Πόσοι ναυαγοί έχουν ξεβραστεί σε έρημες ακτές από τις τρικυμίες των δικτύων;
Πώς έτσι ξαφνικά πληθύνανε οι άπληστοι Ροβινσώνες, που δεν τους φτάνει ένας Παρασκευάς και η αυτάρκεια του νησιού τους; Ή, έστω, η μικρή και ελεγχόμενη παρέα τους;
Ξέρω… Θα πει κάποιος ή κάποια: «Ο άνθρωπος δεν είναι νησί».
Αλλά, γιατί όλο και πιο συχνά νομίζουμε ότι η καμπάνα χτυπάει μόνο για μας και το κάθε μήνυμα το παίρνουμε τόσο προσωπικά;
Βλέπεις το μπουκάλι με το μήνυμα και ορμάς.
Και μερικές φορές ―όλως τυχαίως― γίνομαι το μήνυμα, μπαίνω στο μπουκάλι και ξαναβουτάω στα κύματα του δικτύου, ντύνομαι το μήνυμα, σπάω το μπουκάλι, μασάω και μερικά γυαλάκια σαν θαυματοποιός ή διαβάζω τα μηνύματα ανάποδα. Κάποια τα καταλαβαίνω. Άλλα πάλι, νομίζω ότι τα κατάλαβα.
Μερικά δεν τα καταλαβαίνω, αλλά καταλαβαίνω γιατί γραφτήκανε. Καθώς αυτός ή αυτή που το έγραψε δεν είχε κάτι άλλο πρόχειρο, κάποιον πραγματικά σάρκινο σύντροφο, όπως θα τον/την ήθελε, ένα χέρι, ένα φιλί… Ακόμα κι ένα κεφτεδάκι, ας πούμε, ή μια καλή ταινία στην τηλεόραση και λίγα τσιπς στο μπολ.
Και πιάνω και κοπανάω ό,τι έχω. Πληκτρολόγιο, τάμπλετ ή το i-τάδε μου.
Αν και μερικές φορές δεν είναι ο/η σύντροφος που μου λείπει. Εκεί δίπλα μου είναι και τα πηγαίνουμε και μια χαρά.
Υπάρχει, όμως, μια ακαταμάχητη ανάγκη να εκφραστώ δημόσια, με μια παρόρμηση λεκτικού επιδειξία που θέλει να δείξει το αξόδευτο περιεχόμενο της καθημερινής του νοητής καμπαρντίνας και να αφήσει να ξεπροβάλλουν όλα τα θαυμαστά διανοητικά αναπαραγωγικά του όργανα (δεν υπάρχει νόμος που να μου το απαγορεύει αυτό!) που αδυνατούν να εκπληρώσουν τον προορισμό τους με άλλον τρόπο παρά μόνο μέσα από τη σούπα του διαδικτύου.
Μαζί με όλες τις άλλες αμοιβάδες του σύγχρονου πλαστουργού ωκεανού μιας άλλης πλανητικότητας, καθώς η ανθρωπότητα είναι τόσο πολύπλοκη που μόνο με παράλληλους μονόλογους μπορείς ―κι αυτό, στατιστικά― να την ορίσεις.
Και έτσι, έχει γεννηθεί από καιρό μια «μικρή» και εφήμερη λογοτεχνία της πληκτρολόγησης, που συμπαρασύρει μέσα της και την άλλη λογοτεχνία, τη «μεγάλη».
Παλιότερα, με τη «μεγάλη» (την «πληρωτική») λογοτεχνία, οι συγγραφείς ασχολιόντουσαν πιο πολύ μοναχικά. Ίσως και να συζητάγανε με ομότεχνούς τους ή με κάποιους που τη γνώμη και την κρίση τους σεβόντουσαν. Κανέναν Κατσίμπαλη, ας πούμε, ή κάποιους άλλους.
Αλλά τώρα, άνθρωποι είναι κι αυτοί… Πώς να μη ρίξουν τη λοξή τους ματιά σ’ εκείνες τις απόκρυφες Σαλώμες, που τόσο γοητευτικά χορεύουν μέσα στην πλήθουσα δικτυακή αγορά; Πώς να αντισταθούν σ’ αυτή την τσάμπα δημοσιότητα, τώρα που οι τίτλοι μειώνονται και οι πωλήσεις των βιβλίων ανταγωνίζονται εκείνες της φέτας, του λαδιού και των απλήρωτων λογαριασμών;
Πώς να αντισταθούν στα τόσα ασώματα σχόλια, τα τόσο ερεθιστικά στην κολακεία αλλά και στην αγριότητά τους, έτσι όπως μαυλιστικά ξεφλουδίζουν από πάνω τους τα ―λιγότερα από εφτά― πέπλα της κοσμιότητας;
Πώς μπορείς να αντισταθείς στον πειρασμό και να μη ζητήσεις κάποιου επώνυμου καθάρματος, κάποιας αμαρτήσασας συναδέλφου, κάποιου αμετροεπή καλλιτέχνη της πίστας ή ενός πολιτικού, την κεφαλή «επί πίνακι»;
Επομένως, ενδίδεις ― σαν τον Όσκαρ Ουάιλντ― στον πειρασμό.
