Ειρήνη και αφοπλισμός, Παναγία μου! που ‘λεγε και ο συχωρεμένος.
Κι ο Θεός να μας τα φέρνει πάντα δεξιά!
Τρεις ώρες και τρία τέταρτα μείνανε. Άντε, να δούμε και την ανάπτυξη… Έτσι είπε η τηλεόραση. Αμήν, Παρθένα μου! Να μας μπει με το δεξί ο Νέος Χρόνος, γιατί καθόλου καλά δε μας βλέπω… Αμήν, Χριστέ μου!
Ξου, μωρή, απ’ τον ακάλυπτο! Π’ανάθεμά σε, για γατί! Το είδες το γρουσούζικο; Όλο μας γυροφέρνει αυτό το μαύρο, διάολε μέσα σου, εκείνης της μουρλέγκως είναι, της από δίπλα, που τα μαζεύει και τα ταΐζει… Δεν κοιτάζει τα χάλια της. Πάνω από οχτώ μήνες άνεργη, η γιαγιά της την ταΐζει και δαύτη…
Και το δεύτερο κομμάτι της πίτας, που λες, ήταν του φτωχού… Στα χωριά μας, δίναμε και στα ζα, στο βόδι, στο άλογο… Ακόμα και στα σκυλιά και στα γατιά.
Άντε και μια ζαριά, οι άντρες, έτσι για το καλό. Φεύγεις, αγόρι μου; Άντε, στο καλό, και του χρόνου. Και που ‘σαι, πρόσεχε, το βράδυ… Με το δεξί να μπεις εκεί που θα πας. Τι θα πει “μπαρ είναι”; Μπαρ ξεμπάρ, καλεσμένος πας… Η Βασιλικούλα, της κυρα-Τασίας, δεν σε κάλεσε; Άει, γεια σου. Είδες που τα ξέρω; Χρονιάρες μέρες… Με το δεξί μπαίνουνε! Και μην το ξεχάσεις πάλι το αειφόνο σου εκεί πέρα και ψαχνόμαστε μετά…
Ακούς, Λουκία μου; Σχεδόν μια σύνταξη ολόκληρη έδωσα για το ρημάδι. Μας είχε φάει. Και τη μάνα του και τον πατέρα του. Κι αυτοί, με τα ζόρια τους, τα ξέρεις άλλωστε. Το ήθελε όμως. Παιδιά, βλέπεις…
Αλλά και η τεχνολογία, ε! Άλλο πράμα… Να δεις το μικρό, τού Γιάννη μας, που το τράβηξε μ’ αυτό το μαραφέτι… Κάτι εικόνες! Δείξε στην κυρία Λουκία, βρε αγόρι μου! Έλα που δεν προλαβαίνεις! Καλά, καλά… Γεια σου, στο καλό να πας και με το καλό ο καινούριος χρόνος. Κοίτα μην αργήσετε αύριο, μία είπαμε να είσαστε εδώ. Μην ξαναζεσταίνω… Τις έβαλε, που λες, Λουκία μου, και στο φουμπου, πώς το λένε αυτό, εκεί, ξέρεις που τα βάζει όλα, κι όλοι το φτύναμε… Την πόρτα κλείσε καλά, Τάκη μου! Έφυγε; Α… Άκου σε μπαρ, παραμονιάτικα. Καλό τσουλί κι αυτή… Κι όλο τον γυροφέρνει, παιδί πράμα…. Μεγάλος, είμαι, σου λέει… Και δε σηκώνει και κουβέντα. Το αειφόνο όμως ήξερε να το ζητάει. Τέλος πάντων… Αλλά ποιος τις ακούει τις γιαγιάδες. Ακούς εκεί, γιορτή σε μπαρ!
Ποια τώρα; Η Βασιλικούλα, το γλανιό… Τι σου ‘λεγα; Α, για το μικρό, ναι… Που το φτύναμε… Ποιο τηλέφωνο, μωρέ Λουκία! Το αειφόνο θα φτύναμε; Το μικρό φτύναμε! Μας το ‘δειξε στο αυτό, στο πώς το λένε, στο αϊπάντο του. Να το δεις! Τρέλα ήτανε!
Αχ! Να στρώσουνε λίγο τα πράγματα, να φάει ψωμί ο κοσμάκης, που έχουμε λαλήσει… Της Λένας, της κόρης της κομμώτριας, ξέρεις. της κόψανε το τηλέφωνο… Και στου Νίκου την πολυκατοικία δεν πήρανε πετρέλαιο. Χάλια, χάλια… Όπως τότε… Που δεν έβρισκε δουλειά ο Μάνος μου, γιατί δεν ήτανε, λέει , αρκετά εθνικόφρων… Θεός σχωρέσ’ τονε κι αυτόν. Ησύχασε αυτός αλλά εγώ, κούτσουρο, χρονιάρα μέρα… Τα παιδιά; Τι τα παιδιά; Εκείνα… Έχουν… Τα δικά τους έχουνε… Έτσι που λες… Αρχίζει σε λίγο και το εορταστικό πρόγραμμα στην τηλεόραση, έτσι να περάσω την ώρα μου. Πίτα να κόψω; Μόνη μου; Δεν είμαστε καλά! Έψησα για αύριο το μεσημέρι, που θα ‘ρθουνε, λίγο αρνάκι, απ’ αυτό θα φάω μια μπουκιά απόψε με λίγα χόρτα, σαλατίτσα, θα δω και λίγη τηλεόραση και μετά, ύπνο. Αύριο, με το καλό, η πίτα. Που θα είναι εδώ και τα παιδιά. Φεύγεις, κούκλα μου; Στο καλό, Λουκία μου! Στο καλό να πας! Καλή Χρονιά να έχουμε! Να μου φιλήσεις τον Σωτήρη σου! Αχ… Κι αυτή η μέση… Στο καλό!