iporta.gr

Ο πατέρας μου, της Τζίνας Δαβιλά

Τζίνα Δαβιλά /https://www.protagon.gr/

Αρχείο 2012, Μάρτιος

Δεν φορούσε φουστανέλα, ούτε και τσαρούχια, κι όμως όταν  χόρευε  ήταν πιο λεβέντης και από τους τσολιάδες στ’ανάκτορα της Βουλής. Στο 1.80, ψηλόλιγνος, με μάτια μεγάλα και θλιμμένα, που κοιτούσαν πάντα ερευνητικά, με φρύδια καλοσχηματισμένα που σχημάτιζαν δύο αποφασιστικά τόξα, μαλλιά γκρίζα σπαστά, όμορφα χέρια με μακριά καλοσχηματισμένα δάχτυλα και περιποιημένα νύχια, με τη βέρα του πάντα στο δεξί και στην αριστερή τσέπη του πουκαμίσου πάντα ένα χρυσό πακέτο oscar με ένα πρόχειρο αναπτηράκι bic και μ΄ένα τσιγάρο συχνά στο στόμα σε αναμονή για να κάνουν κάτι τα χέρια.

Ναι, αυτά τα χέρια πάντα κάτι έφτιαχναν. Από τον κήπο στη Λούτσα μέχρι το ξύλινο ταβάνι του σπιτιού. Τι ξύλινο ταβάνι, όλη την κουζίνα έντυσε μόνος του με ξύλο. Από τις όποιες αλλαγές στα πλακάκια του μπάνιου μέχρι τα υδραυλικά της Λούτσας. Έβρισκε χρόνο για όλα, αρκεί να ήταν κάτι δημιουργικό, να μην ήταν άσκοπη εργασία. Α, ο πατέρας μου ήταν και αυτοδίδακτος ‘μουσικός’. Είχε αδυναμία στα πνευστά, είχε αγοράσει ένα κλαρίνο, μια φλογέρα, ένα ακορντεόν, ένα αρμόνιο, μια φυσαρμόνικα. Άκουγε τον ήχο και τον έπιανε στο όργανο. Και πάντα κρατούσε τους δίσκους  45 στροφών που είχε κερδίσει στη δεκαετία του ΄60 από διαγωνισμούς χορού. Ξέρετε, εκείνους που δώριζαν στους συμμετέχοντες στα χορευτικά rock ’n roll. Άπειροι τέτοιοι δίσκοι. Αργότερα που τον επισκέφθηκε η πρεσβυωπία, είχε κρεμασμένα τα γυαλιά στο λαιμό, έτσι για να είναι πρόχειρα στο τιμολόγιο που έπρεπε να κόψει, στο ΠΡΟΠΟ που ήθελε να συμπληρώσει, στην εφημερίδα που διάβαζε.

Για ένα ανεξήγητο λόγο είχα ένα κρυφό θαυμασμό στον πατέρα μου. Όχι, δεν είχε να κάνει με το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας  – υποθέτω- αλλά με τη στάση ζωής του. Γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα τον Απρίλη του 1944, σ’ένα μικρό, ορεινό και άγριας ομορφιάς χωριό, τα Ρόβια. Συνάντησα το μισογκρεμισμένο σπίτι το ΄98, τα Χριστούγεννα. Βρήκα ένα γεροντάκο και τον ρώτησα:

«Ξέρετε ποιο είναι το σπίτι του Δαβιλά;».

Με καλοκοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.

«Τίνος είσαι εσύ;», με ρώτησε.

«Ψάχνω το πατρικό του πατέρα μου που έφυγε πιτσιρικάς από δω για την Αθήνα. Του Χρήστου, τον θυμάστε;».

«Αααα, του Χρηστάκη… Πώς δεν το θυμάμαι… έτρεχε σαν αγρίμι πάνω κάτω. Τι κάνει ο πατέρας σου, καλά είναι;»

Σιωπή. «Πάει ο μπαμπάς… νωρίς…»

Τι σου είναι τα γκρεμίσματα ώρες –ώρες. Από κείνο το σπίτι με την μισή στέγη, ‘πήγα ταξίδι’ στα 51 χρόνια ζωής του πατέρας μου. Πέταξα πάνω από στιγμές και χρόνια που άλλοτε του «ξεκλείδωσα» σε ώρες συναισθηματικής φόρτισης, άλλοτε σε ώρες θυμού του στην όποια αχαριστία ή παράλογη απίτησή μου που τον έκανε να μου πει: «ε, ρε βούρδουλα που θέλετε. Ε, ρε και να περνούσατε τη φτώχεια που περάσαμε..». Έλεγε και ξανάλεγε.

Στα επτά του στην Αθήνα, παππούς, γιαγιά και τέσσερα παιδιά. Ο Χρηστάκης ήταν ο μικρότερος. Εγκατάσταθηκαν στο Περιστέρι, τον έγραψαν ή γράφτηκε μόνος του ( δεν πρόφτασα να τον ρωτήσω) στο πετρόχτιστο δημοτικό νυχτερινό σχολείο της περιοχής τη δεκαετία του ΄50 και το πρωί δουλειά. Μ’ένα κοντάρι στα χέρια για να πουλά λαχεία, στα επτά του στο κέντρο της Αθήνας και στην Αθηνάς. Αργότερα, ήταν ένας από τους λουστράκους της περιοχής. Αυτό και αν του το «ξεκλείδωσα». Έκτοτε τον ψάχνω στις παλιές ελληνικές ταινίες, μήπως κάποιον μου θυμίσουν…Γυάλιζε παπούτσια. «Το μισό σου ντύσιμο είναι τα παπούτσια σου» θυμάμαι να μου λέει, «να τά΄χεις πάντα περιποιημένα». Αργότερα, κοντά στα 13, υπάλληλος σε εμπορικό του κέντρου χονδρικής πώλησης με κλωστικά, καλλυντικά, χαρτικά, νεωτερισμούς, σχολικά. Για αρκετά χρόνια. Και στη δεκαετία του ΄70 με το πρώτο δικό του μαγαζί.