Ειδικά όταν μέσα στην ηλεκτρονική σούπα σου βλέπεις τόσα πεπονάκια, αστράκια ή κριθαράκια ―ανώνυμα στην πλειονότητά τους― να σου ζητάνε επιτακτικά να το κάνεις, να πάρεις θέση σαν «πνευματικός άνθρωπος», τρομάρα σου.
Για να σωθεί και η σούπα σου και κείνα τα άμοιρα επιπλέοντα ζυμαρικά.
Κι εσύ, δόλιε πληκτρολογητή κι αλληλογράφε, πώς να κλείσεις τ’ αυτιά σου σ’ αυτές τις φωνακλάδικες σειρήνες της κοινωνικής επαγρύπνησης;
Πώς να αντιμετωπίσω με στωικότητα, σύνεση και σωφροσύνη όλα τα επαναστατικά ξυπνητήρια που έχουν καταπιεί αυτοί που δεν κουράζονται να με καλούν σε διαρκή εγρήγορση; Πώς να αντέξω στο μονότονο εγερτήριο σάλπισμά τους, πιο ρηχό κι από πιατάκι του καφέ;
Που περισσότερο σε ύπνο με ωτασπίδες με προτρέπει παρά σε συμμετοχή στο εθνικοτοπικό τους πανηγύρι με τα νεο-δημοτικά σκυλάδικα.
Και ενώ μέσα σ’ αυτή τη νέα λογοτεχνία της πληκτρολόγησης μοιάζει να είναι πολύ σημαντική η άλλη λογοτεχνία και η ποίηση και όλες οι άλλες τέχνες, οι «πληρωτικές» και «βραβευμένες», συμβαίνει το εξής παράδοξο:
Παρ’ όλο το δωρεάν και το χύμα, παρ’ όλο που αντί για ένα απλό «Σας παρακαλώ, αγαπήστε με όσο γίνεται περισσότερο και περισσότεροι», πληκτρολογώ ολημερίς κι ολονυχτίς ανθάκια, μέλια, μπούτια ή σκατά (για να μαζέψω κατά σειράν πεταλούδες, μέλισσες, κουνούπια ή κουραδόμυγες), κι αντί να ξοδεύω το μπλε, που δωρεάν διαθέτω, βάζω μπόλικο γαμώτο και βρισιές ―κάτι που ανατρέπει και τον Πικάσο και τον Ελύτη―, με όλη αυτή τη συγκέντρωση του ρηχού, του εξυπνακίστικου, του βλάσφημου, του υβριστικού, του πληροφοριακού, του προφανούς αλλά και του σοφού στο δίκτυο, υπάρχει ―μέσα στην πληθωρική ποικιλότητά του― μια νέα γλωσσική οροσειρά που αναδύεται μέσα από παγκόσμιους επικοινωνιακούς και πολιτισμικούς σεισμούς.
Κι αυτή η οροσειρά επηρεάζει ολοένα και περισσότερους στον τρόπο σκέψης και γραφής. Περισσότερο απ’ όσο το συνειδητοποιούν οι, κατ’ επάγγελμα, γράφουσες και γράφοντες. Όσο κι αν προσπαθούν να το μιμηθούν, νομίζοντας ότι αν μιλήσεις μια εφήμερη αργκό ―με ημερομηνία λήξης, το πολύ, ενός μέχρι τριών χρόνων―, συμμετέχεις αυτοδίκαια σ’ ένα κοσμογονικό γεγονός που ακόμα είναι αδύνατον να το περιγράψεις. Όπως είναι αδύνατο να περιγράψεις την καταιγίδα την ώρα που μέσα της παλεύεις για να σώσεις το τομάρι σου.
