Ακρόπολις = το πιο ψηλό μέρος μιας αρχαίας πόλης.Τόπος καταφυγίου και έσχατης άμυνας των πολιτώνσε περίπτωση πολέμου, πολιορκίας ή άλλου κινδύνου.
Πάντα πίστευα, κι ακόμα το πιστεύω, ότι το ξημέρωμα είναι μια παράξενη ώρα και μια ακόμα πιο παράξενη λέξη στα Ελληνικά.
Δεν είναι το ίδιο με την αυγή, όσο ροδοδάχτυλη ή χρυσή κι αν είναι.
Δεν είναι το χάραμα, που αφήνει κάτι το τσουχτερό στην άκρη της γλώσσας, κάτι μεταλλικό, σαν ίχνος από ακονισμένο ατσάλι και λόγια άγχους.
Δεν είναι το λυκαυγές, όσο κι αν το “λυκ” έχει ρίζες από φως που ουρλιάζει καθώς σκίζει τα σπλάχνα της μάνας του της νύχτας για να γεννηθεί γεμάτο δύναμη και νιάτα κάθε πρωινό.
Το ξημέρωμα είναι μια λέξη ουδέτερη, πολύ λίγο αρσενική για να επιδίδεται σε βίαια ξεσκίσματα των πέπλων της νύχτας ―τι παρομοιώσεις φτηνές κι αυτές, αλλά τέλος πάντων…― κι ακόμα λιγότερο θηλυκιά για να επιτρέπει την αιματηρή της διακόρευση από την πρώτη αχτίνα του ήλιου.
Το ξημέρωμα λοιπόν, αν δεν σε πετύχει με όνειρο, είναι μια καλή ώρα για να βλέπεις έξω και όσο πιο μακριά γίνεται.
Ακούς τα πρώτα κελαηδίσματα, τα πρώτα μαρσαρίσματα λεωφορείων, βλέπεις το πρώτο γκρι στην ανατολή.
Αργεί ακόμα η ροδοδάχτυλη ή η χρυσή που λέγαμε.
Και εκεί που αρχίζει να στολίζεται με φως η απραξία της αναμονής άγνωστων πραγμάτων, «μια φώτιση, μια φλόγα, έχω μέσα στην καρδιά…»
Σαν βραβείο στην αγρύπνια ή στο πρώιμο ξύπνημα.
«Λες και μάγια μου ’χεις κάνει…»
Αλλά όχι. Δεν είναι η Φραγκοσυριανή που μου ήρθε πρώτη στο μυαλό.
Την Ακρόπολη σκεφτόμουνα.
«Μα πώς;» αναρωτήθηκα. «Πώς μπλέχτηκε έτσι μέσα μου η Ακρόπολη με τον ρεμπέτη, τον ιδιοφυή Φραγκοσυριανό Μάρκο;»
Και τότε, σαν να μου είχε ανατεθεί ένα έργο που από την ολοκλήρωσή του ―μέσα σε μια παραμυθένια προθεσμία― εξαρτιόταν η ζωή μου, άρχισα να παλεύω με το ξέμπλεγμα του κουβαριού.
Και τότε έλαμψε πάλι η φωτισμένη σύνδεση της Ακρόπολης μ’ ένα τραγούδι ερωτικό, που ―για μένα― είναι ίσως η πιο Πάνδημη επώνυμη δημιουργία αγάπης και τέχνης των τελευταίων χρόνων. Και άρχισε να ξεμπλέκεται το κουβάρι.
Γιατί είναι λογικό, μέρες απειλών που ζούμε, να ζευγαρώνουν υψηλές αξίες αισθητικές κι αγαπησιάρικες. Η Ακρόπολη και η Φραγκοσυριανή.
Η κορυφή της Αθήνας με την Άνω Σύρα των φτωχών και κατατρεγμένων καθολικών.
Ο αιώνιος μέτοικος με τον προνομιούχο πολίτη.
Η Ακρόπολη με τους κατατρεγμένους πολίτες της Αθήνας.
Η Ακρόπολή μας. Το ένα και μοναδικό άκρο της πόλης μου. Τόπος υψηλότατος της Αθήνας, υψηλότατης αισθητικής μνημείο και τόπος έσχατης άμυνας των πολιτών σε περίοδο πολέμου, πολιορκίας ή άλλων απειλών.
Εκεί που πρώτα απ’ όλη την Ευρώπη εξευτελίστηκε το αγκυλωτό τετράποδο της ναζιστικής κτηνωδίας.
Εκεί που, πρώτα απ’ όλο τον κόσμο, φάνηκε ένα φως ξημερώματος που ακόμα δεν έχει έρθει. Μέσα από τα συσσίτια της κατοχής, γιατί η πεινασμένη αισθητική είναι πράγμα ανύπαρκτο.
Μέσα από τα Εαμικά αντιστασιακά πάρτι, γιατί αισθητική χωρίς ανάγνωση του σύμμαχου θανάτου, αισθητική δεν είναι.
Μέσα από τις σιωπές των ενάρετων συμπατριωτών μου που θεωρούσαν ένα και μοναδικό το Άκρον της Πόλης, ως σημείο ένωσης των Ανθρώπων, γιατί αν δεν βιώσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν ―έστω και για μια μόνο στιγμή, έστω και σιωπηρά― αισθητική δεν φτιάχνεις.
Και έτσι ξαναείδα την Ακρόπολη.
Που πάντα και κάθε φορά που τη βλέπω, μετά την πρώτη φορά που την είδα, πάντοτε μου κάνει μάγια και θέλω να πάω να την ανταμώσω ερωτικά, την αγέραστη, και να ζεσταθώ χαϊδεύοντας τους ηλιοκαμένους λείους βράχους της.
Και ξανά υπογράφω τη σύμβαση ως Έλληνας και ως Πολίτης του Κόσμου.
«Το δικό μου Άκρον της Πόλεως είναι η Υψηλή Αισθητική του Κόσμου που μέσα από το Ψωμί, την Παιδεία και την Ελευθερία, μπορεί να αποκτήσει Ηθική υπόσταση.
Αυτός είναι ο Υψηλός Τόπος τής έσχατης άμυνας των Πολιτών τής Παγκόσμιας Δημοκρατίας.»
Την υπογράφω με ενθουσιασμό και πάλι αυτή τη σύμβαση.
Όχι σαν επιταγή για εξαργύρωση, αλλά σαν μεγάλη χαρά της ζωής.
Κάτι σαν χαρούμενο ξημέρωμα.
Κάτι σαν ευτυχία.