Αυτά ήταν μερικά από αυτά που μου είπε μόνος του. Γιατί τα λοιπά ήταν τα αποκαλυπτήρια εν χρόνω απροσδιόριστω που έχουν καταγραφεί στο μυαλό μου τόσο έντονα, σαν να τα έζησα. Και ανήκουν σε αυτά που «ξεκλείδωσα» μία και μόνη φορά (σαν τη δουλειά του λούστρου) ένα βράδυ, καθώς κάπνιζε στην κουζίνα- σπάνια κάπνιζε μέσα στο σπίτι – και  που μάλλον ξέφυγε από τον έλεγχό του η κατάσταση. Όπως, ας πούμε, έμαθα ότι ο πάππους που ήταν σκληρός άνθρωπος και χτυπούσε τη γιαγιά, σαν να ήθελε μια και καλή να της πάρει τη μαγκιά, της έδινε μια μπουνιά ανάμεσα στα φρύδια. Μια μπουνιά που της μαύριζε αυτομάτως τα μάτια. Και ο πατέρας μου, όταν τον άκουγε να αναβαίνει τις σκάλες και ήξερε τι θα περίμενε τη γιαγιά, κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι για να γλιτώσει. Ποιός ξέρει και τι άλλο δεν μου είχε πει.

Είχε μεγάλη αδυναμία ο πατέρας μου στη γιαγιά. Η γιαγιά μου η Καλλιόπη που την ημέρα της βάπτισής μου, πήγε στο ζαχαροπλάστη και του είπε: «άλλαξε το όνομα, μη γράψεις Καλλιόπη, Γεωργία θα πουν το παιδί, θα θυμώσει ο γέρος».

Ποιος ξέρει τι άλλο μου είχε κρύψει. Δεν ήθελε να τα συζητά, ήταν πολύ περήφανος. Ήμουν 3 περίπου, όταν η γιαγιά πέθανε. Την θυμάμαι να με περιμένει με την ποδιά γεμάτη αμύγδαλα, καθώς ανέβαινα τη σκάλα. Και την ημέρα που πέθανε να βλέπω τον πατέρα μου ανέκφραστο και μπρούμυτα στο κρεβάτι με τα μεγάλα μάτια κλειστά, ώρες ατελείωτες κλειστά. «Δεν πέθανε ο μπαμπάς; Ε,» ρωτούσα.

Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος, κατάφερε να φέρει τα δεδομένα της ζωής του τούμπα. Δεν υιοθέτησε ως στάση ζωής τις εικόνες που είχε, πράγμα συχνό και αναμενόμενο για τους πολλούς. Ο πατέρας μου σεβάστηκε τη γυναίκα όσο κανένας άλλος άνδρας από αυτούς που έχω γνωρίσει. Ο απόλυτος σεβασμός στη γυναίκα, όπως αποτυπώνεται μόνο από έναν άνθρωπο που έχει παλέψει με το μέσα του, έχει πονέσει, έχει συναισθανθεί, έχει αφορίσει. Με λεβεντιά ψυχής δε γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι. Και η ψυχραιμία είναι μεγάλη αρετή. Θυμάμαι σε κάποια φάση της ζωής του να μετρώ την ψυχραιμία του. Να λέω ‘‘να τώρα θα τα κάνει λαμπόγυαλο’’, αλλά εκείνος σκότωσε με το βλέμμα. Ο μπάρμπα-Χρήστος μου, που όταν τον συνοδεύσαμε στο κοιμητήριο του Αγίου Βασιλείου στο Περιστέρι, τον αποχαιρέτισαν πελάτες και συνεργάτες του απ’όλη την Ελλάδα με βουβούς λυγμούς. Και το τραγελαφικό: δίνοντας μας φακελάκια με χρήματα που του χρωστούσαν. Αποχαιρετούσα τον πατέρα μου και τα χέρια μου γέμιζαν χρήματα. Η παράνοια της ζωής. Όπως παρανοϊκό ήταν για μένα το φευγιό του από τη γη.

Δεν κάνω μνημόσυνο στον πατέρα μου. Απλώς ανακαλώ στη μνήμη μου τη φυσιογνωμία ενός ανδρός που σεβάστηκε τον άνθρωπο περισσότερο από όποιον άλλο γνωρίζω. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που τον οδήγησε σε αυτή τη στάση ζωής. Ευγένεια ψυχής, μεγαλείο, γενναιοδωρία, αγάπη, κατανόηση; Μέρα που είναι ήθελα μόνο να μοιραστώ δυο κουβέντες. Από καιρό σε καιρό με πιάνει. Ίσως επειδή δεν πρόφτασα να του πω ότι τον αγαπάω. Ίσως να είναι και η άμυνά μου σε ό,τι με περιβάλλει. Μια απλή υπενθύμιση ότι δεν γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι. Ό,τι επιλέξεις, ό,τι αποφασίσεις στη ζωή σου. Με οδηγό τον νου και την καρδιά. Όλα τ’άλλα είναι απλώς, περιττά.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

 iPorta.gr