Μιλάω για μια οροσειρά πολύ δύσβατη, δυσπρόσιτη και αδιαμόρφωτη. Που δεν είναι φτιαγμένη από κακοτράχαλα βουνά, αλλά από νέους ηφαιστειογενείς όρους που διαμορφώνουν μια νέα μετα-επικοινωνία που αλλάζει συνέχεια και, θέλοντας και μη, με επηρεάζει. Όπως η πυξίδα, η ατμομηχανή, ο ασύρματος και το ραντάρ άλλαξαν τους όρους της ναυσιπλοΐας.
Γιατί, κατά έναν παράδοξο τρόπο, δεν επικοινωνώ άμεσα μέσω του πληκτρολογίου μου με τους άλλους. Αλλά ούτε και με τον εαυτό μου επικοινωνώ, όπως μ’ ένα ημερολόγιο παλιά· ακόμα και την εποχή που όποιος/όποια έγραφε σε ημερολόγιο, είχε την ενδόμυχη ελπίδα να αποκαλυφθεί και μέσω αυτού να δοξαστεί.
Επικοινωνώ με ένα νέφος δυνάμει ζωοποιών ―όπως ελπίζω― βροχών που θα επιταχύνουν τη βλάστηση των νέων σιτοβολώνων της γλώσσας και της αγαθής σκέψης.
Περισσότερο κοινωνώ προηγούμενες επικοινωνίες ―δικές μου ή άλλων― μέσω αυτού. Δεν στέλνω αυτόνομα μηνύματα, μια εγκύκλιο επιστολή προς το σύμπαν, ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες, διακειμενικό έστω, με δάνεια από υπάρχουσες ιστορίες.
Στέλνω, μονίμως, ένα μεταχειρισμένο ραβασάκι στους «φίλους» και στις «φίλες» που όμως, έτσι όπως το έχω διυλίσει, παίρνει συχνά τη μορφή μου.
Δημοσιοποιώ κάτι που είναι ήδη γνωστό. Ακόμα και τη μούρη μου, μια εικόνα από ένα πάρτι, ένα τραγούδι ή μια συναυλία. Κι αυτό που δημοσιοποιώ ανήκει σε μια μυθολογία ―προσωπική ή δημόσια― που αν δεν ήταν ήδη γνωστή στους γνωστούς μου, το καθετί που πληκτρολογώ θα έμενε άνευ περιεχομένου και νοήματος.
Όπως, ίσως, κι αυτό το κείμενο που διατρέχει σοβαρότατο κίνδυνο ―εν γνώσει μου― να μην βρει παρά ελάχιστες φιλόξενες ματιές και τόπους. Όχι μόνο γιατί δεν είναι τόσο ελκυστικό και σύντομο, αλλά και επειδή του λείπει ένα αυτονόητο και εύπεπτο “δια ταύτα”.
Κι όμως, επιμένω να το γράφω. Γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι αφήνω το μπουκάλι μου πολύ μακριά από τις πυκνοκατοικημένες και δημοφιλείς ακτές του διαδικτυακού ωκεανού.
Η ρηχή μυθολογία της τρέχουσας επικαιρότητας, της οποίας μύστης επιχειρώ να είμαι κι εγώ, με κάνει να ολισθαίνω σε άλλες ακτές και να γίνομαι ταυτόχρονα δράστης δονκιχωτικών μαχών και παρατηρητής ―κι όσο μπορώ σχολιαστής― αυτής της δράσης μου.
Δεν είναι καλύτερο αυτό από ένα κουτσομπολιό στην βρύση του χωριού, με στοιχεία αυτογνωσίας, αλλά ούτε και χειρότερο. Κάποτε το χωριό ζούσε έτσι και ήταν επικοινωνιακά αυτάρκες. Και μέσα από μισόλογα, αθροισμένα και διαχεόμενα, μέσα από μια τοπική και ψυχαγωγική παιδεία από λιανοτράγουδα, παροιμίες, πειράγματα, μαντινάδες, αφηγήσεις και παραμύθια, αποκτούσες μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου και η σκέψη σου ήταν λειτουργική και παραγωγική. Και μ’ αυτή την κοσμοαντίληψη μπορούσες να ζήσεις, να δημιουργήσεις, να σκεφτείς, να αγαπήσεις και να αναπαραχθείς. Ακόμα και να κάνεις τέχνη.
Κάπως έτσι και τώρα.
Το χωριό μεγάλωσε υπερβολικά και «ο ήλιος δεν δύει ποτέ» σε αυτό.
Παρ’ όλο που μοιάζει ακόμα με μια αχανή αυτοκρατορία, με κυρίαρχους τους ελέγχοντες τους κλειστούς κώδικες (πολυεθνικές, τράπεζες, εταιρείες λογισμικού), είναι ―νομίζω― μια αναδυόμενη και πελώρια μιντιακή δημοκρατία.
