Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι Συγγραφέας
Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις
Όποτε παρακολουθώ μια καλή πολεμική ταινία -όπως προχθές το «1917» του Σαμ Μέντες- τα μάτια μου γουρλώνουν, η ανάσα μου κόβεται, το ερώτημα προβάλλει αγωνιώδες. Εάν ήμουν στη θέση των ηρώων, θα έβρισκα τη σωματική, την ψυχική κυρίως δύναμη να ανταπεξέλθω; Να αρπάξω το τουφέκι, να ζωστώ τα φυσεκλίκια και να χυμήξω στον εχθρό; Οι σφαίρες να σφυρίζουν γύρω μου, οι σύντροφοί μου να πέφτουν λαβωμένοι κι εγώ να συνεχίζω ακάθεκτος, ώσπου ένα κάψιμο στον ώμο να μού ανακόψει την ορμή ή ένα βόλι στο δοξαπατρί να με αφήσει στον τόπο… Κι όταν κατέπαυε προσωρινά το πυρ, θα άντεχα -λουφαγμένος σε κάποιο χαράκωμα- να ξεδιψάω με σάπιο νερό, να ξεγελάω την πείνα μου με μουχλιασμένη γαλέτα, να γδέρνω εν ανάγκη αρουραίους και να τους σουβλίζω για μεζέ;
Η απάντηση έχει αποστομωτικά δοθεί το 1940. Οι Έλληνες οι ανδραγαθήσαντες στους Βαλκανικούς και στη Μικρασιατική Εκστρατεία χλεύαζαν την επόμενη γενιά. Βουτυρόκωλους τούς αποκαλούσαν, κουραμπιέδες, μεγαλωμένους στα πούπουλα. «Με το που θα ακουστεί το πρώτο “μπαμ”, μπουχός θα γίνετε!» προεξοφλούσαν. Κι όμως οι «κουραμπιέδες» αποδείχθηκαν λιοντάρια στα βουνά της Ηπείρου, μπήκαν θριαμβευτικά στο Αργυρόκαστρο και στους Άγιους Σαράντα…
Η ανάγκη πείθει τους θεούς, μεταμορφώνει τους ανθρώπους. Ανακαλύπτεις μέσα σου δυνάμεις που ούτε τις υποπτευόσουν. Βρίσκεις, στα βάθη της καρδιάς σου, κρυφές δεξαμενές ανδρείας και κουράγιου. Παράξενο πράγμα! – οι πιο αψίκοροι, οι πιο καυχησιάρηδες τον καιρό της ειρήνης μόλις συνήθως ακουστεί η σειρήνα παθαίνουν τρεμούλα, κατουριούνται πάνω τους, ψάχνουν πώς θα λουφάρουν. Ενώ οι μετριοπαθείς, οι ανέμελοι και τα νοικοκυρόπαιδα σώζουν την τιμή τής πατρίδας. Άλλο τα εμβατήρια και οι πύρινοι λόγοι στα καφενεία, άλλο ο πόλεμος…
Αφήστε τους πολέμους. Κάθε φορά που η τύχη μάς τα φέρνει ανάποδα, που άγγελμα ασθένειας σοβαρής ή θανάτου αιφνίδιου προσώπου πολυαγαπημένου μάς ξεσκίζει την καρδιά, πώς καταφέρνουμε να μείνουμε όρθιοι; Ή κι άμα σωριαστούμε προς στιγμήν, ευθύς να ξανασηκωθούμε στα πόδια μας για να συνδράμουμε τον άρρωστό μας; Για να παρηγορήσουμε και για να παρηγορηθούμε από τους άλλους πενθούντες;
Υπάρχουν ασφαλώς πλήγματα από τα οποία δεν συνέρχεται κανείς. Περιπτώσεις που το ταίρι παίρνει το ταίρι του στον τάφο. Που μόλις πέφτει ο καρπός, ξεραίνεται το δέντρο. Δεν είναι ωστόσο ο κανόνας. Ο άνθρωπος έστω και κεραυνόπληκτος αναζητά και βρίσκει λόγους για να συνεχίσει να ζει. «Μη μου στείλεις, σε παρακαλώ, ό,τι μπορώ να αντέξω…» λέει η σοφή προσευχή.
Ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό; Η πιό γνωστή ίσως ρήση του Νίτσε, τραγουδισμένη από ροκ συγκροτήματα, τυπωμένη σε μπλουζάκια, αναρτημένη σε εφηβικά δωμάτια. Κι όμως, κατά την άποψή μου, λάθος. Ό,τι δεν σε σκοτώνει πιθανόν να σε κάνει πιο δυνατό. Ή πιο δειλό. Ή πιο ανόητο. Ή πιο αφόρητο.
Αρκετοί ανταπεξέρχονται παλικαρίσια στις πιο ακραίες καταστάσεις, η ψυχή τους όμως μαυρίζει – σαν τον αναστημένο Λάζαρο δεν χαμογελούν ποτέ ξανά. Άλλων τούς μένει ο τρόμος και τους τυραννάει ισόβια, ακούν βροντή και την περνούν για έκρηξη. Κάποιοι, τέλος, αποκτούν μιά ιδιότυπη αλαζονεία. Νοιώθουν ανώτεροι, πιστεύουν ότι σύμπας ο κόσμος οφείλει να υποκλίνεται στον ηρωισμό τους. Είχα συναναστραφεί έναν παληκαρά της γενιάς των παππούδων μας, που είχε ακρωτηριαστεί από γερμανική χειροβομβίδα στην Αντίσταση. Άμα τυχόν διαφωνούσες μαζί του, έτσι και έθετες σε αμφισβήτηση την οποιανδήποτε γνώμη του, ξεμανίκωνε το κουλό του μπράτσο και σού το κουνούσε φουρκισμένος στα μούτρα. «Εσύ θα πεις σε εμένα;» σε κοιτούσε με απέραντη περιφρόνηση.
Το ζήτημα δεν είναι ό,τι δεν σε σκοτώνει να σε κάνει πιο δυνατό. Μα να σου δίνει συναισθηματικό βάθος. Επίγνωση της τυχαιότητας και τού πρόσκαιρου της ζωής. Επιείκεια. Δυνατότητα να μπαίνεις στη θέση του άλλου. Να μην υποτιμάς -επειδή έχεις περάσει διά πυρός και σιδήρου- τον καθημερινό καημό τού διπλανού σου. Να μην σνομπάρεις τις μικρές χαρές του. Για τις μικρές χαρές, στο κάτω-κάτω, δίνονται όλες οι μάχες. Στα πολεμικά μέτωπα και στα χειρουργεία.
Στον περίφημο ισχυρισμό του Ντίνου Χριστιανόπουλου πως ο Μακρυγιάννης δήθεν θα αγανακτούσε αν μάθαινε ότι τζάκισε το χέρι του για να χορεύουν σέικ τα «κωλόπαιδα», εγώ απαντώ πως δεν χωράει μεγαλύτερη δικαίωση για τη θυσία κάποιου από το να χορεύουν ξένοιαστα οι απόγονοί του. Όσοι γλεντάνε, μεθάνε, ερωτεύονται είναι εκείνοι που -αν παραστεί ανάγκη- θα αφήσουν πρώτοι το κρασοπότηρο και θα πιάσουν το όπλο για να εξασφαλίσουν στα δικά τους παιδιά τις ίδιες απολαύσεις.
Αλλοίμονο σε εκείνους που στους καλούς καιρούς μένουν ξενέρωτοι και βλοσυροί. Δεν θα’χουν όταν σκοτεινιάσει ούτε ένα αστέρι να κοιτούν στον ουρανό.-
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. Δημοσιεύεται και στα ΝΕΑ.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr