώπων που έζησαν τον δημιουργό από κοντά, κατανοείς πληρεστέρα το έργο του. Τουλάχιστον εκείνο το τμήμα του έργου του, το οποίο παραμένει άγνωστο στο ευρύ κοινό.
 
Συνοψίζοντας, λοιπόν, όλα τα παραπάνω και περνώντας στην ουσία, σκέφτηκα ότι αν θα μπορούσε σε κάτι να χρησιμεύσει αυτό το κείμενο, αυτό θα ήταν στο να επιχειρήσουμε να φωτίσουμε ένα έργο, ουσιαστικά άγνωστο στο ευρύ κοινό, αλλά παράλληλα από τα σημαντικότερα του, το οποίο και ο ίδιος ξεχώριζε. Αναφέρομαι στην καντάτα, «Η Εποχή της Μελισσάνθης», η οποία ξεκίνησε να γράφεται το 1970, την εποχή δηλαδή που ο Χατζιδάκις ζούσε στην Αμερική. Ολόκληρη η σύνθεση περιέχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία.
 
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μια μουσική καταγραφή των προσωπικών βιωμάτων του σύνθετη, κατά την περίοδο της πρώιμης νεότητας του, η οποία συμπίπτει με την περίοδο της Γερμανικής κατοχής του ’40. Προσέξετε όμως μια λεπτομέρεια, καθοριστικής σημασίας: σε πλήρη αντίθεση με την συνήθη και πολλές φορές εκ του πονηρού τάση κάποιων καλλιτεχνών, να εκμεταλλεύονται σημαντικά γεγονότα ά έντονες ιστορικές περιόδους, εν θερμώ, ο Χατζιδάκις αποφασίζει να μιλήσει ποιητικά και μουσικά για εκείνα τα οποία τον συντάραξαν κατά την περίοδο της Κατοχής, τριάντα χρόνια μετά… Ως αληθινός ποιητής, πίστευε ότι η καταγραφή ενός βιώματος και η μετουσίωση του σε έργο τέχνης, προϋποθέτει ότι το βίωμα έχει γίνει ανάμνηση και άρα έχει αποκαθαρθεί από κάθε επικαιρικό στοιχείο.
 
 
Επιστρέφοντας τώρα στη «Μελισσάνθη», ακούμε μια θαυμάσια εισαγωγή, όπου τρία κόρνα παίζουν το βασικό μουσικό μοτίβο το οποίο διατρέχει όλο το έργο, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα πένθιμη και ταυτόχρονα λυτρωτική. Ή μήπως η σωστή λέξη είναι, «οριστική». Και μάλλον έτσι θα είναι, διότι τα λόγια με τα οποία ξεκινά το έργο, είναι τα εξής: «Πολύχρωμη απελπισία του καιρού μου, βοήθησε με να εξαφανιστώ. Να σκεπαστώ απ’ την ψυχρή αλήθεια που γεννάει ο χρόνος, κατευναστικά».
 
 
Με τον τρόπο αυτό, από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα του έργου εξαφανίζεται κάθε ελπίδα. Η διάψευση των συλλογικών οραμάτων, στη συνείδηση του ΕΠΟΝιτη τότε Χατζιδάκι, είναι δεδομένη και οριστική. Μεταπολεμικά την Ελλάδα την κυβέρνησαν τα φαντάσματα του παρελθόντος (ανάμεσα σε αυτά και διάφοροι συνεργάτες των Γερμανών) και στη συνεχεία οι πολιτικοί τους επίγονοι, τα σημερινά τρωκτικά της Δημοκρατίας, για να μεταχειριστώ τις δικές του φράσεις. Όμως, παρ’ όλη την σε βάθος επίγνωση της τραγικής αυτής αληθείας, ο Χατζιδάκις μέσα στην «Μελισσάνθη» και παρά το γεγονός ότι η θεματολογία της, του δίνει αυτή τη δυνατότητα, δεν μεταχειρίζεται φθηνά συνθήματα.
 
