Κάθε βράδυ άνοιγε την ντουλάπα της, έβγαζε από μέσα το κυπαρισσί της φόρεμα, τις όμορφες μαύρες γόβες. Καθόταν στο κρεβάτι. Άνοιγε ένα συρτάρι και έπαιρνε στα χέρια της το μαργαριταρένιο της κολιέ. Το χάζευε. Το ακουμπούσε απαλά και προσπαθούσε να αφουγκραστεί τους ήχους του, τις αναμνήσεις του, τα σημάδια που άφησε ο χρόνος ανεξίτηλα πάνω του. αργά και με κινήσεις που θυμίζουν ιεροτελεστία φόρεσε και αυτό το βράδυ το φόρεμα.
Πέρασε αργά τα μαργαριτάρια στον λαιμό της. Ένοιωσε μια γλυκιά ζεστασιά, μια αίσθηση γνώριμου και οικείου. Κόκκινο κραγιόν στα χείλη και γόβες. Σηκώθηκε αργά. Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Όμορφη και στολισμένη θα περίμενε στο σαλόνι καθισμένη στην παλιά πολυθρόνα. Κατευθύνθηκε προς το μέρος που πέρασε όλη της ζωή. Καθήμενη και με το μυαλό της να τρέχει μίλια μακριά, να σκάβει τα πιο βαθιά μονοπάτια των αναμνήσεων. Ανοίγει το ραδιόφωνο. Τόσα χρόνια δεύτερο πρόγραμμα σταθερά. Δεν έκανε κάποια κίνηση να το αλλάξει ποτέ. Της άρεσε η μελωδία, η ήρεμη μουσική. Την ταξίδευε, την έσπρωχνε να χαθεί στον κόσμο της εκεί που όλα τα παράλογα δικαιώνονται κ μοιάζουν τόσο λογικά και αληθινά. Την ηρεμούσε. Έκανε πιο γαλήνια την προσμονή της να ζήσει.
Αφού άνοιξε το ραδιόφωνα χάθηκε στην πολυθρόνα της. Περιποιημένη και κουβαλώντας μια περασμένη αρχοντιά περίμενε να έρθει να την πάρει. Έτσι της είχε πει. Απόψε ήταν αποφασισμένη. Θα του έλεγε πόσο όμορφα πέρασε μαζί του τα τελευταία χρόνια. Εξάλλου είναι πολύ μικρή και σύντομη η ζωή για να κρύβεις και να καμουφλάρεις συναισθήματα. Επέλεξε για απόψε την διαφάνεια. Θα ξεκινούσε από το πρώτο ρίγος που διαπέρασε το κορμί της όταν τον πρωτοείδε. Πως έτρεμε όταν την φίλησε για πρώτη φορά και ξάπλωσε μαζί του στο κρεβάτι. Πόσο ηδονικά μαγικό ακουγόταν το γέλιο του και οι παιδικές αντιδράσεις του κάθε φορά που έλεγε κάτι που του φαινόταν αστείο ή ασυνήθιστο ή ή ή. Καρτερικά περίμενε να φανεί. Ήξερε ότι θα έρθει. Της το είχε υποσχεθεί. Θα πήγαιναν μια βόλτα στην παραλία, θα της χάιδευε τα μαλλιά τρυφερά. Μετά θα έμπαιναν στον αυτοκίνητο και θα παρατηρούσαν την φωτισμένη πόλη την νύχτα. Λάτρευε τα φώτα που έμεναν ανοικτά το βράδυ. Την έθλιβαν κιόλας όμως. Μέσα σε αυτά έβλεπε εκατομμύρια σκέψεις, όνειρα και ελπίδες που δεν έγιναν πράξη. Έβλεπε το κάθε φως που έλαμπε σε χιλιάδες σπίτια και σκεφτόταν την σκοτεινιά που μπορεί να κρυβόταν μέσα.
Γρήγορα γρήγορα προσπαθούσε να διώξει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της. Δεν ήθελε να σκέπτεται άσχημα. Γύρισε πάλι στην πραγματικότητα της. Τον περίμενε. Είχε αργήσει λίγο. «Θα έμπλεξε» σκέφτηκε. Τον τελευταίο καιρό τον έβλεπε ελάχιστα, τον ένοιωθε πολύ όμως. Ήταν κοντά της ακόμα και στην πιο μικρή ενεργεία της. Ζούσε μέσα της ακόμα και αν ήταν απών. Και συνέχισε να περιμένει. Της το είχε υποσχεθεί εξάλλου. Θα έρθει. Θα βγουν, θα γελάσουν, θα περάσουν χρόνο μαζί, θα πιουν. Έπρεπε να έρθει. Είχε τόσα να του πει. Ήταν αποφασισμένη να του αποκαλύψει κάθε ανομολόγητο πάθος της. Κάθε κρυφή πτυχή. Θα του έλεγε για εκείνη την πρώτη φορά που τον είδε. Για την πρώτη φορά που μάλωσαν και ένοιωσε ότι η γη χάθηκε κάτω από τα πόδια της.
Είχε αργήσει δυο ώρες. Εννέα είχε πει θα ήταν εκεί. «να είσαι όμορφη και χαρούμενη. Θα πάμε κάπου ιδιαίτερα.» της είχε πει. Κόντευε έντεκα. Σχεδόν την είχε πάρει ο ύπνος στην πολυθρόνα. Τα μαργαριτάρια κείτονταν στο τραπέζι πεταμένα. Βγαλμένα παπούτσια. Ανήσυχο ύφος. Δεν είχε κανένα σήμα του. Κανένα σημάδι. Χτυπά το τηλέφωνο. Βιαστικά το σηκώνει με το πιο απελπισμένο ύφος. Η μητέρα της. Της λέει ότι τον περιμένει. Ότι απόψε όλα θα είναι διαφορετικά. Μια περίεργη αντίδραση ταράζει την ηρεμία της. Δεν θέλει να ακούσει την απάντηση. Κλείνει το ακουστικό. Χώνεται ξανά στην πολυθρόνα της. Θα περιμένει μέχρι να έρθει. Το ξέρει ότι θα έρθει. Και όταν έρθει επειδή θα είναι πολύ αργά θα μείνουν μέσα. Θα πιουν κρασί στο φως των κεριών και θα του πει όσα δεν του έχει πει ποτέ γιατί τρόμαξε, γιατί φοβήθηκε, γιατί ντράπηκε να παραδεχτεί.
Υγ: ένα χρόνο πριν το τηλέφωνο χτύπησε. Το σήκωσε. Της είπαν ότι βρέθηκε χτυπημένος. Νεκρός από αυτοκινητιστικό ατύχημα ήταν το πόρισμα. Και το ραδιόφωνο συνέχισε να παίζει…