iporta.gr

Ψηλώνει στα χέρια του, του Δημήτρη Κατσούλα

Δημήτρης Κατσούλας

Την βλέπω από σχετικά κοντά. Είναι όμορφη γυναίκα, συνεσταλμένη, γύρω στα σαρανταπέντε. Έχει δεμένα τα μαλλιά της κότσο, φοράει ένα φόρεμα με κλάρες ελαφρώς φθαρμένο, στο λαιμό της μονόχρωμο γκρενά φουλάρι και μάσκα λευκή. Μα πάνω από όλα σωστά τοποθετημένη. Παπούτσια λευκά ελαφρώς κι αυτά μεταχειρισμένα και λερωμένα πιθανώς από τις διαδρομές  μεταξύ γραφείου και εξωτερικών εργασιών. Κρατάει στα χέρια της ένα καρότσι σούπερ μάρκετ, έξι περίπου το απόγευμα εντός καταστήματος και ελαφρώς αγχωμένη. Είναι φορές που κάποιο τσουλούφι από τα μαλλιά της ξεφεύγει πέφτοντας στο πρόσωπό της κι εκείνη το περνά με ηρεμία και χάρη πίσω από το αυτί της. Τα χείλη της είναι άβαφα και ελαφρώς σκασμένα. Κινείται στους διαδρόμους με απόλυτη χάρη και ηρεμία παραχωρώντας τη θέση της σε όσους βιάζονται.

Στο αριστερό της χέρι κρατάει το κινητό ανοιγμένο στη θέση αριθμομηχανή. Σίγουρα στο σπίτι θα την περιμένουν ένα, μπορεί και δυο παιδιά ίσως και ο άντρας της εάν έχει επιστρέψει από την εργασία του και εάν έχει εργασία. Επιστρέφοντας στο σπίτι με τα ψώνια μπορεί να ετοιμάσει το αυριανό φαγητό και εάν τα παιδιά το ζητήσουν μπορεί να τους κάνει κάτι το ελαφρύ για βράδι. Υποθέτω πως θα έχουν το χρόνο να καθίσουν όλοι γύρω από το τραπέζι μιλώντας για τη μέρα τους, για τις δυσκολίες ή τις χαρές που ο καθένας συνάντησε είτε στη δουλειά του είτε στο σχολείο του. Κι εκεί ανάμεσα στο διάλογο θα της κλείσει το μάτι κι εκείνη θα σκάσει στα γέλια κάνοντάς του νόημα να πλαγιάσουν πρώτα τα παιδιά και να ακούσει τις ανάσες τους σίγουρη ότι τα έχει πάρει ο ύπνος. Μπορεί ακόμα και να μη προλάβει να ετοιμάσει τίποτα για το βράδυ και να ετοιμάσει κάτι πρόχειρο, όπως ας πούμε μια μεγάλη φρουτιέρα με σταφύλια, πεπόνι, καρπούζι, νεκταρίνια και μήλα. Και καθ’ όν χρόνο θα ετοιμάζει τα φρούτα να έχει βάλει την κατσαρόλα για την προετοιμασία του αυριανού φαγητού. Υπάρχει περίπτωση όμως αυτά που επρόκειτο να ειπωθούν γύρω από το βραδινό τραπέζι να μην επαρκέσει ο χρόνος με αποτέλεσμα να μη τα πουν ποτέ, να μη μάθουν μεταξύ τους πώς πέρασε ο ένας τη μέρα του, πώς ο άλλος, τι φοβήθηκαν και γιατί φοβήθηκαν, τι αγάπησαν σήμερα ή ποιο ήταν εκείνο το γεγονός που τους απώθησε.

Η όμορφη γυναίκα με τα μαλλιά της κότσο, το γκρενά φουλάρι της, το ελαφρώς φθαρμένο κλαρωτό φόρεμά της αλλά πεντακάθαρο και τα παπούτσια της που φαίνονται να έχουν διανύσει αρκετά χιλιόμετρα σήμερα, έχοντας το δεξί της χέρι να σπρώχνει το καρότσι, στο αριστερό να κρατά το κινητό ανοιγμένο στην αριθμομηχανή του κάθε προϊόν που πιάνει στο χέρι της από το ράφι χτυπάει την τιμή του στην αριθμομηχανή και προχωρά στο επόμενο. Όταν είναι κάτι ακριβό και υπολογίζει με το μάτι ότι θα την θέσει εκτός οικογενειακού προϋπολογισμού το ξανά αφήνει στο ράφι.

Ψωμί σταρένιο,

Καφές φίλτρου που είναι σε προσφορά,

Τυρί για τοστ 250 γραμμάρια,

Γαλοπούλα για τοστ 250 γραμμάρια,

Ενάμισι κιλό κρέας μοσχαρίσιο,

4 γάλατα φρέσκα σε πλήρη περιεκτικότητα λιπαρών,

1 γάλα 1,50% περιεκτικότητα σε λιπαρά,

4 χυμούς τομάτας που είναι σε προσφορά,

Μία εξάδα αυγών,

Αλεύρι,

4 σόδες,

4 σοκολάτες (διπλές) σε συσκευασία και σε προσφορά,

Μία συσκευασία μπέκιν πάουντερ των 4 τεμαχίων,

Μία συσκευασία μπέκιν πάουντερ των 4 τεμαχίων,

4 σοκολάτες (διπλές) σε συσκευασία και σε προσφορά.

1 σοκολάτα κουβερτούρα.

Συμβουλεύεται  το πορτοφόλι της. Όχι, θα αφήσει για την επομένη φορά τις το αβοκάντο και στη θέση του θα πάρει ένα δίχτυ με πορτοκάλια για πορτοκαλάδες στα παιδιά ως δεκατιανό τους ρόφημα στο σχολείο μαζί με το κέικ.

Σίγουρη καθώς είναι στο ότι όσα χρήματα έχει υπολογίσει αυτά θα πληρώσει και στο ταμείο, προχωρεί προς αυτό. Κάποτε, περισσότερο στα επαρχιακά μπακάλικα οι άνθρωποι ψώνιζαν βερεσέ, με το μπλοκάκι.  Στο σημείο αυτό – και μη σας φανεί υπερβολικό – αγοράζοντας ο πατέρας μου αλεύρι από το μοναδικό μπακάλικο του χωριού το τσουβάλι μαλακό και βαμβακερό ως ήταν ( τα γράμματα του μύλου καθόλου δεν τα λαμβάναμε υπόψη και ούτε μας ήσαν εμπόδιο ), από ένα τέτοιο τσουβάλι η μητέρα μου μου έραψε τέσσερα σώβρακα παρακαλώ, και σημασία καμία δεν είχε αν και ήμουν μοναχοπαίδι. Η ανέχεια ήταν παντού απλωμένη. Ομιλώ για το έτος κατά προσέγγιση και από όσο μπορώ να θυμηθώ 1958, και είναι αλήθεια.

Σήμερα κάποιοι μιλούν για νίκες, για του έθνους την τιμή. Για νίκες που κάποτε το μέλλον θα φέρει. Όντως το σύνολο ήταν ακριβώς τόσο όσο η αξιοπρεπέστατη και όμορφη κοπελιά είχε υπολογίσει. Τόσο όσο να μοιράσει τη χαρά στο σπιτικό της, να τους ικανοποιήσει όλους.

Αύριο που θα ξυπνήσει κατά τις έξι σύμφωνα με το ξυπνητήρι που έχει στο κομοδίνο προγραμματισμένο, θα ετοιμάσει τον καφέ στην καφετιέρα για να μοσχοβολήσει το σπίτι, θα πακετάρει τα σάντουιτς των παιδιών με τις πορτοκαλάδες τους και το κέικ στις τσάντες τους κι εκείνη αφού ρίξει μια πρόχειρη ματιά στον καθρέφτη της χτενίζοντας τα μαλλιά της και τοποθετώντας ένα κραγιόν στα χείλη της για να της δώσει λίγη ζωντάνια θα την περιμένει ο άντρας της στην πόρτα για να της δώσει το πρώτο φιλί της μέρας που αρχίζει κρεμάμενη εκείνη από τον λαιμό του έχοντας τη σιγουριά ότι κάθε μέρα ψηλώνει και από τόσο όσο τα χέρια της φθάνουν στον αυχένα του να τον αγκαλιάσει ανασηκώνοντας τα πόδια της αναχωρώντας ταυτόχρονα για την εργασία της, για τη μάχη που έχει να δώσει και σήμερα αξιοπρεπώς και σε κανέναν να μην επιτρέψει να την βάλει στο χέρι. Ο παλμός και η ανατριχίλα της καρδιάς της είναι ατόφια με τη δική του την ώρα που  αυτή συντονίζονται με τον δικό του παλμό και τη δική του συνεχή επί πολλά χρόνια αμείωτη ανατριχίλα του.

Προς το απόγευμα κατά τις έξι που θα επιστρέψει στο σπίτι από τη δουλειά της ελαφρώς ξεκούραστη σήμερα διότι δεν θα έχει σούπερ μάρκετ και τα παιδιά θα είναι σε σπίτι φίλων τους με όλες τις προφυλάξεις που απαιτούνται, για αυτούς όλα θα μοιάζουν ίδια.

Όλα;