Και, αν θα έπρεπε να περιγράψουμε με μια μόνο φράση αυτό που αναδύεται μέσα από την Μελισσάνθη, προσωπικά θα το περιέγραφα ως την ήρεμη αποδοχή μιας μεγάλης συλλογικής ήττας, μέσα στη συνείδηση ενός μεγάλου ποιητή. Ούτε οργή, ούτε «επαναστατική» διάθεση, ούτε τετριμμένη φρασεολογία. Μόνο ανθρωπιά, διορατικότητα και κατά συνέπεια θλίψη. Διότι πράγματι, μεταπολεμικά η Ελλάδα δεν γλίτωσε από το φασισμό. Τουλάχιστον, όχι εκείνη την περίοδο. Ας ελπίσουμε ότι τουλάχιστον στις μέρες μας, θα αποφύγουμε την επανάληψη αντίστοιχων καταστάσεων…
Μέσα, λοιπόν, σε όλο αυτό το ζοφερό κλίμα εκείνης της εποχής, το οποίο μέσα στη «Μελισσάνθη» απεικονίζεται με πεντακάθαρο αλλά και ταυτόχρονα άκρως ποιητικό τρόπο, ο δημιουργός εκφράζει μια επίκληση: «Μητέρα και αδελφή, δωσ’ μου μια ελπίδα δωσ’ μου μιαν ευχή, η Αγάπη ν’ απλωθεί, παντοτινή στη Γη σαν προσευχή», μη λησμονώντας βέβαια ότι «Η Μελισσάνθη χάθηκε οριστικά». Η «Μελισσάνθη» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μυθολογική προσωποποίηση του ιδανικού της ελευθερίας, που όμως διαψεύδεται. Η «Μελισσάνθη», συγκαταλέγεται στα πλέον αγαπημένα μου μουσικά έργα και δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ σε ένα συγκεκριμένο, θαυμάσιο τραγούδι με τον τίτλο, «Στο φίλο μας που χάσαμε». Ερμηνευμένο έξοχα από παιδική χορωδία και μικρό μουσικό σύνολο, το συγκεκριμένο τραγούδι αναφέρεται σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον Έκτορα Οικονομιδη, προσωπικό φίλο του Χατζιδάκι. Ο Έκτωρ Οικονομίδης, ήταν ένας νέος ο οποίος επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τη σκέψη του νεαρού τότε σύνθετη και ο οποίος, πάντα σύμφωνα με τις περιγραφές του ιδίου του Χατζιδάκι, ήταν ένας άνθρωπος πολύ ελεύθερος και προοδευτικός. Θα λέγαμε ότι αντιπροσώπευε ότι καλύτερο είχε να επιδείξει η ελληνική νεολαία εκείνης της εποχής. Το παιδί αυτό λοιπόν, στη διάρκεια της Κατοχής, προδόθηκε από Έλληνες δωσίλογους και μετέπειτα θιασώτες ενός ιδιότυπου «πατριωτισμού», φυλακίστηκε, βασανίστηκε και τέλος εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.
 
Όπως ήταν φυσικό το γεγονός συγκλόνισε βαθύτατα τον Χατζιδάκι. Πολλά χρόνια αργότερα, ο σύνθετης, μέσα στην «Εποχή της Μελισσάνθης», δίνει στον αγαπημένο του φίλο, την οριστική του μορφή: «ο φίλος που αγαπήσαμε σε χρόνια μυθικά, έγινε εικόνα μαγική ενός καιρού που δεν γυρνά. Ενός παιδιού που μας κοιτά με λύπη και απορεί, γιατί να φύγει ξαφνικά για πάντα ένα πρωί». Με όλο το σεβασμό προς τους αναγνώστες αυτού του κειμένου, σας προτρέπω να τοποθετήσετε τη «Μελισσάνθη» στη δισκοθήκη σας. Τουλάχιστον, όσοι από εσάς διαθέτετε ακόμα δισκοθήκη. Και, βέβαια, όσοι από τους νεότερους διαθέτουν την απαραίτητη ευαισθησία που απαιτεί η επαφή με ένα τέτοιο έργο, καλό θα ήταν να ανακαλύψετε την «Εποχή της Μελισσάνθης» του Μάνου Χατζιδάκι.
Μέσα στο κλίμα της δικής μας εποχής, το οποίο ούτε και καταδέχομαι να σχολιάσω, έργα όπως η «Μελισσάνθη», παραμένουν ικανά να φωτίσουν όχι την «επαναστατική» μας διάθεση, αλλά την βαθύτερη άρα και διαχρονική ανθρώπινη ευαισθησία. Τη μόνη που μας επιτρέπει να παραμείνουμε όρθιοι και να αντέξουμε την «πολύχρωμη απελπισία του καιρού μας».
[iframe width=”420″ height=”315″ src=”//www.youtube.com/embed/TcIv4k1oSqQ” frameborder=”0″ allowfullscreen ]