Όπου και να κοιτάξω, το αίμα με κυκλώνει. Δεν ξέρω αν φταίνε οι μέρες, τα χρόνια ή οι συνθήκες της ζωής μας, παλιότερα και τώρα, αλλά, τα χώματα της πατρίδας φαίνεται να είναι πολύ απορροφητικά.
Θα σας ταξιδέψω στην Αμμόχωστο του 16ου αιώνα, τότε που ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο και ανέλαβε ο γιός του, ο Σελίμ Β΄ο Μέθυσος. Είχε εμπνεύσεις πολλές κι ανάμεσά τους μία που μας αφορά: έστειλε τηλεσίγραφο στην Κύπρο( τότε κάτω από τους Βενετούς) να τού παραδοθεί!
Εκείνοι αρνήθηκαν και στις 2 Ιουλίου 1570 ο τουρκικός στόλος με ναύαρχο τον Πιαλή Πασά αποβίβασε τις χερσαίες του δυνάμεις με αρχηγό τον Λάλα Μουσταφά στη Λεμεσό. Κατέλαβαν εύκολα την πόλη και δύο μέρες αργότερα ο στόλος έφθανε στη Λάρνακα και είχε άλλη μια εύκολη νίκη. Αναθαρρεμένοι, οι Τούρκοι προχώρησαν προς τη Λευκωσία για να κάνουν τρείς τις νίκες τους. Αφού λεηλάτησαν και κατέστρεψαν ό, τι βρέθηκε μπροστά τους, συνέχισαν για την Αμμόχωστο. Τους πήρε οκτώ μέρες να φτάσουν στην πόλη, που άλλαξε τη ρέντα της εύκολης νίκης. Από περίπου τις 20 Σεπτεμβρίου που άρχισε η πολιορκία, κράτησε μέχρι την 5η Αυγούστου του επόμενου χρόνου.
Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο έσφιγγε ο κλοιός για την άτυχη πόλη. Οι προμαχώνες της βάλλονταν καθημερινά, ενώ συγχρόνως οι Τούρκοι έσκαβαν και ανατίναζαν τα τείχη της.
Διοικητής στην Αμμόχωστο ήταν ο Μαρκαντώνης Βραγαδίνος και υπαρχηγός του ο Έκτορας Βαλιώνης. Υπερασπιστές γύρω στις 7.000 άνδρες( οι 3.000 ήταν απλοί πολίτες) ενώ οι πολιορκητές υπερέβαιναν τις 200.000. Αντιστάθηκαν ηρωικά, αλλά έπεσαν.
Ο κόμης Νέστορας Μαρτινέγκο αιχμαλωτίστηκε, αλλά κατάφερε να διαφύγει και αργότερα έγραψε τι είχε συμβεί με λεπτομέρειες. Σύμφωνα με τα γραφόμενά του, οι τροφές είχαν τελειώσει. Όλα τα τετράποδα που κυκλοφορούσαν είχαν φαγωθεί. Νερό και κρασί σώθηκαν. Τα πολεμοφόδια επίσης. Ο Βραγαδίνος δεν είχε άλλη λύση από την παράδοση, πιστεύοντας ότι θα έσωζε τις ζωές των αμάχων.
Ο Λάλα Μουσταφά συμφώνησε να αφήσει τους μαχητές να φύγουν, μαζί με τις οικογένειές τους, ενώ οι άμαχοι θα σώζονταν και θα ήταν ελεύθεροι να πιστεύουν στον δικό τους θεό.
Ήταν 5 Αυγούστου 1571, όταν ο Βραγαδίνος με συνοδεία πενήντα ανδρών μπήκε στη σκηνή του Λάλα για να του δώσει τα κλειδιά της πόλης. Ο Λάλα διέταξε και σφάγηκαν επί τόπου οι συνοδοί, ενώ συνέλαβε τον Βραγαδίνο. Δώδεκα μέρες κράτησαν οι βασανισμοί του. Αφού τον εξευτέλισαν, τον έγδαραν ζωντανό στην κεντρική πλατεία του Αγίου Νικολάου και περιέφεραν το σαρκίο του,γεμισμένο με άχυρο, κρεμασμένο στο κατάρτι μιας γαλέρας, κατά μήκος των συριακών ακτών.
Ας ακούσουμε τον βικάριο του Τάγματος των Δομινικανών, Άγγελο Καλλέπιο:
«… ακολούθως οδηγήθηκε στην παραλία, τοποθετήθηκε σε ένα κρεμαστό κάθισμα, με ένα στέμμα στα πόδια του και ανυψώθηκε στο κατάρτι της γαλέρας του καπετάνιου, κρεμασμένος σαν πελαργός, στην κοινή θέα όλων των σκλάβων. Ύστερα, τον οδήγησαν στην πλατεία. Τα τύμπανα κτυπούσαν, οι σάλπιγγες ηχούσαν και ενώπιον μεγάλου πλήθους τον γύμνωσαν και τον ανάγκασαν, με όλων των ειδών τις βρισιές, να καθίσει στο κιγκλίδωμα του κυφώνα( ξύλινο όργανο βασανισμού και διαπόμπευσης). Μετά τον ξάπλωσαν στο έδαφος και κτηνωδώς τον έγδαραν ζωντανό…. Το δέρμα του περιελήφθη από τους Τούρκους που το παραγέμισαν με άχυρο, το μετέφεραν ολόγυρα στην πόλη και ακολούθως, κρεμασμένον στο κατάρτι μιας γαλέρας, το επεδείκνυαν κατά μήκος των ακτών της Συρίας, με μεγάλες εκδηλώσεις χαράς. Το σώμα κατατεμαχίστηκε και κάθε κομμάτι τοποθετήθηκε και σε κάποια πυροβολαρχία».
Η πόλη γνώρισε την καταστροφική μανία των κατακτητών, οι κάτοικοι κατεσφάγησαν και τα καράβια τους γύρισαν στην Κωνσταντινούπολη γεμάτα σκλάβους.