Στάσου. Σε παρακαλώ. Πάρε με αγκαλιά. Μην πεις τίποτα. Δεν χρειάζεται. Εξάλλου περισσεύουν τα λόγια. Δυο κινήσεις. Ένα βλέμμα και θα επικοινωνήσουμε. Ξέρεις πάντα πίστευα πως η σιωπή είναι πολύτιμη. Τα λόγια είναι αυτά που ρήμαξαν την επικοινωνία. Μιλάμε πολύ, αλλά δεν αφουγκραζόμαστε αυτόν που έχουμε απέναντί μας.
Έχουμε ξεχάσει να διαβάζουμε τις σιωπές του, τα βλέμματά του, τις κινήσεις του. Ίσως αδιαφορούμε κιόλας. Νοιαζόμαστε μόνο για ανούσια πράγματα. Χάνουμε την ουσία της κάθε στιγμής. Της ουσία της σιωπής. Την ουσία ενός τυχαίου αγγίγματος. Αναλωνόμαστε σε λεπτομέρειες. Πνίγουμε στιγμές και φτάνουμε στο σημείο να κινδυνεύουμε να πνιγούμε οι ίδιοι. Γινόμαστε ανθρωπάκια μικρά, κενά και αδιάφορα με τεράστιες δόσεις μεγαλομανίας και εγωισμού. Ζούμε μέσα σε μπουντρούμια που οι ίδιοι έχουμε προγραμματισμένα κτίσει. Και αργά αργά βασανιστικά και σιωπηλά αυτά μας καταπίνουν. Ζούμε για αυτά. Μας καταπίνει η απίστευτη μοναξιά που κουβαλούν . Περιφερόμαστε μέσα σε αυτά άδειοι ανούσιοι και κουβαλώντας μέσα μας τα ρημαγμένα μας όνειρα Θυσιαστήκαμε στον βωμό της ύλης.
Κάποτε εκεί έξω κοιτώντας αυτά τα μπουντρούμια, δυο ζευγάρια μάτια ονειρεύτηκαν σπουδαία πράγματα. Εικόνες ευτυχίας κατέκλυζαν το μυαλό και την ψύχη. Ηδονικές στιγμές και σκέψεις πλανιόνταν ελεύθερα και ανυπότακτα στον χώρο Φτερούγιζαν και αισιοδοξούσαν ακατάπαυστα. Μας έφταναν μόνο τα σώματα μας και τα όνειρα. Όνειρα εμπνευσμένα, προσεκτικά αναμειγμένα με χρώματα του πάθους και νεραϊδόσκονη. Και κοίτα πως καταντήσαμε τώρα. Δυο ξένοι που ο ένας μισεί τον άλλο. Περιφερόμαστε σαν ξένοι μέσα στα ίδια μας τα όνειρα. Χωρίς ψυχή, χωρίς ουσία, χωρίς πάθος.
Κάποτε εμείς αγαπηθήκαμε. Στην πορεία μάλλον χαθήκαμε. Όλα αυτά που κατακρίναμε έγιναν προτεραιότητά μας. Χαθήκαμε στην απεραντοσύνη του χρόνου, στις κοινωνικές συμβάσεις και σε όλα όσα μας επέβαλε η κοινωνία Βαδίζαμε μαζί, αλλά ποτέ άλλοτε πιο χωριστά ο ένας από τον άλλο. Τόσο επιφανειακό ενδιαφέρον. Όπως τότε που με ρωτούσες τι έχω κάτι Χριστούγεννα καθώς στόλιζα το δέντρο και έκλαιγα. Σου απάντησα ένα τίποτα. Είμαι καλά. Και τόσο σε ενδιέφερε. Με πίστεψες. Με άφησες μόνη να αγγίζω τις μπάλες και να στολίζω ένα δέντρο μηχανικά αντί να προσπαθώ να στολίζω ολοένα και πιο φωτεινά τις ζωές μας. Και έκλαιγα ρε γαμώτο. Όχι γιατί ήθελα να με λυπηθείς, όχι γιατί είχα ανάγκη την προσοχή, αλλά για τα ερείπια των ζωών μας. Γιατί είχαμε κάθε ευκαιρία να ζήσουμε μακάρια. Είχαμε κάτι πολύ πιο σπουδαίο και ουσιαστικό από κάθε σπίτι από κάθε τι που εξαγοράζεται με χρήματα. Είχαμε ο ένας τον άλλο και οι δυο έναν κοινό στόχο. Απλά να υπάρχουμε ο ένας για τον άλλο. Ξέρεις κάποτε είχα διαβάσει ότι «κλαίω για την χαμένη δυνατότητα».
Ήμασταν οι καλύτεροι και τα έκανες σκατά. Αυτό με πονούσε, ότι μέρες ολόκληρες, ολοφώτεινα και καυτά μεσημέρια, φεγγαρόφωτα βράδια είχα ονειρευτεί τις μέρες του μέλλοντός μας. Τότε που εσύ αιώνια δοσμένος στην τέχνη σου θα διάβαζες παρτιτούρες, θα είχες εξαίσιες μουσικές που θα μας ταξίδευαν, θα αλάλιαζες τα μουσικά σου όργανα και εγώ θα χωνόμουν μέσα σε βιβλία, θα χρωμάτιζα έναν κόσμο που, ανά πάσα ώρα και στιγμή, θα ήμασταν έτοιμοι να ζήσουμε.
Και αντί αυτού περιφέρομαι άδεια μέσα στο σπίτι, κάνει θόρυβο ακόμα και η παρουσία μου, με ενοχλεί που υπάρχω. Αγγίζω τα σκονισμένα βιβλία και αναλογίζομαι πόσες και πόσες φορές τα διάβασα και προσπαθούσα να κτίζω έναν κόσμο για να κρυφτώ. Αυτό είναι το μόνο που μου απόμεινε τώρα. ο κόσμος που προσπαθούσα να χτίσω και κάθε φορά μου υπενθύμιζες ότι είναι ψεύτικος ότι ζω σε μια πλάνη και ότι βουλιάζω στην παραίσθηση. Μάζευα τα κομμάτια μου, λαβωμένη πληγωμένη και αιμορραγώντας και αναζητούσα νέο «σπίτι», για όσα ήθελα να ζήσω. Χανόμουν στη ψευδαίσθηση και απολάμβανα την ζάλη που μου προσέφερε το κρασί. Πάντα λάτρευα το κρασί. Μ’άρεσε η γεύση του, το άρωμά του. Οι χρωματισμοί και οι ιριδισμοί που έκανε στο κρυστάλλινο ποτήρι. Όσο προχωρούσε η ώρα ο πόνος έδινε την θέση του στην ζάλη, η ζάλη στην λήθη. Έστω και παροδικά.