Όσο κι αν προσπαθούν πάρα πολλοί να την χειραγωγήσουν, είναι ήδη υπερβολικά χαοτική για να είναι ελέγξιμη και προβλέψιμη. Και μέλλει να γίνει ακόμα πιο χαοτική.
Και αυτό ―για μένα― μπορεί να είναι ελπιδοφόρο.
Έχει τελικά τεράστιο ενδιαφέρον αυτή η ΔημοΚρατία των δικτυακών μπουκαλομηνυμάτων μ’ όλο τον χαοτικό κι αυτορρυθμιζόμενο χαρακτήρα της, μ’ όλη τη σαβούρα και τα σκουπίδια που κουβαλάει (όπως κάθε αξιόπλοο σκάφος).
Κι ας μην είναι ακόμα σαφή τα όρια και τα μεγέθη του Δήμου της (των πολιτών) αλλά και του Κράτους της (με την έννοια της ισχύος).
Ζούμε ίσως την αρχή της δημιουργίας ενός παγκόσμιου σμήνους που ίσως μπορέσει κάποια στιγμή να αμυνθεί, πιο αποτελεσματικά από ποτέ, εναντίον οποιουδήποτε υπερφίαλου, άπληστου και μισαλλόδοξου αρπακτικού. Ακόμα κι αν το εμπεριέχει αυτό το αρπακτικό, σαν μικρόβιο μέσα του το σμήνος. Όπως οι υγιείς οργανισμοί κουβαλάνε και εκτρέφουν ένα σωρό παράσιτα.
Ο σκεπτόμενος, και έντονα παρεμβατικός στη σκέψη των παρατηρητών του, πλανήτης Σολάρις του Στάνισλαβ Λεμ (δοσμένος κινηματογραφικά από τον Αντρέι Ταρκόφσκι) μπορεί να είναι η προφητική και αγαθή εξέλιξη του πλανήτη μας. Με αμέτρητα τρισεκατομμύρια νευρώνων να συνδέονται στο ίδιο δίκτυο για τη δημιουργία μιας νέας συλλογικής και βιώσιμης αυτογνωσίας και ενός οδηγού επιβίωσης. Κάτι σαν τα μαγνητικά πεδία που καθοδηγούν μέλισσες, χελιδόνια, φάλαινες και χιλιάδες άλλα είδη συγκατοίκων μας στον πλανήτη.
Όχι φυσικά χωρίς κάποιο κόστος ―μη προβλέψιμο ακόμα― σε επίπεδο ατομικότητας, γλώσσας, εθνικότητας και προσωπικότητας. Με μακροπρόθεσμη όμως ουσιαστική προστασία της πλειονότητας του σμήνους των ανθρώπων και των άλλων γήινων πλασμάτων και οργανισμών. Αυτό σήμερα ακούγεται τρομακτικό για την υπέροχη Ελληνική ατομικότητα, αλλά οι γήινοι οργανισμοί και τα είδη υπερασπίζονται ασφαλέστερα το είδος τους παρά το άτομο.
Ίσως η νέα γλώσσα που χτίζεται στο διαδίκτυο, και μάρτυρες της γέννησής της έχουμε την τύχη να είμαστε, να αποτελέσει και τον ελπιδοφόρο τρόπο δομής μιας νέου τύπου οικουμενικής σκέψης που θα συνδυάζει την προστασία του είδους μέσα από μια συλλειτουργική ατομικότητα.
Παρ’ όλο που γνωρίζω ότι η επαφή με τον “ξένο” περνάει από πολλές άγριες φάσεις μέχρι να φτάσει στην αγαθή εξοικείωση και στη συνδημιουργία. Φάσεις που και τώρα τις ζούμε, με ακραίες και βίαιες εκδηλώσεις μισαλλοδοξίας, ρατσισμού και ξενοφοβίας.
Λατρεύω την Ελληνική γλώσσα αλλά πρόθυμα θα υπερασπιζόμουν και μια παγκόσμια γλώσσα σαν υποχρεωτική στην εκμάθησή της.
Δεν είναι προβλέψιμο ακόμα το ποια θα είναι αυτή η γλώσσα. Και το λέω αυτό για να μη βιαστεί κάποιος να πει: «τα Αγγλικά».
Θα ήθελα να το ζήσω αυτό, αλλά δεν νομίζω ότι θα συμβεί τόσο σύντομα που να το προλάβω.
* «Μπορώ να αντισταθώ στα πάντα εκτός από τον πειρασμό», Όσκαρ Ουάιλντ.