Σε άκουγα με προσοχή στο βήμα που μου έδειχνες έναν άλλο κόσμο, μιαν άλλη ζωή. Μίλαγες πως ήρθε ο καιρός, η εποχή δίχως Μνημόνια, δίχως τους σκληρούς τους δανειστές που τρέμουν μπροστά τους όλοι. Ήρθε επιτέλους ο καιρός για χαρούμενα τραγούδια!
Αρκετά πια με τις αντιμνημονιακές συγκεντρώσεις με τα τόνους χημικά, τις κατσαρόλες με τις κουτάλες, τα εμβατήρια, τους ύμνους και τους θούριους και το λουρί της μάνας. Αρκετά πονέσαμε, ματώσαμε, κλάψαμε, στενάξαμε και στραγγίσαμε από αίμα και ελπίδα. Το μέλλον μας θα είναι ένα μέλλον γεμάτο κέφι, γεμάτο τα νιάτα, αισιοδοξία και ζωή, ένα ατέλειωτο καινούριο μεθύσι. Όλα όσα περάσαμε είναι πια παρελθόν, είναι πια ένα τίποτα.
Η αλήθεια είναι πως μάλλον ούτε εσύ μπορείς να πιστεύεις κάτι τέτοιο. Γιατί, πήρες μια νύχτα την εξουσία σ’ έναν κόσμο όπου η διαφθορά ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Έξι οικογένειες όλες κι όλες κυβερνούσαν τον τόπο. Όλες οι σχέσεις μας δεν ήταν παρά μέσα δωροδοκίας και ανταμοιβής, στο όνομα της Δημοκρατίας και με προκάλυμμα την σωτηρία.
Υποσχέθηκες πως θα φέρεις ένα τέλος σε αυτή την αφόρητη και αλύπητη καταπίεση που ήταν το κύριο μέσο κατάκτησης της δύναμης, του πλούτου και της εφήμερης δόξας. Σε όποιον που αρκεί να είχε αρκετά χρήματα μπορούσε ν’ αποκτήσει περισσότερα χρήματα, με τα χρήματα περισσότερη δύναμη, και τη δύναμη δόξα. Δεν ξέρω αν σε πίστεψαν οι άλλοι, εγώ δεν μπόρεσα και δεν μπορώ. Γιατί περισσότερο από ένστικτο παρά γνώση κατάλαβα από την πρώτη στιγμή πως, αν είναι η μοίρα κάποιου ν’ αλλάξει τον κόσμο, υποχρέωσή του είναι πρώτα ν’ αλλάξει τον εαυτό του. Αν θέλει να υπακούσει στη μοίρα του, πρέπει πρώτα να βρει ή να επινοήσει μέσα του ένα σκληρό και κρυφό κομμάτι, που θ’ αδιαφορεί για τον ίδιο, για τους άλλους γύρω του, ίσως ακόμα και για τον κόσμο που προορίζεται να αλλάξει.
Και αυτό δεν το είδα σε σένα ούτε από την πρώτη εκείνη στιγμή. Όχι δεν το είδα, ούτε τότε, ούτε και τώρα. Γιατί κανείς σας δεν σας ξέρει και ίσως νκαι να το ξέρετε καλά πως δεν μάθατε και δεν γνωρίζετε τίποτα για τον εαυτό σας. Μεγαλώσατε σχηματίζοντας μια ολοκληρωμένη άποψη για την πραγματικότητα και είμαι σίγουρος πως τώρα έχετε πια συνειδητοποιείσει πως δεν μπορεί παρά να έχετε κάνει λάθος.
Γιατί, τί κάνατε, αλήθεια, τόσα χρόνια; Γιατί, ύστερα από τόσα και τόσα, επιλέγετε αυτή την μοναξιά και απομόνωση της εξουσίας; Το τι σκέφτεστε, το τι νιώθετε, το τι θέλετε, το τι ονειρευτήκατε, τώρα πια απ όπου και αν το λέτε, συνειδητοποιείτε ότι ελάχιστα ενδιαφέρουν.
Ποιον και γιατί, αλήθεια; Όλοι νιώθουν, όλοι θέλουν, όλοι ονειρεύονται, μα πόσοι μπορούν να τα κάνουν όπως υπόσχονται…όλα;
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr